Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,
Το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου που τελείωσε πριν μερικούς μήνες υπολογίζεται πως ήταν η πιο ακριβή διοργάνωση στην ιστορία της FIFA. Το Κατάρ λέγεται πως ξόδεψε $ 229 δις για αυτό. Ωστόσο, δεν είναι το μόνο project για το οποίο τα αραβικά κράτη επένδυσαν δισεκατομμύρια. Η Σαουδική Αραβία πέρσι ανακοίνωσε την κατασκευή μίας πόλης, τη «Γραμμή», μία «βιώσιμη» μακρόστενη πόλη, η οποία θα ξεκινάει από τη Neom – την καινούρια πρωτεύουσα της χώρας, την οποία κι αυτή θα κατασκευάσουν οι Σαουδάραβες από το μηδέν – και θα περιβάλλεται από ένα τοίχος – καθρέπτη ύψους 500 μέτρων, ενώ η πόλη θα έχει συνολικό μήκος 170 χιλιόμετρα και πλάτος 200 μέτρα. Υπολογίζεται ότι για την κατασκευή της πόλης «Γραμμή» θα χρειαστούν περίπου $ 500 δις.
Αυτό πρόκειται απλώς για ένα από τα πιο νέα και γνωστά mega-projects που έχουν ανακοινωθεί από τα κράτη του Κόλπου (προγραμματισμένα να πραγματοποιηθούν τις επόμενες δεκαετίες). Φυσικά, υπάρχουν πολλά μεγαλεπήβολα έργα, τα οποία έχουν ήδη κατασκευαστεί, όπως το “Burj Khalifa” και τα πολλά τεχνητά νησιά του Ντουμπάι.
Αυτές οι ανακοινώσεις κάνουν τον υπόλοιπο κόσμο να απορεί, πραγματικά, για το αν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί αυτά τα projects, πέραν της παγκόσμιας προσοχής και της αύξησης του πρεστίζ των αραβικών χωρών (επιδίωξη status). Ίσως και να υπάρχει!
Οι οικονομίες των κρατών αυτών δεν είναι υγιείς και ο λόγος είναι πως έχουν πληγεί από την «ολλανδική ασθένεια», κάτι με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες όλες οι πλούσιες σε φυσικούς πόρους χώρες.
Η ολλανδική ασθένεια αναφέρθηκε πρώτη φορά από τον Economist, τη δεκαετία του ’70, για να εξηγήσει την παράδοξα κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ολλανδική οικονομία λίγα χρόνια μετά την έναρξη εξόρυξης φυσικού αερίου στη θάλασσά της και στηρίχθηκε στο θεώρημα Rybczynski, το οποίο μπορεί να έχει εφαρμογή και στο διεθνές εμπόριο. Εδώ, όμως, θα επικεντρωθούμε στο πώς εφαρμόζεται μέσα σε μία οικονομία.
Ας πάρουμε το παρακάτω διάγραμμα, το οποίο απεικονίζει την καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (PPF) δύο βιομηχανιών Qs και Qc στην ίδια οικονομία, οι οποίες χρησιμοποιούν εντατικά μόνο 2 παραγωγικούς συντελεστές. Στην περίπτωση των χωρών του Κόλπου που εξετάζουμε, ας υποθέσουμε πως η Qs είναι ο μεταποιητικός τομέας, δηλαδή τα εργοστάσια που παράγουν καταναλωτικά αγαθά και η Qc είναι ο πετρελαϊκός τομέας. Η Qs, λοιπόν, χρησιμοποιεί εντατικά το κεφάλαιο και το εργατικό δυναμικό, ενώ η Qc κυρίως τη γη, αφού αν η γη δε διαθέτει πετρέλαιο, όσο κεφάλαιο και εργατικό δυναμικό διατεθεί, παραγωγή δε θα υπάρξει. Κι επειδή μία οικονομία σπάνια θα έρθει αντιμέτωπη με περιορισμούς σε περισσότερους από έναν παραγωγικό συντελεστή, για να μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε το θεώρημα, αλλά και για τους σκοπούς του άρθρου θα υποθέσουμε πως η μπλε γραμμή αντιπροσωπεύει και το εργατικό δυναμικό και το κεφάλαιο, ενώ η κόκκινη τη γη.
