Του Γιάννη Μάρκελλου,
Κατά την περίοδο 1685-1715, κέντρο της ορθοδοξίας με οικουμενική ισχύ συνέχιζε να είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξαν δυτικοί αυτοκράτορες, οι οποίοι ζητούσαν την σύμπνοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έτσι, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Λεοπόλδος Α΄ έκανε εισηγήσεις στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκειμένου να συνδράμει των επαναστατικών αγώνων των Ελλήνων και των Σλάβων. Βέβαια, αυτή η προσπάθεια εκ πρώτης όψεως, από μέρους του Αυστριακού αυτοκράτορα δεν βρήκε γόνιμο έδαφος να κυοφορηθεί από τους Πατριάρχες Καλλίνικο Β΄ και Γαβριήλ Γ΄. Η Κωνσταντινούπολη όμως διατηρούσε την βυζαντινή της μεγαλοπρέπεια, σε συνδυασμό με την εκκλησιαστικής της απλότητα.
Η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη ήταν η Κωνσταντινούπολη, όπου ο πατριάρχης ζούσε με απλότητα βίου. Η ορθόδοξη εκκλησία συνέχιζε να διακηρύσσει με κάθε κόστος την πιστή διαπόρθμευση της προσήλωσης στην παράδοση και στην αδιάψευστη ακαμψία των δογμάτων της. Από την άλλη πλευρά, τα τρωτά σημεία δεν μπορούσαν να εκλείπουν, όσον αφορά το ήθος και την κατάρτιση των λειτουργών της. Η αρτηριοσκλήρωση βρισκόταν κυρίως σε διάφορα φαινόμενα, όπως οι βραχυχρόνιες εναλλαγές Πατριαρχών, ο γεροντισμός και φυσικά το φαινόμενο της σιμωνίας. Αυτά ήταν κυρίως ζητήματα που απασχολούσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και διέφθειραν τις συνειδήσεις των χριστιανών, αφού οι κληρικοί εξευτέλιζαν το ήθος τους.
Το άλλο σημαντικό ζήτημα που αντιμετώπισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν η απώλεια της επαφής του με την επαρχιακή εκκλησία. Η επαρχιακή εκκλησία απαρτιζόταν σε μεγάλο βαθμό από ιεράρχες, οι οποίοι αναλάμβαναν τις επαρχίες από τις οποίες προέρχονταν. Βέβαια, αυτό ναι μεν πρόσφερε μια πιο άμεση επαφή με το χριστεπώνυμο πλήρωμα, αλλά δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπήρχε σε μεγάλο βαθμό χαμηλό πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο του κλήρου, σε σύγκριση με τους καλλιεργημένους κύκλους της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, αυτή η αντιδιαστολή δεν θα πρέπει να θεωρηθεί απόλυτη.
Παράλληλα, η διεθνής ακτινοβολία του Οικουμενικού Πατριαρχείου διαφαίνεται από το γεγονός, ότι ο πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ασκούσε απόλυτη δικαστική δικαιοδοσία. Με βάση την δικαιοδοσία του, μπορούσε να ηγηθεί σε πανορθόδοξο επίπεδο μαζί με τα υπόλοιπα πατριαρχεία της Ανατολής, χωρίς να αποτελεί εμπόδιο η παρουσία των αλλοθρήσκων.
Η Βενετία αποτελούσε μια ζυγαριά μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αγίας Έδρας στην Ρώμη. Οι Ελληνικοί πληθυσμοί βρέθηκαν υπό ένα μωσαϊκό που ναι μεν αυτοπροσδιοριζόταν ως Ρωμαιοκαθολικό, αλλά κατά βάση δεν ήταν μονόφθαλμα προσανατολισμένο στην Αγία Έδρα. Αυτό επεξέτεινε περισσότερο την φυσιολογική αντίδραση της Ρώμης, που ήθελε να βλέπει τους Βενετούς ως συμμάχους. Η νεότερη έρευνα υπό την Μιχάλαγα Δέσποινα καταλήγει να υποστηρίζει, ότι η παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις Βενετοκρατούμενες περιοχές βρισκόταν υπό την συνεχή και επαναλαμβανόμενη ενδιάθετη επιφύλαξη. Οι εκκλησιαστικές ορθόδοξες αρχές με τις αντίστοιχες ρωμαιοκαθολικές, πάντα βρίσκονταν κάτω από αλληλοϋποστήριξη και αλληλοκατανόηση.
