Της Μαρίας Κλειδή,
Οι γιορτές είναι φτιαγμένες για να δημιουργούν συναισθήματα και μνήμες, αντλούν από αρχαίες παραδόσεις και συνήθειες των ανθρώπων που αποσκοπούσαν συνήθως στην απόδοση τιμών προς τη φύση, τη ζωή και τοn θάνατο, το ανθρώπινο και το θεϊκό, την αποδοχή του ανθρώπινου και τη θέαση του θεϊκού. Οι συμβολισμοί γύρω από τις μεγάλες εορτές που τελούνται μέχρι και σήμερα εκφράζονται μέσα από έννοιες αντιθετικές, αποτελούν μεταβάσεις από μία περίοδο σε μία άλλη ή μία κατάσταση σε μία άλλη. Με μία μικρή ανασκόπηση παρατηρούμε ότι κάθε μεγάλο γεγονός στη ζωή μας που συνιστά μία σημαντική αλλαγή που μας καθορίζει ντύνεται από εορταστικό και συχνά εθιμικό πλαίσιο το οποίο βοηθά στην αντίληψη της συνθήκης την οποία αφήνουμε πίσω και σε αυτή στην οποία εισερχόμαστε.
Σε αυτές τις μεταβάσεις συγκαταλέγεται η συνθήκη του γάμου, του περάσματος από την εργένικη ζωή στη συζυγική, και αυτή συνοδεύεται τόσο από μία σειρά γεγονότων γιορτής και χαράς αλλά και λύπης και αποχωρισμού. Ακόμη όμως και σε λιγότερο καθοριστικές μεταβάσεις, όπως είναι η ετήσια γιορτή των γενεθλίων ή η απόκτηση ενός τίτλου και ο εορτασμός του, ακολουθούμε μία εθιμοτυπική σειρά μέσα στην οποία χώρο καταλαμβάνει το φαγητό, η τούρτα των γενεθλίων ή ένα τραπέζι μεταξύ φίλων και συγγενών, η μουσική και η προσφορά δώρων. Οι αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων, οι μεταβάσεις που καθορίζουν μία νέα πραγματικότητα για το άτομο είναι πολύ σημαντικές, καθώς συμβολίζουν έναν εαυτό που αφήνουμε πίσω και έναν νέο στον οποίο εισερχόμαστε.
Σε ένα επίπεδο υψηλότερο του ατομικού και του δυικού, γιορτές που υμνούν τις μεταβάσεις τελούνται σε ετήσια βάση ως έθιμα και παραδόσεις που κρατούν από την αρχαιότητα και έχουν επιβιώσει αλλάζοντας μορφή –σε πολλές περιπτώσεις και περιεχόμενο–, κρατώντας όμως και χαρακτηριστικά τα οποία διατηρούνται μέχρι και τις μέρες μας. Μία εορτή που ανταποκρίνεται στα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι η γιορτή του καρναβαλιού και αφορά ένα επίπεδο συλλογικό που υμνεί κάτι ανώτερο.
Η Αποκριά είναι μία γιορτή στην οποία αφηνόμαστε ελεύθεροι, μπορούμε να υπάρξουμε στο δημόσιο χώρο με τρόπο διαφορετικό από ότι σε όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, ντυμένοι με στολές κάθε θεματικής που δεν θα φορούσαμε στην καθημερινότητά μας, βαμμένοι με τρόπους που μας κάνουν να δείχνουμε αγνώριστοι, χορεύουμε στους δρόμους και διασκεδάζουμε. Η Αποκριά, συνοδεύει το τέλος του χειμώνα και παράλληλα την άφιξη της άνοιξης, οι άνθρωποι βγαίνουν έξω και η διάθεσή τους συνήθως ακολουθεί τον καιρό που ξεκινά να γλυκαίνει. Το φαγητό και το ποτό ρέει άφθονο την περίοδο του καρναβαλιού. Άλλωστε, προηγείται και η Τσικνοπέμπτη, ενώ ακολουθεί η Σαρακοστή.
