Του Γεώργιου Θεοδωρόπουλου,
Ο Παρθενώνας, το σύμβολο της κλασικής διανόησης του «χρυσού» 5ου αιώνα π.Χ., αποτελεί τον υπέρτατο μνημειακό χώρο εν Ελλάδι, έμφορτος με όλον εκείνον τον φιλοσοφικό και πνευματικό αμητό της αρχαιότητας και αντανακλώντας τον κολοφώνα της αίγλης της αθηναϊκής κοινωνίας του Περικλή. Αποτελεί διαχρονικό και προσφιλή πόλο πολιτισμικού ενδιαφέροντος και έλξης επισκεπτών από όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, με χαρακτήρα και συμβολισμό που διαρρηγνύει τα στεγανά όρια της εθνικής και εγχώριας κλίμακας, ακτινοβολώντας τα πανανθρώπινα μηνύματά του σε ολόκληρη – και για ολόκληρη – την Ανθρωπότητα. Η Δημοκρατία, η Φιλοσοφία, η Επιστήμη και, εν γένει, ο Ανθρωπισμός είναι τα κεκτημένα του σύγχρονου Δυτικού Πολιτισμού, τα οποία μετουσιώνονται στην όψη και μόνο του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης των Αθηνών, για τον οποίο ο ιστορικός Θουκυδίδης αναφέρει πολύ εύστοχα πως: «ἡ Ἀκρόπολις ἡ νῦν οὖσα πόλις ῆν».
Η Ακρόπολη των Αθηνών δεσπόζει αγέρωχη εδώ και περίπου 2.500 χρόνια συμβολίζοντας την αέναη ανάγκη του Έλληνα να αναγεννάται από τις στάχτες του. Η αναδόμηση αυτή έγκειται στο οικοδομικό πρόγραμμα, το οποίο εγκαινίασε ο Περικλής με το πέρας των Περσικών Πολέμων, το 479 π.Χ., αποκαθιστώντας πρώτα το αμυντικό σύστημα της πόλης και, έπειτα, ανοικοδομώντας τα κατεστραμμένα ιερά πάνω στον Ιερό Βράχο. Οι εργασίες αποκατάστασης στην Ακρόπολη ξεκίνησαν ετεροχρονισμένα κατά περίπου μια τριακονταετία, καθώς «γεμάτοι ευσεβή θλίψη οι Αθηναίοι άφησαν τούς ναούς τους ερειπωμένους σε ανάμνηση της αισχρότητας των Περσών». Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε να καταδείξει ευρέως στις ελληνικές πόλεις-κράτη το μέγεθος του κινδύνου που πλέον έχει αντιμετωπιστεί, αλλά και το ποιος ήταν ο πραγματικός νικητής των πολέμων, εκθειάζοντας το μεγαλείο της πόλης των Αθηνών. Όπως παρατηρεί ο Wilcken: «[…] η πόλη έγινε έτσι το πνευματικό κέντρο του ελληνικού κόσμου, η “Ελλάς Ελλάδος”, όπως τόσο ωραία αναφέρεται σε μια επιγραφή (Ελλάς Ελλάδος Αθήναι)».
Ο βραχώδης λόφος των Αθηνών ανέκαθεν παρουσίαζε πολιτισμική κινητικότητα, καθώς ήδη από τη νεολιθική εποχή εμφανίζει ίχνη κατοίκισης. Ωστόσο, ο χώρος αποκτά τη – μέχρι σήμερα – ιερότητά του κυρίως από τον 8ο αιώνα π.Χ, όπου και ανεγείρεται εν ονόματι της προστάτιδας θεάς Αθηνάς, ο ομώνυμος ναός της Αθηνάς Πολιάδος. Η μεγαλύτερη και ιερότερη γιορτή της αρχαίας Αθήνας, τα Παναθήναια, καθιερώθηκαν το 566 π.Χ επί επωνύμου άρχοντος Ιπποκλείδου∙ ενώ επί του τυράννου Πεισιστράτου και έκτοτε το ιερό απέκτησε ενεργότερο ρόλο στη θρησκευτική ζωή της πόλης. Εκείνη την εποχή, πάνω στον βραχώδη λόφο σμιλεύθηκε και το πρώτο μνημειακό συγκρότημα, το οποίο αποτελούνταν από το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, μια πρώιμη μορφή προπυλαίων και τον «Αρχαίο ναό» (ή «Εκατόμπεδο νεώ» ή «Παρθενώνα Ⅰ»), τον οποίο διαδέχθηκε μετά και τη νίκη στον Μαραθώνα το 490 π.Χ., ο «Παρθενώνας ⅠⅠ» που καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Πέρσες.
Η κυριότερη αιτία ανέγερσης ενός νέου ναού αφιερωμένου στην προστάτιδα της πόλεως, την Αθηνά Παρθένο, οφείλεται στην πανάρχαια πρακτική των αρχαίων Ελλήνων να χρησιμοποιούν τους ναούς τους – εκτός από χώρους λατρείας του θείου – και ως θησαυροφυλάκια. Το 478 π.Χ. ιδρύεται η Δηλιακή Συμμαχία, η οποία, αρχικά, ήταν μια ένωση των πόλεων – κρατών που ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της Αθήνας και με τον συνασπισμό τους εγγυούνταν την απόκρουση κάθε ενδεχόμενης μελλοντικής εισβολής των βαρβάρων στον ελλαδικό χώρο.
Ωστόσο, στην πορεία η Συμμαχία – η οποία, αρχικά, συνεδρίαζε στη Δήλο – δεν άργησε να μετατραπεί σε αθηναϊκή ηγεμονία, καθότι ο Αθηναίοι ως πολιτικά και στρατιωτικά ισχυρότεροι εκμεταλλεύθηκαν τη θέση τους και οικειοποιήθηκαν σταδιακά τον συμμαχικό πλούτο, τον οποίο και τελικώς μετέφεραν το 454 π.Χ. στην Αθήνα. Έτσι, πέντε έτη αργότερα, η Εκκλησία του Δήμου επικυρώνει δια ψηφίσματος την έναρξη των εργασιών ανέγερσης ενός ναού, ο οποίος θα κατείχε διττό ρόλο· αφενός, τη λατρεία της θεάς Αθηνάς και, αφετέρου, τη φύλαξη του χρυσού της Συμμαχίας∙ όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Richard Neer: «η πιο ασφαλής τοποθεσία στην Αθήνα ήταν η Ακρόπολη και ήταν παλιά παράδοση οι Έλληνες να χρησιμοποιούν τους ναούς για εναπόθεση του δημόσιου πλούτου».
Η εποπτεία των εργασιών ανατίθεται στον Ικτίνο και στον Καλλικράτη και έτσι ο ναός ολοκληρώνεται αισίως το 438 π.Χ. Ο σπουδαίος γλύπτης Φειδίας και το εργαστήριό του κατείχε την αποκλειστική ευθύνη του γλυπτού διακόσμου του ναού, ενώ, ακόμα, φιλοτέχνησαν το περιβόητο Χρυσελεφάντινο Άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, το οποίο ήταν τοποθετημένο στο εσωτερικό του ναού και τα χρυσά του ενδύματα αποτελούσαν τα αποσπώμενα μέλη του συνόλου των αποθεμάτων της πόλης σε χρυσό. Έναν χρόνο αργότερα, ο Μνησικλής ξεκινά τις εργασίες ανέγερσης των νέων Προπυλαίων, οι οποίες πέντε έτη αργότερα διακόπτονται βιαίως λόγω του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Το Ερέχθειο, αφιερωμένο κατά κύριο λόγο στην Αθηνά Πολιάδα, στον Ποσειδώνα Ερεχθέα και δευτερευόντως σε διάφορες αττικές θεότητες, ολοκληρώθηκε ετεροχρονισμένα – λόγω του θανάτου του Περικλή και της εξέλιξης του πολέμου – το 409 π.Χ. Τέλος, ο τετράστυλος αμφιπρόστυλος ιωνικός ναός της Αθηνάς Νίκης – του οποίου η ζωφόρος αντλούσε τη θεματολογία της από τα κατορθώματα των Ελλήνων και της νίκης τους κατά των Περσών – συμπληρώνει επάξια την αρχιτεκτονική αρτιότητα του Βράχου, καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η βιβλιογραφία, πρόκειται για ένα «μικρό ιωνικό κόσμημα».