Κατά την διάρκεια της Βενετικής κατάκτησης, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, φανερώνεται η προσπάθεια άρρηκτης σύνδεσης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό γίνεται αντιληπτό από ένα γράμμα του μητροπολίτη Κορίνθου Γρηγορίου προς τον οικουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο Β΄. Η «Μητέρα Εκκλησία» της Κωνσταντινουπόλεως ποτέ δεν απεμπόλησε τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αλλά απευθυνόταν στις θυγατέρες εκκλησίες με τρόπο εκκλησιολογικό και πολλές φορές αυστηρό. Δεν εξέλειπαν και οι περιπτώσεις να χειροτονούνται ιεράρχες χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Προς επίρρωση τούτου, χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του οικουμενικού πατριάρχη προς τον επίσκοπο Χριστιανουπόλεως Αθανάσιο, που με ξεκάθαρο τρόπο θέτει ρητορικό ερώτημα και λέγει μεταξύ των άλλων «ο Μητροπολίτης κάμει Μητροπολίτη ή ο Πατριάρχης τον κάμει και δίδει το δικαίωμα εις τους Αρχιερείς να τον χειροτονήσωσι;». Αυτό δείχνει και την προσπάθεια των Πελοποννησίων να ανεξαρτητοποιηθούν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και να ακολουθήσουν τα κελεύσματα των Βενετικών αρχών.
Άξιο ιδιαίτερης μνείας αποτελεί το γεγονός, ότι οι βενετικές αρχές έπαιζαν και αυτές ένα σπουδαίο ρόλο. Οι μητροπολίτες και οι αυτοκέφαλοι αρχιεπίσκοποι εκλέγονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ οι επίσκοποι εκλέγονταν από την Μητροπολιτική σύνοδο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έστω και από διπλωματική σκοπιά, επικύρωνε την νομιμότητα των εκλογών. Τα ονόματα των υποψηφίων προς αρχιερατεία στέλνονταν στην Υψηλή Πύλη, και ο σουλτάνος με τα επονομαζόμενα βεράτια καθιστούσε τον εκλεγόμενο αρχιερέα νόμιμο, και τον διόριζε επίσημα στην έδρα του. Τα βεράτια ήταν κείμενα τα όποια καθόριζαν τις αρμοδιότητες των νέων επισκόπων.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανάμεσα στις αρμοδιότητές του για την εύρυθμη λειτουργία των κατά τόπους εκκλησιών, είχε και το δικαίωμα να καθαίρει μητροπολίτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο επίσκοπος Αμβρόσιος, ο οποίος είχε εκλεγεί Άργους και Ναυπλίου. Ο Πατριάρχης Γαβριήλ Γ΄ τον καθαίρεσε υποστηρίζοντας με συνοδική επιστολή, ότι παραβίασε τους θείους και ιερούς κανόνες. Αυτή η πράξη σηματοδότησε και την ουσιαστική ρήξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έτσι λόγω των δυσχερών αυτών καταστάσεων η Μητέρα Εκκλησία κήρυξε ακέφαλη την επισκοπή Άργους και Ναυπλίου. Αυτή η πρακτική συνεπαγόταν, ότι οι κληρικοί αποτελούσαν κανονικό «όργανα» του πατριαρχείου.
