Του Χρήστου Παπαγεωργίου,
Στις 28 Φεβρουαρίου, έντεκα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεσμεύτηκαν να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Η δήλωση, που υπογράφηκε στη Στοκχόλμη, αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως η πυρηνική ενέργεια αποτελεί ένα «εκ των πολλών εργαλείων, με το οποίο θα επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι» που έχουν τεθεί από τα κράτη και, κατ’ επέκταση, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα «συμβαλλόμενα μέρη» περιλαμβάνουν τη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Κροατία, τη Γαλλία, τη Φινλανδία, την Ολλανδία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Σλοβενία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Σύμφωνα με την Υπουργό Ενέργειας της Γαλλίας, Agnès Pannier–Runacher, βασικός σκοπός της συμμαχίας αυτής είναι η ενδυνάμωση της συνεργασίας των κρατών, όσον αφορά το ζήτημα της ατομικής ενέργειας, αλλά και να παραχωρήσουν στην Ευρώπη τα εφόδια για την επίτευξη του στόχου του ουδέτερου αποτυπώματος άνθρακα έως το 2050.
Αναμφίβολα, δε θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στη δήλωση της Επιτρόπου Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Kadri Simson, η οποία συμμετείχε στη συνάντηση των έντεκα κρατών, δήλωση με την οποία προτρέπει τις συμμετέχουσες χώρες να απομακρυνθούν από πυρηνικά καύσιμα ρωσικής προέλευσης. Δε θα πρέπει η δήλωση να μας εκπλήσσει, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται –τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές– σε έναν αγώνα δρόμου για την απεξάρτηση από τις ρωσικές πηγές ενέργειας.
Δεν αποτελεί μυστικό το γεγονός πως χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν προσδεθεί στο ρωσικό ενεργειακό άρμα σε μεγάλο βαθμό, με ιστορικό παράδειγμα τη Γερμανία, η οποία, όμως, κατόρθωσε μετά από προσπάθειες να θέσει τέρμα στην εξάρτηση αυτή. Ο Υπουργός Οικονομικών, Christian Lindner, δήλωσε, μάλιστα, χαρακτηριστικά πως η Γερμανία βασίζεται μεν στις εισαγωγές για την ενέργεια, εισαγωγές, όμως, που προέρχονται από τις παγκόσμιες αγορές και όχι από τη Ρωσία.
Στην πορεία της απεξάρτησης από τις ρωσικές εισαγωγές και της εξοικονόμησης φυσικού αερίου και με στόχο τη σωστή προετοιμασία για τον δύσκολο χειμώνα, το γερμανικό Yπουργικό Συμβούλιο είχε εκδώσει διατάγματα για την παράταση της λειτουργίας σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα έως τις 31 Μαρτίου 2024. Επίσης, επιμηκύνθηκε η λειτουργία και των γερμανικών πυρηνικών εργοστασίων. Τα βήματα αυτά, σε συνδυασμό με το πετυχημένο –πλέον– εγχείρημα των πλωτών σταθμών παραλαβής, προσωρινής αποθήκευσης και αεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου, και με την παραλαβή αερίου από τη Νορβηγία, το Βέλγιο, και την Ολλανδία, έχουν καταστήσει τη Γερμανία πρακτικά και ουσιαστικά «άφθαρτη» στο ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας. Η επάρκεια αυτή και η πρωτιά της Γερμανίας επιβεβαιώνεται και από τη δημοσιευμένη έκθεση του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW).
Και ενώ η Ευρώπη και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματοποιούν πρόοδο στην προσπάθεια να απεξαρτηθούν από τις ρωσικές πηγές ενέργειας, δε φαίνεται να κατορθώνουν το ίδιο με την πυρηνική ενέργεια. Στις 23 Σεπτεμβρίου, πέντε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης –Ιρλανδία, Λετονία, Εσθονία, Πολωνία και Λιθουανία– είχαν προτείνει να τεθεί ουσιαστικός φραγμός σε οποιαδήποτε Ευρω–ρωσική συνεργασία που εμπεριέχει πυρηνική ενέργεια.
Αδιαμφισβήτητα, η στάση της Ουγγαρίας στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας, σε συνάρτηση με τη Ρωσία, θα πρέπει να εξεταστεί περισσότερο. Ανατρέχοντας στο έτος 2014, θα παρατηρήσουμε την έγκριση ενός δανείου δέκα εκατομμυρίων ευρώ από τη Ρωσία στην Ουγγαρία, για την κατασκευή δύο πυρηνικών αντιδραστήρων στο πυρηνικό εργοστάσιο της τελευταίας. Το συγκεκριμένο σχέδιο χαρακτηρίστηκε από τους υποστηρικτές του ως μια κίνηση που θα συνέβαλε στην απεξάρτηση της χώρας από τις ξένες εισαγωγές. Οι επικριτές του, από την άλλη πλευρά, το χαρακτήρισαν ως περαιτέρω πρόσδεση στη Ρωσία, υποστηρίζοντας ότι η Ουγγαρία θα εξαρτηθεί, με τον τρόπο αυτό, πλήρως από τις διαθέσεις της Μόσχας. Το project Paks 2, όπως ονομάζεται, δε φαίνεται να έχει επηρεαστεί ούτε από τον πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, καθώς συνεχίζεται κανονικά. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως η πορεία ενός τέτοιου έργου δεν έχει ανατραπεί, δεδομένου ότι προωθεί τα ουγγρικά συμφέροντα και δεν τα υπονομεύει. Είναι γεγονός, όμως, πως η κίνηση αυτή στέλνει –όχι τώρα, αλλά από το 2014, πριν το ξέσπασμα του πολέμου– την Ουγγαρία στην «αγκαλιά» της Ρωσίας.
Η συνεργασία των κρατών στον οποιονδήποτε τομέα είναι, μερικές φορές, επιβεβλημένη από τις συνθήκες. Το κάθε κράτος, βέβαια, εξετάζει τις συνθήκες υπό τις οποίες προσχωρεί σε μια συμφωνία ή συμμαχία, με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ιδίου, της ασφάλειάς του και των πολιτών του.
Μπορεί η ρωσική εισβολή να προκάλεσε κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δε θα ήταν, όμως, υπερβολή να ειπωθεί πως η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της στάθηκαν «τυχεροί μέσα στην ατυχία τους», δεδομένου ότι δόθηκε η ευκαιρία σε συγκεκριμένα κράτη να επεκτείνουν τη συνεργασία τους μεταξύ τους ή ακόμη και να δημιουργήσουν νέες, με περισσότερη οργάνωση και φειδώ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Eleven EU countries launch alliance for nuclear power in Europe, EURACTIV, διαθέσιμο εδώ
- Germany says it is no longer reliant on Russian energy, BBC, διαθέσιμο εδώ
- Germany extends run times for coal-fired power plants to boost supply, Reuters, διαθέσιμο εδώ
- Germany is unlikely to face gas shortage next winter – economic research institute, Clean Energy Wire, διαθέσιμο εδώ
- Hungary’s risky bet on Russia’s nuclear power, BBC, διαθέσιμο εδώ