Η λέξη Αποκριά προέρχεται από τα συνθετικά από + κρεώ που σημαίνει απέχω από το κρέας, όπως και το καρναβάλι που προέρχεται από το λατινικό carnival (carnem levare) σημαίνει αποχή από το κρέας. Η εορτή του καρναβαλιού αποτελεί, από μία οπτική, διαδικασία προετοιμασίας για τη Σαρακοστή που τη διαδέχεται. Δημιουργεί ένα πλαίσιο ανεμελιάς, χαράς, ενθουσιασμού και έντασης σε αντιδιαστολή με την επερχόμενη νηστεία, την εγκράτεια και την ταπεινοφροσύνη την οποία οι άνθρωποι προσεγγίζουν κατά τη Σαρακοστή, ως προσφορά στη μνήμη της θυσίας, της ταφής και της ανάστασης του θεανθρώπου.
Το καρναβάλι ή Αποκριά είναι αρχαία γιορτή που κατάγεται από τα αρχαιοελληνικά έθιμα που σχετίζονται με τη λατρεία του θεού Διονύσου ως θεού της γονιμότητας. Παλαιότερα, προήγαγε τη χαρά για τη ζωή, το δώρο της γέννησης και τη γονιμότητα των ανθρώπων, των ζώων και της φύσης. Στην αρχαιότητα, η τριήμερη Διονυσιακή εορτή που τελούνταν προς τα τέλη του μήνα Φεβρουαρίου και αρχές του Μαρτίου ήταν τα Ανθεστήρια, μέσω της οποίας οι άνθρωποι απέδιδαν τιμές στη φύση και υποδέχονταν τον ερχομό της Άνοιξης σε μία διάχυτη φρενίτιδα ενθουσιασμού. Πιστευόταν ότι εκείνη την περίοδο ο Διόνυσος επιστρέφει από τον Άδη. Έτσι, υιοθέτησαν τη συνήθεια να χορεύουν με ένταση χτυπώντας τη γη ώστε να την αφυπνίσουν μετά τη νάρκη του χειμώνα και να δώσουν ρυθμό στη θεϊκή άνοδο από ένα κατώτερο σε ένα ανώτερο επίπεδο. Από τις 11 έως τις 13 του μήνα Ανθεστηριώνος, που αντιστοιχεί σε δική μας περίοδο των τελών του Φλεβάρη και των αρχών του Μάρτη, οι Έλληνες οργάνωναν πομπές, μεταμφιέζονταν με μάσκες, παρελάμβαναν κρατώντας φαλλικά σύμβολα γονιμότητας –κυρίως οι γυναίκες– και διασκέδαζαν σε μεγάλους χορούς και φαγοπότια.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τοποθετούνται και τα μικρά Ελευσίνια Μυστήρια, για να γιορτάσουν την άνοδο της Περσεφόνης από το βασίλειο του Πλούτωνα. Η έλευση της θεάς στον πάνω κόσμο συνοδεύεται από την καρποφορία της γης που ανταποκρίνεται στη χαρά της μητέρας της Δήμητρας που ξανασμίγει με την κόρη της. Η άνοδος της κόρης αποτελεί μεταφορά στο φύτρωμα των σπόρων και συμβολίζει τη γέννηση και τη ζωή που διαδέχεται τον θάνατο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τα Ψυχοσάββατα, κατά τα οποία οι ψυχές του κάτω κόσμου αποκτούν είσοδο στον κόσμο μας για να έρθουν κοντά με τους αγαπημένους τους, τοποθετούνται κατά κύριο λόγο την Άνοιξη. Συνάμα, τα κόλλυβα που αποτελούν την τροφή που προσφέρουν οι ζωντανοί στους νεκρούς τους απαρτίζονται από σπόρους.
Ο χειμώνας συμβολίζει τον θάνατο που νικά τη ζωή και η άνοιξη τη ζωή που νικά τον θάνατο, μία διαδικασία ολοκλήρωσης που ατέρμονα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και εκφράζεται από την ίδια την πηγή της ζωής και του θανάτου, τη Φύση. Οι μεταβατικές αυτές περίοδοι έχουν ντυθεί στη διάρκεια των χρόνων με τελετουργίες, των οποίων το βασικό θέμα είναι η αρχή και το τέλος, η εξύμνηση της γονιμότητας και κατ’ επέκταση της αναπαραγωγής, της φθοράς, του θανάτου και της ανάστασης, ακριβώς όπως γεννάται, φθείρεται, πεθαίνει και ξαναδημιουργείται το οικοσύστημα. Ο Arnold Van Gennep αναφέρει ότι «διαβατήριες τελετές που ανταποκρίνονται στο σχήμα της ζωής και του θανάτου, της αρχής και του τέλους εντοπίζονται στις γιορτές που συνδέονται με τις εποχές και συχνά πέφτουν στο θερινό και το χειμερινό ηλιοστάσιο και στις εαρινές και φθινοπωρινές ισημερίες» και αφορούν στην έξωση του χειμώνα ως τελετή αποχωρισμού και την είσοδο της άνοιξης ως τελετή ενσωμάτωσης.
Πολλά καρναβαλικά έθιμα περιλάμβαναν τη συμβολική νεκρανάσταση ενός ήρωα και άλλα παρουσίαζαν το γήρας που το διαδέχεται η νεότητα, τοποθετώντας μέσα στα δρώμενα αναπαραστάσεις της Μπάμπως από της οποίας την καμπούρα ξεπηδά ένα νέο παιδί. Ακόμα, οι αναπαραστάσεις των αναπαραγωγικών πράξεων και της διακωμώδησής τους δεν έλειπαν από τις Απόκριες, ενώ συχνό ήταν και το φαινόμενο του «τρανσβεστισμού», δηλαδή της αντιστροφής των ρόλων των γυναικών και των αντρών, όπου οι μεν ντυνόντουσαν άντρες και οι δε γυναίκες. Ο Νιτσιάκος αναφέρει ότι «η τελετουργική σύνδεση του θανάτου με τον έρωτα και τα σύμβολά του είναι προφανές ότι παραπέμπουν στις δοξασίες περί ενότητας των αντιθέτων του θανάτου και της ζωής του τέλους και της αρχής».
Στις μέρες μας, το έθιμο του καρναβαλιού συνιστά μία περίοδο στην οποία όλοι θέλουν να εισέλθουν, να διασκεδάσουν και να απομακρυνθούν για λίγο από τη μονοτονία της ρουτίνας, να υπάρξουν ως κάτι διαφορετικό και φανταστικό ακολουθώντας την γενικότερη διάθεση που αυτή η γιορτή συντηρεί. Αν και η γιορτή αυτή έχει χάσει το αρχικό της νόημα, καθώς η φύση και τα αγαθά της και η έννοια της περατότητας της ζωής και του επερχόμενου θανάτου είναι πλέον πολύ περισσότερο συνδεδεμένα με την επιστήμη παρά με τη φύση στο μυαλό του σύγχρονου ανθρώπου, συνεχίζει να αποτελεί μία έκφραση χαράς, οργιαστικής διασκέδασης και αντιφατικής τοποθέτησης απέναντι στην πραγματικότητα που βιώνεται καθημερινά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η προέλευση της αποκριάς, mykozani.gr, διαθέσιμο εδώ
- Διονυσιακαί εορταί και μυστήρια, ellinondiktyo.blogspot.com, διαθέσιμο εδώ
- Ανθεστήρια, αποκριές και ψυχοσάββατα στη διαχρονία της Αθήνας, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Απόκριες: τα έθιμα σε όλη την Ελλάδα, gastronomos.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ο «Τρανσβεστισμός» και το καρναβάλι, archaiologia.gr, διαθέσιμο εδώ
- Νιτσιάκος, Β. (2003), Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο, Εκδόσεις Οδυσσέας