Μια άλλη πρακτική της εδραίωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν και η συλλογή των φόρων. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πρώτος μεταξύ ίσων, αποτελούσε το πρόσωπο εκείνο που συσπείρωνε την υγιή πνευματική υπόσταση του ποιμνίου του. Η επιστολή του επισκόπου Χριστιανουπόλεως το 1699, κάνει σαφή την πρακτική των εισφορών στην μητρόπολή του. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την συλλογή των φόρων είχε πριμοδοτήσει επισκόπους υπό τον τίτλο του «Πατριαρχικού Εξάρχου». Χαρακτηριστικά πρόσωπα ήταν ο Κοσμάς Καλλωνάς και ο Μελέτιος Μήτρου (Ναυπάκτου και Άρτης). Ο Μελέτιος Μήτρου, ενώ ήταν υπέρ των Βενετών, εντούτοις δικαίωσε την επιλογή του Πατριάρχη για αυτόν τον σπουδαίο ρόλο.
Η πλούσια επιστολογραφία δείχνει και την καλή γνώση εκ μέρους του πατριαρχείου, προς τις επισκοπές της βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις του οικουμενικού πατριάρχη προς τους επισκόπους αδελφός και συλλειτουργός, δείχνοντας ιδιαίτερη εύνοια προς αυτούς. Δεν εξέλειπαν περιπτώσεις όπου οι μητροπολίτες δεν εκπλήρωναν με πλήρη αυτοσυνειδησία τις υποχρεώσεις τους έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι μητροπολίτες Μονεμβασία και Κορίνθου, τους οποίους επέπληξε επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Μια άλλη πρακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον άρρηκτο δεσμό με τις κατά τόπους επισκοπές ήταν και η αποστολή του Αγίου Μύρου. Το Άγιο Μύρο καθαγιαζόταν κάθε Μεγάλη Πέμπτη και αποστελλόταν σε όλες τις επισκοπές. Αυτό πιστοποιούσε καίτοι περισσότερο την άρρητη σύνδεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις επισκοπές της Πελοποννήσου. Ο πατριάρχης προσφωνούσε τον κάθε επίσκοπο αδελφό και συλλειτουργό όπως προαναφέρθηκε.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέχιζε να εκφράζει δημοσίως την απαρέσκεια του. Ο Κορίνθου Γρηγόριος ο Νοταράς φάνηκε αντάξιος των προσδοκιών της Μητρός Εκκλησίας, αφού δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βέβαια υπήρχαν και οι ιεράρχες όπως ο Χριστιανουπόλεως Αθανάσιος, ο οποίος χάριν υποταγής και ευπείθειας ανταποκρινόταν στις ανάγκες του Πατριαρχείου.
Εν κατακλείδι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να εδραιωθεί και από την πνευματική συνεισφορά των μοναστηριών. Τα Σταυροπήγια αποτελούσαν άλλη μια δικλίδα διασφάλισης οικονομικών πόρων. Χαρακτηριστική είναι η πράξη του πατριάρχου Καλλινίκου Β΄, ο οποίος με πράξη κατοχύρωνε το Σταυροπηγιακό δίκαιο της μονής Θεοτόκου Φανερωμένης Χιλιομοδίου. Παρά ταύτα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπαθούσε να μην προκαλέσει την μήνι των Οθωμανών σε καμία περίπτωση. Ο πατριάρχης κατά την Β΄ Βενετοκρατία παρέμενε προσηλωμένος στα δίκαιά του, ενώ οι ιεράρχες του νεοκατακτημένου βασιλείου φαίνονταν να είναι φιλικά προσκείμενοι προς την εκκλησιαστική απεξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μιχάλαγα, Δέσποινα (2006), Συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορία της Πελοποννήσου κατά την Β’ Βενετοκρατία: 1685-1715, Διατριβή ΕΚΠΑ, Διαθέσιμο εδώ
- Σταυρίδης, Βασίλειος Θ. (2010), Επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Αθήνα: Κυριακίδη Αφοί.