Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Στην πολιτική, ειδικά σε ό,τι αφορά την οικονομία και το εμπόριο, οι κυβερνώντες αναγκάζονται να κάνουν ιδεολογικές «εκπτώσεις», σε σημείο που να παρεκκλίνουν μέχρι και από την προεκλογική τους ατζέντα. Ως έναν βαθμό, αυτό είναι επιτρεπτό, αλλά και απαραίτητο, ώστε μια Κυβέρνηση (και ευρύτερα ένα κόμμα) να επιβιώσει στον χρόνο. Παράλληλα, μπορεί να έχει την ευελιξία να συνεργαστεί και να σχηματίσει Κυβέρνηση με άλλα κόμματα, ώστε να μην υπάρξει πολιτικό αδιέξοδο και να αποφευχθεί ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση στη χώρα, που θα επιφέρει πολυεπίπεδες δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις για κάθε κοινωνικό στρώμα.
Δεν είναι λίγες οι φορές που κόμματα, κυρίως του κέντρου και της κεντροδεξιάς, παρουσιάζονται ως οικονομικά φιλελεύθερα, υπέρμαχα της ελάχιστης δυνατής κρατικής παρεμβατικότητας. Πολιτικοί που στο όνομα της φιλελεύθερης ιδεολογίας τάσσονται κατά των επιδοματικών πολιτικών και στοχεύουν να διαμορφώσουν ένα φιλοεπενδυτικό επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά τελικώς διαχρονικά χαρακτηρίζονται από κρατισμό, επιτυγχάνοντας τη διόγκωση του κράτους.
Σε αυτό το σημείο, θα ταίριαζε, εν μέρει, η φράση της σύγχρονης αριστεράς – και ειδικότερα των νέο-μαρξιστών – που ονοματίζουν αυτά τα κόμματα ως «νεοφιλελεύθερα», εννοώντας τις πολιτικές ομάδες που «στο όνομα της μη-παρεμβατικότητας επιδεικνύουν πάθος για παρεμβατικότητα». Βέβαια, η σημασία αυτής της πρότασης εννοείται εντελώς διαφορετικά από εμένα σε σχέση με τα πορίσματα της σύγχρονης αριστεράς… όπως, επίσης, και ο όρος «νεοφιλελευθερισμός», που αποτελεί μια έννοια που προκαλεί σύγχυση και αλλάζει η σημασία της ανά τα χρόνια και ανά τις ηπείρους.
Ερχόμενοι στο κύριο θέμα του άρθρου, ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το κυβερνών κόμμα στην Ελλάδα. Βέβαια, οι συγκυρίες (Covid-19, ενεργειακή κρίση, κ.λπ.) δεν επέτρεψαν σε καμία περίπτωση να πραγματοποιηθεί πλήρως και ομαλά το μεταρρυθμιστικό έργο σε οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, λίγο καιρό πριν τις εκλογές, οι επιδοτήσεις, οι ελαφρύνεις και, ευρύτερα, οι δημοσιονομικές επεκτάσεις γίνονται αλόγιστα. Για κάθε ζήτημα που ταλάνιζε την οικονομία και μείωνε την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών η λύση ήταν ένα – ουσιαστικά – ανεπαρκές και αναποτελεσματικό επίδομα για τα μάτια του κόσμου.
Την τελευταία τριετία, περίπου € 55 δις δαπανήθηκαν σε βοηθήματα και επιδόματα, με πολλά από αυτά να μην έχουν αξιοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο. Επιπροσθέτως, όταν υπάρχει ανάγκη για προσφορά επιδομάτων, λόγω των εξελίξεων στην εγχώρια και τη διεθνή οικονομία, πρέπει να δίνονται με αυστηρά κριτήρια. Ειδικά σε μια περίοδο πληθωριστικής κρίσης, αυτά πρέπει να δίνονται αποκλειστικά για τα αγαθά πρώτης ανάγκης, καθώς και σε άτομα που βρίσκονται σε χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια. Για παράδειγμα, σε προηγούμενο άρθρο αναφέρθηκα στις επιδοτήσεις για την ενέργεια, οι οποίες δίνονταν σχεδόν σε όλους, χωρίς να υπάρχουν τα απαραίτητα όρια κατανάλωσης. Σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, μάλιστα, τα κριτήρια για την παροχή επιδομάτων ήταν ακόμα πιο χαλαρά.
Εκτός από το γεγονός ότι τέτοιου είδους δημοσιονομικά μέτρα – που μόνο οπισθοβαρή δεν κατέληξαν να είναι – παρατείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις, καθώς ωθούν περαιτέρω την κατανάλωση, αντισταθμίζουν τις επιδράσεις της νομισματικής «σύσφιξης» των Κεντρικών Τραπεζών, με αποτέλεσμα να διαρκούν περισσότερο και αφήνουν την οικονομία της χώρας εκτεθειμένη σε μελλοντικές κρίσεις, αφού θα έχει λιγότερους διαθέσιμους πόρους για να στηριχθεί. Οι δημοσιονομικές επεκτάσεις, σε πολλές περιπτώσεις, οδηγούν σε διόγκωση του δημόσιου χρέους. Αυτό μειώνει τα περιθώρια για περαιτέρω ανάληψη εξωτερικών χρηματοδοτήσεων, αυξάνει το δανειακό κόστος και απωθεί τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην αγορά, αφού οι κίνδυνοι αποσταθεροποίησης οξύνονται συνεχώς.
Ήδη η σημερινή ηγεσία της Κυβέρνησης, εφόσον επανεκλεγεί, θα αφήσει τις υπερβολικές προεκλογικές δαπάνες, ακολουθώντας τις οδηγίες που έχει δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες και εξορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών. Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ της Καθημερινής, θα διατίθενται περίπου € 7 δις ετησίως στον «σταθερό» προϋπολογισμό για την κοινωνική πολιτική. Επιπλέον, από το 2024 και έπειτα, η Ελλάδα θα πρέπει να συμμορφωθεί με το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να σημειώνεται σίγουρα ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 2% με 2,3% του Α.Ε.Π. Τα περιθώρια για έκτακτες δημόσιες δαπάνες καταλήγουν να είναι μηδαμινά, δεδομένου ότι τα μόνιμα μέτρα – μειώσεις φόρων και εισφορών –, που έχουν ήδη ψηφιστεί, εκτιμάται ότι θα κοστίζουν περί τα € 7,5 δις (ετησίως).
Μόνιμα μέτρα που αφορούν τις μειώσεις φόρων και εισφορών, έκτος του ότι είναι πιο δίκαια απέναντι στους πολίτες, είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση ενός οικονομικού περιβάλλοντος με μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Θα βοηθήσουν σημαντικά στη διεύρυνση της αγοράς, στο άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας και θα «λαδωθούν τα γρανάζια» της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Μάλιστα, οι μειώσεις φόρων αποτελούν έναν από τους έξι πυλώνες της «Εθνικής Στρατηγικής για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς», που σχεδιάστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τον Όμιλο του Χρηματιστηρίου Αθηνών, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (E.B.R.D.), την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.). Ειδικότερα, ο τρίτος πυλώνας της στρατηγικής αφορά το «δίκαιο και διαφανές φορολογικό πλαίσιο»: το Υπουργείο Οικονομικών το 2024 θα εφαρμόσει μειώσεις στον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου και στον φόρο χρηματοοικονομικών συναλλαγών, εναρμόνιση της φορολογίας των εταιρικών ομολόγων για όλους τους επενδυτές και θα παράσχει κίνητρα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να εισαχθούν στο ελληνικό χρηματιστήριο, με το συνολικό δημοσιονομικό κόστος να ανέρχεται στα € 50,2 εκατ.