Αυτά, λοιπόν, ήταν και τα κυριότερα κτίσματα της Ακρόπολης των Αθηνών έως και τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.∙ ενώ δε θα έπρεπε να παραλειφθεί πως κατ’ ουσία το οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας του πρόωρου χαμού του, αλλά και του εν εξελίξει πολέμου, παράγοντες που εξασθένισαν την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ισχύ της πόλης. Άξιο απορίας αποτελεί δυνητικά πως: αν οι ιστορικές εξελίξεις ευνοούσαν την ολοκληρωτική ανάπτυξη του οράματος του Αθηναίου πολιτικού, ποια θα ήταν, άραγε, η όψη και η διαχρονική απήχηση του – ήδη – υπέρλαμπρου αυτού μνημείου; Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, η πρωτοβουλία της αθηναϊκής κοινωνίας και των ταγών της ήταν η ωστική δύναμη σχηματισμού της σημερινής εικόνας του Ιερού Βράχου, καθ’ ην στιγμήν το μνημείο φέρει απροκάλυπτα τις φθορές των δυο χιλιάδων – και πλέον – ετών που έχουν μεσολαβήσει.
Προτρεπτικά θα λέγαμε πως οι πολίτες και η πολιτεία του 21ου αιώνα, για το ελάχιστο που οφείλουν να μεριμνούν είναι, αφενός, η εντατικοποίηση της ερευνητικής διαδικασίας γύρω από την ιστορία και τα πεπραγμένα της και, αφετέρου, η διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας και διατήρησης της ζώσας εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Μια υγιής και ευνομούμενη κοινότητα ανθρώπων φέρει βαρύνουσα ευθύνη σχετικά με την καλλιέργεια και ενδυνάμωση της «συλλογικής μνήμης» και την εδραίωση της «εθνικής ταυτότητας», εν ονόματι της Λογικής και προς όφελος όλων των οργανικών της μελών. Ο Ισπανός φιλόσοφος George Santayana είχε διατυπώσει τη ρήση πως: «όποιος δεν γνωρίζει το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει».
Θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να πει πως η φράση αυτή ενέχει μια δόση υπερβολής, αν, όμως, δεχθούμε πως ο άνθρωπος είναι αυτός ο οποίος με το βουλέυειν και το πράττειν καθορίζει ως επί το πλείστον την τύχη του, τότε είναι βέβαιο πως ο άνθρωπος ανά τους αιώνες – κατά βάση – δεν έχει υποστεί καμία μεταβολή στον ψυχισμό του και διακατέχεται από την ίδια ακριβώς μεγαλομανία, φιλαρχία και παντός άλλου είδους πάθος∙ όπως, φυσικά, διακατέχεται και από τα ίδια ευγενή αισθήματα αγάπης, δημιουργικότητας, συλλογικότητας. Ως εκ τούτου, είναι αναντίρρητο πως η γνώση του παρελθόντος αποτελεί ταυτοχρόνως και προνόηση του μέλλοντος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πλάντζος, Δ. (2016), Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία, Αθήνα: Εκδόσεις Κάπον.
- Wilcken, U. (2015), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Παπαζήση,
- Mossé, Claude , Annie Schnapp – Gourbeillon (2015), Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας: (2.000 – 31 π.Χ.), Μτφρ. Λ. Στεφάνου, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμας.
- Neer, R. T. (2018), Τέχνη και Αρχαιολογία του Ελληνικού κόσμου: περ. 2500 – περ. 150 π.Χ, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.