Ο χώρος ο οποίος βρίσκεται κάτω από τη μπλε, την κόκκινη γραμμή και το σημείο Α απεικονίζει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς παραγωγής της οικονομίας. Ας υποθέσουμε, όμως, πως η οικονομία παράγει στο σημείο Α. Ας υποθέσουμε, επίσης, πως η χώρα ανακαλύπτει νέα αποθέματα πετρελαίου, τότε η κόκκινη γραμμή θα τέμνει τη μπλε στο σημείο Β. Στο σημείο Β παρατηρούμε πως η παραγωγή της Qc, δηλαδή της πετρελαϊκής βιομηχανίας αυξήθηκε, ενώ η παραγωγή της Qs, του μεταποιητικού τομέα έχει μειωθεί. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί μειώθηκε η παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών με την αύξηση παραγωγής του πετρελαίου, ενώ η προσφορά εργατικού δυναμικού/κεφαλαίου παρέμεινε σταθερή.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το νόμισμα της χώρας. Μία πετρελαιοπαραγωγική χώρα, προφανώς, θα εξάγει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πετρελαίου, διαφορετικά δε θα ήταν πετρελαιοπαραγωγική. Και η αγορά του πετρελαίου από τρίτες χώρες συμβαίνει συνήθως στο νόμισμα της χώρας-πωλήτριας. Δηλαδή αν μία χώρα θελήσει να αγοράσει πετρέλαιο από το Κατάρ, τότε θα πρέπει να αγοράσει Ριάλ Κατάρ και με αυτά να αγοράσει το πετρέλαιο. Η αυξημένη ζήτηση του Ριάλ θα αυξήσει και την αξία του νομίσματος. Αυτό σημαίνει πως τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά θα είναι φθηνότερα στην αγορά του Κατάρ από ότι τα εγχώρια. Έτσι, οι καταναλωτές θα προτιμήσουν τα εισαγόμενά, με τον εγχώριο μεταποιητικό τομέα να πλήττεται.
Η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας του νομίσματος δεν είναι αρκετή, όμως, για να αιτιολογήσει το φαινόμενο, καθώς υπάρχουν και χώρες όπως η Σαουδική Αραβία που πουλάει πετρέλαιο και σε άλλα νομίσματα, όπως το δολάριο. Αλλά και πέραν αυτού, η υποβάθμιση των άλλων τομέων της οικονομίας, που παρατηρείται στις συγκεκριμένες χώρες, είναι πολύ μεγάλη για να αρκεί αυτή η εξήγηση.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως οι επενδύσεις που αφορούν το πετρέλαιο είναι πολύ κερδοφόρες, που σημαίνει πως ο τομέας αυτός θα προσελκύσει και τις περισσότερες επενδύσεις. Επενδύσεις οι οποίες αν δεν υπήρχε πετρέλαιο ίσως να γίνονταν στον μεταποιητικό τομέα. Αντί για εργοστάσια, λοιπόν, κτίζονται αποβάθρες και πηγάδια πετρελαίου, τα οποία απασχολούν λίγους εργαζομένους και προσφέρουν καλύτερους μισθούς από τα εργοστάσια, που σημαίνει πως η ζήτηση εργασίας είναι μεγάλη, με την προσφορά μικρή. Επομένως, ένα μεγάλο τμήμα του πιο παραγωγικού μέρους του εργατικού δυναμικού της χώρας ρέει προς αυτόν, μειώνοντας την αποτελεσματικότητα των άλλων τομέων και αφήνοντας τη χώρα γενικότερα με αυξημένη ανεργία.
Σε αυτούς του λόγους παραδοσιακά αποδίδεται η ολλανδική ασθένεια. Υπάρχουν, όμως, νέες έρευνες, οι οποίες κάνουν λόγο και για άλλες αιτίες που αφορούν την πολιτική ενός κράτους.
Η τρίτη αιτία, λοιπόν, είναι η ανισότητα του πλούτου. Στις χώρες της Μέσης Ανατολής, αυτό ισοδυναμεί με την ανισότητα ιδιοκτησίας των πετρελαιοπηγών. Όταν ο πλούτος συγκεντρώνεται σε μία μικρή ελίτ αντί να διαχέεται στην κοινωνία, τότε δημιουργείται μεγάλη ζήτηση πολυτελών αγαθών και υπηρεσιών. Η χώρα, δηλαδή, θα αποκτήσει περισσότερα γιοτ και πεντάστερα (ή «επτάστερα» στη συγκεκριμένη περίπτωση) ξενοδοχεία. Φυσικά, τα αγαθά αυτά πρόκειται για αγαθά τα οποία εισάγονται στη χώρα, ειδικά σε αραβικές ή ασιατικές χώρες στις οποίες τα ευρωπαϊκά προϊόντα θεωρούνται πως προσδίδουν κύρος και είναι τα πιο επιθυμητά, με αποτέλεσμα και τη δια κράτηση εργατικού δυναμικού, το οποίο διαφορετικά θα μπορούσε να δουλέψει στη μεταποίηση, αλλά και του ακόμα μεγαλύτερου ανοίγματος του εμπορικού ελλείματος όσον αφορά τα καταναλωτικά αγαθά.