Βεβαίως, θα υπάρξουν και φορολογικές ελαφρύνσεις για τους μισθωτούς της μεσαίας τάξης, εστιάζοντας στα κλιμάκια εισοδημάτων € 20.000 με € 50.000 (ετήσια βάση). Ήδη έχουν πραγματοποιηθεί κάποιες ελαφρύνσεις, οι οποίες, προφανώς, δεν είναι αρκετές, καθώς η συγκεκριμένη οικονομική ομάδα αποτελεί πηγή που προσφέρει λίγο λιγότερο από τα μισά φορολογικά έσοδα για το κράτος, καθώς είναι αδύνατο να φοροδιαφύγει, και συνεπώς αποτελεί την πιο επιβαρυμένη ομάδα της κρίσης χρέους. Επιπρόσθετα, συζητείται να προστεθούν ακόμα δύο κλιμάκια στη φορολόγηση εισοδημάτων από ακίνητα, ώστε να περιοριστεί το φορολογικό βάρος στα εισοδήματα που προέρχονται από τέτοιου τύπου δραστηριότητες.
Συνοψίζοντας, η πολιτική βρίσκεται, σε γενικές γραμμές, προς τη σωστή κατεύθυνση (τα παραπάνω αποτελούν ενδεικτικά κάποια μέτρα που δρομολογούνται), γίνεται σταδιακά και ελεγχόμενα. Όμως, πρέπει να αντιληφθούμε πως κάθε φορολογική ελάφρυνση πρέπει να υπεραντισταθμίζεται από μείωση στις δημόσιες δαπάνες. Αυτό θα προσφέρει στη χώρα περισσότερες προοπτικές για ανάπτυξη, μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία (συνδυαστικά, πάντα, και με άλλα μέτρα) και, παράλληλα, θα καταγραφεί ραγδαία υποχώρηση στο ποσοστό χρέους προς Α.Ε.Π., όπως και γενικότερη βελτίωση στις μακροοικονομικές μας επιδόσεις.
Ωστόσο, αναμένεται πως πλησιάζει κιόλας η ώρα της «λυπητερής». Η μετάβαση της οικονομικής πολιτικής θα είναι ιδιαιτέρως δύσκολη, όπως, επίσης, ήταν και το άνοιγμα των αγορών μετά τα lockdown. Πάντα, εκεί που κωλύονται οι υπεύθυνοι χάραξης οικονομικής πολιτικής των Κυβερνήσεων είναι στην άσκηση του δημοσιονομικού περιορισμού, πολιτική που είναι αντιδημοφιλής. Θα πρέπει οι πολίτες να ξεσυνηθίσουν – σχετικά απότομα – την κρατική αρωγή, παρόλο που μπορεί να υπάρχει οικονομική στενότητα. Σε αυτό φέρει μεγάλη ευθύνη η σημερινή Κυβέρνηση, λόγω της κακής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος (σε αρκετές περιπτώσεις), εκμεταλλευόμενη λανθασμένα – σε ορισμένα σημεία – τα οφέλη που μας πρόσφερε το Ταμείο Ανάκαμψης και η επαρκής διαχείριση του επιτοκιακού κινδύνου (από τη νομισματική «σύσφιξη»).
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν αρκετά δημοσιονομικά περιθώρια, όπως φαίνεται, για έκτακτα βοηθήματα, που πιθανώς να χρειαστούν στο προσεχές μέλλον. Πιθανόν, ο κύκλος της άσκησης περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από τις Ε.Κ.Τ. και Fed δεν θα κλείσει σύντομα, καθώς, επίσης, ενδέχεται το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων να έχει μακρά διάρκεια, όπως και η ενεργειακή κρίση, παρά την όποια πρόσφατη βελτίωση. Συνεπώς, ο κίνδυνος για το ξέσπασμα μιας ύφεσης είναι ακόμη υψηλός, με τη δυνατότητα αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής χαμηλή…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Στο μικροσκόπιο οι προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων, moneyreview.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το σχέδιο ελάφρυνσης των μισθωτών της μεσαίας τάξης, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Μειώσεις φόρων για να γίνει ελκυστικό το Χρηματιστήριο Αθηνών, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η κάλπη «θέλει» μόνιμες φορο-ελαφρύνσεις για την επόμενη 4ετία, ot.gr, διαθέσιμο εδώ