Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Το ισχύον Αστικό Δίκαιο στη χώρα μας δίνει μεγάλη σημασία στην αρχή της ελεύθερης βούλησης και της αυτονομίας. Με άλλα λόγια, είναι ένας τομέας του ιδιωτικού δικαίου, σχεδιασμένος έτσι ώστε ο κάθε κοινωνός να μπορεί να συμβάλλεται ελεύθερα με τους συμπολίτες του, για να ικανοποιήσει τις εκάστοτε ανάγκες του. Παρά τους όποιους περιορισμούς θέτει η έννομη τάξη στην ιδιωτική αυτονομία, ιδίως για λόγους προστασίας των πιο αδύναμων συμβαλλομένων, είναι γεγονός ότι ο κανόνας στο ιδιωτικό μας δίκαιο είναι συντριπτικά υπέρ ενός νεωτερικού μοντέλου ελεύθερης οικονομίας. Γι’ αυτό και, όπως σπεύδει να κατοχυρώσει ο Αστικός Κώδικας (εξής και ΑΚ) στο άρθρο 34: «Κάθε άνθρωπος είναι ικανός να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις». Τόσο, όμως, για τα δικαιώματα που μπορεί να εξασφαλίσει όσο και για τις υποχρεώσεις που μπορεί να αναλάβει ένα φυσικό πρόσωπο κατά το ισχύον μας δίκαιο, υπάρχει ένα σύνολο κανόνων: πρόκειται για τη δικαιοπρακτική ικανότητα.
Η δικαιοπρακτική ικανότητα δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με την ικανότητα δικαίου, η οποία, σύμφωνα πλέον και με τις διεθνείς συνθήκες και διακηρύξεις για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Διακήρυξη του 1948, Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966), αναγνωρίζεται –ανεξαιρέτως– στον καθένα. Παραδείγματος χάριν, υποκείμενα δικαίου είναι και τα νεογέννητα βρέφη, αλλά δεν μπορούν να συνάψουν δικαιοπραξία. Η διάκριση αυτή είναι σημαντική, καθώς ο νόμος, για λόγους, κυρίως, προστατευτικούς, δεν έχει δώσει τη δυνατότητα σε όλα τα υποκείμενα δικαίου να δικαιοπρακτούν, αλλά μόνο σε αυτά που θεωρεί ότι βρίσκονται σε ηλικιακή και πνευματική ωριμότητα, τέτοια ώστε να μπορούν να αντιληφθούν πλήρως τη σημαντικότητα και το περιεχόμενο των συμβάσεων που συνάπτουν. Ο νόμος, βέβαια, δεν μπορεί να κρίνει κατά περίπτωση το κατά πόσο ένας κοινωνός είναι ή δεν είναι σε θέση να δικαιοπρακτήσει–κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά χρονοβόρο και με αβέβαια αποτελέσματα. Γι’ αυτό, θέτει τα κριτήρια της ηλικίας και της πνευματικής υγείας με τρόπο γενικό και αφηρημένο. Πάντως, ο Αστικός Κώδικας δεν απορρίπτει εντελώς την in concreto κρίση για το αν ένα άτομο είναι ικανό προς δικαιοπραξία, συνεπώς θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το ελληνικό δίκαιο ακολουθεί μια μικτή μέθοδο για την κρίση περί της δικαιοπρακτικής ικανότητας.