Ο τέταρτος και τελευταίος λόγος είναι η πολιτική αστάθεια και ο αυταρχισμός, από τα οποία χαρακτηρίζονται τα αραβικά κράτη. Αυτά τα δύο ποτέ δε προμηνύουν κάτι καλό για έναν επενδυτή, ιδίως για επενδύσεις με «υψηλό» ρίσκο όπως ένα εργοστάσιο. Και για αυτό οι ξένοι επενδυτές προτιμούν να επενδύουν στον τομέα της ενέργειας, για τον οποίο δίνονται κάποιες εγγυήσεις τουλάχιστον από τις Κυβερνήσεις αυτές.
Τώρα, η αντιμετώπιση ή η πρόληψη της ολλανδικής ασθένειας θα απαιτούσε τη λύση κάθε προβλήματος ξεχωριστά.
Τα δύο τελευταία ζητήματα που αναφέρθηκαν, και έχουν κατά βάση πολιτικό χαρακτήρα, είναι αυτονόητο πως οι Μοναρχίες και Δικτατορίες της Μέσης Ανατολής δεν είναι διατεθειμένες να τα αντιμετωπίσουν. Οπότε θα λέγαμε πως εστιάζουν στους «παραδοσιακούς» και «οικονομικούς» τρόπους, με τους οποίους τα κράτη αντιμετωπίζουν την ολλανδική ασθένεια.
Ουσιαστικά, για την «ίαση» μίας οικονομίας θα πρέπει τα έσοδα από την παραγωγή πετρελαίου να διανεμηθούν σε διαφοροποιημένες επενδύσεις, έτσι ώστε να ξεφύγει η χώρα από την «μονοκαλλιέργεια» του πετρελαίου και όχι να επιλέξει την εύκολη λαϊκίστικη επιλογή που είναι η διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, κάτι το οποίο έχει κάνει πολύ επιτυχημένα η Νορβηγία και πλήρως αποτυχημένα η Βενεζουέλα. Η Νορβηγία έχει δημιουργήσει ένα δημόσιο fund, το οποίο αποτελεί κι ένα από τα μεγαλύτερα funds στον κόσμο, και επενδύει παγκοσμίως σε εταιρείες που δεν έχουν να κάνουν με το πετρέλαιο. Μέσω αυτού του fund, αυτή τη στιγμή θα μπορούσαν να διανεμηθούν πάνω από $ 200.000 σε κάθε Νορβηγό πολίτη αν υπάρξει η ανάγκη. Αυτό το έχουν πράξει και τα αραβικά κράτη με μία σημαντική διαφορά. Τα funds αυτά ανήκουν στην πολιτική και οικονομική ελίτ, χωρίς καμία διαφάνεια, που σημαίνει πως δεν ξέρουμε πόσο επιτυχημένο είναι αυτό το εγχείρημα, αλλά και πως όποια κέρδη υπάρχουν καταλήγουν στην ολιγαρχία, οξύνοντας έτσι το τρίτο πρόβλημα, αυτό της ανισότητας που αναφέραμε.
Τα αραβικά κράτη, λοιπόν, έχουν βρει μία μοναδική λύση, η οποία, μάλλον, δε θα μπορούσε να εφαρμοστεί πουθενά αλλού. Κατασκευάζουν μεγάλα projects τα οποία κοστίζουν δισεκατομμύρια και χρειάζονται δεκαετίες για να ολοκληρωθούν.
Με αυτά τα projects στοχεύουν σε 2 πράγματα. Το πρώτο είναι και το προφανές: ο τουρισμός. Οι χώρες αυτές, πέραν των ουρανοξυστών και των πολυτελών ξενοδοχείων και εμπορικών καταστημάτων, δεν έχουν και πολλά άλλα αξιοθέατα. Δεν υπάρχουν αξιομνημόνευτα ιστορικά αστικά τοπία όπως στην Ευρώπη, αφού μέχρι πριν μερικές δεκαετίες η περιοχή κατοικούταν από νομάδες και τα φυσικά τοπία περιορίζονται στην έρημο και τη θάλασσα. Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως το Ιράν, ο Λίβανος και η Συρία, οι οποίες έχουν πολλές ιστορικές τοποθεσίες, όμορφες πόλεις και φυσική ποικιλομορφία. Εδώ, όμως, μιλάμε κυρίως για τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Η.Α.Ε.
Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τον τουρισμό, η κάθε χώρα έχει επενδύσει στη δική της αεροπορική εταιρεία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Η.Α.Ε., με την Emirates Airlines, που θεωρείται ίσως η πιο πολυτελής αεροπορική στον κόσμο. Επιπλέον, στα Εμιράτα –και συγκεκριμένα στο Ντουμπάι– υπάρχει πλέον και το πιο πολυσύχναστο αεροδρόμιο παγκοσμίως. Προφανώς, υπάρχει λόγος που επενδύουν τόσο στις αεροπορικές και τα αεροδρόμια. Πέραν από το status που που τους προσδίδει –όπως είπαμε και πιο πάνω– οι χώρες αυτές ξέρουν ότι πέρα από τα εντυπωσιακά κτήρια δε διαθέτουν πολλά άλλα πράγματα που μπορούν να αξιοποιηθούν για τουρισμό. Για αυτό και προσπαθούν να προσελκύσουν τουρίστες που θα τις επισκέπτονται ως ενδιάμεσους προορισμούς και για λίγες μέρες.
Ο δεύτερος λόγος για την κατασκευή των mega-projects είναι ακριβώς η πολυπλοκότητά και το μέγεθός τους. Για να κτιστεί μία ολόκληρή πόλη και, μάλιστα, μία τόσο φουτουριστική όπως η «Γραμμή», είναι απαραίτητος ένας τεράστιος αριθμός εργαζομένων και μία πολύ μεγάλη τεχνογνωσία. Δηλαδή πολλές ξένες εταιρείες θα χρειαστεί να εγκατασταθούν στις χώρες αυτές, αφού και η κατασκευή μπορεί να διαρκεί δεκαετίες, φέρνοντας μαζί τους έναν πολύ μεγάλο αριθμό όχι μόνο εργατών, αλλά και μηχανικών, αρχιτεκτόνων, προγραμματιστών, δικηγόρων, λογιστών και πολλών άλλων καταρτισμένων ανθρώπων. Με αυτό ποντάρουν σε δύο πράγματα. Πρώτον, στη διάχυση της γνώσης από τις ξένες εταιρείες στις εγχώριες μέσω της συνεργασίας, αλλά και μέσω της απλής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων (spill over effect). Δεύτερον, στο ότι οι εταιρείες αυτές θα αποφασίσουν να παραμείνουν στη χώρα και μετά την ολοκλήρωση των έργων, φέρνοντας τη διαφοροποίηση της οικονομίας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω προσφέρεται μία μακροοικονομική ερμηνεία για τις «ιδιαίτερες» επενδύσεις των αραβικών κρατών. Αυτή, όμως, τη θεωρώ ελλιπή αν δεν αναφερθεί και η πολιτική.
Τα κράτη του Κόλπου, όπως ξέρουμε ήδη, είναι αυταρχικά και πολλά από αυτά είναι Μοναρχίες. Από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, οι αυταρχικοί ηγέτες έπρεπε να προσφέρουν κάποιον λόγο, που να δικαιολογεί το γεγονός ότι αυτοί βρίσκονται στην εξουσία. Οι κλασσικοί δύο είναι η θρησκεία και η αποτελεσματικότητα έναντι της Δημοκρατίας. Αρχικά, οι de jure ή de facto μονάρχες της Μέσης Ανατολής κυβερνούν ελέω θεού, αφού μιλάμε και για θεοκρατικά καθεστώτα (και πάλι τυπικά ή άτυπα). Έπειτα, για να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος, κτίζουν αυτές τις φαραωνικές κατασκευές, οι οποίες όχι μόνο συνεισφέρουν στην εικόνα της χώρας, αλλά προάγουν και την οικονομία, όπως υποστηρίζουν. Τέλος, μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά πως τα έργα αυτά ικανοποιούν τη ματαιοδοξία των εν λόγω ηγετών.
Θεωρώ πως αυτή η πρακτική συνεισφέρει όντως στη μεγέθυνση και διαφοροποίηση της οικονομίας. Αμφισβητώ, όμως, την αποδοτικότητά της και το κατά πόσο θα είναι αρκετό για να ξεφύγουν τα κράτη από την «κατάρα» του πετρελαίου. Οι επόμενες δεκαετίες, στις οποίες περιμένουμε μείωση της ζήτησης του πετρελαίου, θα είναι καθοριστικές τόσο για τις οικονομίες των κρατών αυτών, όσο και για τις δυναστείες οι οποίες τα κυβερνούν. Εξάλλου στην παγκόσμια ιστορία, όταν ένα κράτος ξοδεύει αλόγιστα χωρίς να υπάρχει εμφανής ανάγκη, τις περισσότερες φορές αυτό φέρνει αρνητικά αποτελέσματα και κρίσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The economics of building big in the Middle East, bworldonline.com, διαθέσιμο εδώ
- Dutch disease: An economic illness easy to catch, difficult to cure, brookings.edu, διαθέσιμο εδώ
- The Rybczynski Theorem,saylordotorg.github.io, διαθέσιμο εδώ