Η δικαιοπρακτική ικανότητα ρυθμίζεται στα άρθρα 127 και εξής του Αστικού Κώδικα. Το άρθρο 127 ξεκινά με την πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, η οποία απονέμεται, με βάση το ελληνικό δίκαιο, σε όποιον έχει συμπληρώσει τα 18 έτη, δηλαδή μαζί με την ενηλικίωση. Συνεπώς, αν δεν ισχύει κάποια ειδικότερη διάταξη (π.χ. ανικανότητα ή περιορισμένη ικανότητα), ο ενήλικος πολίτης έχει ικανότητα να συνάψει κάθε δικαιοπραξία με περιεχόμενο που ο ίδιος επιλέγει. Σημαίνει, όμως, αυτό ότι πριν από τα 18 είναι αδύνατον να συναφθεί δικαιοπραξία;
Όπως διαβάζουμε στο άρθρο 128, η πλήρης δικαιοπρακτική ανικανότητα, εκτός από όσους έχουν τεθεί σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση, αφορά και όσους δεν έχουν συμπληρώσει ακόμη το 10ο έτος της ηλικίας τους. Συνεπώς, ένα παιδί κάτω από την ηλικία των 10 δεν μπορεί να συνάψει την οποιαδήποτε σύμβαση. Ειδικότερες είναι και οι ρυθμίσεις του 129 ΑΚ, που ρυθμίζει την περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία. Σύμφωνα με αυτό, τα άτομα που έχουν συμπληρώσει το 10ο έτος, αλλά δεν έχουν ενηλικιωθεί, μπορούν να συνάπτουν περιορισμένες δικαιοπραξίες, όπως και τα άτομα που έχουν τεθεί σε μερική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση.
Τι σημαίνει, όμως, στην πράξη η δικαιοπρακτική ανικανότητα, εάν στο μεταξύ επιχειρηθεί μια δικαιοπραξία; Αν ένα άτομο ανίκανο προς δικαιοπραξία επιχειρήσει μια δήλωση βούλησης, αυτή αντιμετωπίζεται σαν να μην έγινε ποτέ, καθώς είναι άκυρη (130 ΑΚ). Παράλληλα, άκυρη μπορεί να είναι μια δικαιοπραξία ακόμη και αν το άτομο που την κατήρτισε δεν ήταν κατά τη στιγμή εκείνη ικανό, λόγω κάποιας ιδιαίτερης ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μπορούσε να περιορίσει με αποφασιστικό τρόπο τη λειτουργία της βούλησής του (131 ΑΚ). Η κρατούσα γνώμη θεωρεί ότι αυτή την ακυρότητα μπορεί να επικαλεστεί όποιος έχει έννομο συμφέρον, εκτός από τη συγκεκριμένη εξαίρεση που εισάγεται στην 131 παρ. 2 ΑΚ, σχετικά με τους κληρονόμους και τις δηλώσεις βούλησης του κληρονομούμενου. Η παλαιότερη διάταξη 1695 προέβλεπε παρόμοια την προσβολή επαχθών δικαιοπραξιών λόγω φρενοβλάβειας, ενώ η σημερινή διάταξη του 131 αναφέρεται σε έλλειψη συνείδησης και ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές. Βασική έννοια στο 131 είναι αυτή του κρίσιμου χρόνου –εάν κατά τον χρόνο της δικαιοπραξίας κρίνεται ότι το άτομο βρισκόταν σε ώριμη πνευματική κατάσταση, ακόμη και αν εν γένει πάσχει από ψυχικό νόσημα, η δικαιοπραξία δεν είναι άκυρη.
Τα άτομα που βρίσκονται σε περιορισμένη ή γενική ανικανότητα προς δικαιοπραξία μπορούν να τίθενται σε δικαστική συμπαράσταση, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 1666 και επόμενα του ΑΚ. Προϋποθέσεις για να τεθεί ο ενήλικος σε δικαστική συμπαράσταση είναι είτε α) να αδυνατεί να φροντίσει τις υποθέσεις του λόγω σωματικής αναπηρίας, ψυχικής ή διανοητικής ασθένειας ή β) όταν λόγω εθισμών (αλκοολισμός, τοξικομανία, ασωτία), θέτει σε κίνδυνο στερήσεως των αναγκαίων τον εαυτό του ή την οικογένειά του. Σε δικαστική συμπαράσταση μπορούν να τίθενται και οι ανήλικοι στο τελευταίο έτος της ανηλικότητάς τους και ενόσω βρίσκονται ακόμη σε γονική μέριμνα ή επιτροπεία, με τα έννομα αποτελέσματα να λαμβάνουν χώρα μετά την ενηλικίωση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Γεωργιάδης, Α. (2012). Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 4η εκδ. Αθήνα: Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας.