Της Ειρήνης Τσαρούχα,
Συχνά, γίνεται λόγος στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για αναστολή εκτέλεσης της ποινής ενός κατηγορουμένου. Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι μια νομοθετική επιλογή, κατά την οποία δίνεται στον δικαστή, εάν το κρίνει απαραίτητο, η δυνατότητα να αποφασίσει τη μη εκτέλεση της ποινής του καταδικασθέντα, δηλαδή, με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος να μην οδηγηθεί στη φυλακή, αν και έχει πλέον καταδικαστεί. Η αναστολή εκτέλεσης είναι ένας θεσμός του ποινικού μας συστήματος που εναρμονίζεται με τις σύγχρονες δυτικές επιταγές του δικαιοκρατικού κράτους, το οποίο και υπηρετεί, καθώς –στην ουσία– δίνει μια δεύτερη ευκαιρία στον καταδικασθέντα. Η δεύτερη αυτή ευκαιρία δεν είναι ανεξέλεγκτη, αλλά για να μπορέσει ο δικαστής να τη χορηγήσει, θα πρέπει να πληρούνται ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις που τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα και, ειδικότερα, στο άρθρο 99.
Με βάση το άρθρο 99 ΠΚ, αναστολή εκτέλεσης της ποινής χορηγείται μόνο εφόσον έχει επιβληθεί ποινή έως 3 έτη. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, ποινή άνω των 3 ετών, καταρχήν, απαγορεύεται να ανασταλεί και πρέπει –οπωσδήποτε– να εκτελεστεί. Επίσης, στο άρθρο 99 δε μας ενδιαφέρει, εάν το αδίκημα που τελέστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, αρκεί η ποινή που επέβαλλε ο δικαστής να είναι μικρότερη ή, τουλάχιστον, ίση με τα 3 έτη μετά την επιμέτρηση, τη διαδικασία, δηλαδή, κατά την οποία ο δικαστής συνεκτιμά τα στοιχεία του εγκλήματος, τόσο τα αντικειμενικά όσο και τα υποκειμενικά, για να καταλήξει σε μια τελική ποινή.
Με το νέο Ποινικό Κώδικα, μάλιστα, προϋπόθεση είναι μόνο η μη ύπαρξη καταδίκης για έγκλημα δόλου, που να μην ξεπερνά τα 3 έτη. Έτσι, για παράδειγμα, εάν κάποιος έχει προηγουμένως καταδικαστεί για έγκλημα αμέλειας με ποινή 4 ετών, τότε δεν εμποδίζεται η δυνατότητα αναστολής και ο δικαστής υποχρεούται, καταρχήν, να χορηγήσει την αναστολή. Ομοίως, και εάν κάποιος είχε καταδικαστεί κάποτε στο παρελθόν με ποινή φυλάκισης 3 ετών και 6 μηνών, συνολικά, για ένα έγκλημα δόλου και ένα για αμέλειας, όπου η ποινή που του είχε δοθεί ήταν, για παράδειγμα, 2 μήνες και 6 έτη για το δόλου και για το έγκλημα αμέλειας 1 έτος, δεδομένου ότι οι καταδίκες του δεν ξεπερνούν τα 3 έτη σε έγκλημα δόλου, μπορεί να ανασταλεί η ποινή του.
Φαίνεται, λοιπόν, πως ο νομοθέτης θέτει –υπό αυστηρές προϋποθέσεις– την κρίση του δικαστή περί της απόφασής του για μη εκτέλεση της ποινής από τον ένοχο ενός αδικήματος. Πάντως, ο κανόνας είναι η αναστολή και, μόνο κατ’ εξαίρεση, ο δικαστής ενδέχεται να μην τη χορηγήσει. Εάν, όμως, συμβεί αυτό, τότε ο δικαστής, αρχικά, θα εξετάσει εάν αρκεί η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, με βάση το άρθρο 105 ΠΚ και εάν δεν αρκεί ούτε και αυτό, τότε η ποινή αναστέλλεται μόνο μερικώς, με τους όρους του 100 ΠΚ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση χορήγησης της κοινωφελούς εργασίας απαιτείται και συμφωνία του ίδιου του ενόχου, δεδομένου ότι το Σύνταγμα απαγορεύει ρητά την καταναγκαστική εργασία στο άρθρο 22. Τέλος, ο δικαστής μπορεί να κρίνει αναγκαίο να μη χορηγήσει καθόλου αναστολή, γεγονός –μάλλον– εξαιρετικά σπάνιο, δεδομένης της «ανεκτικής φιλοσοφίας» του ελληνικού ποινικού συστήματος, αλλά πάντως θεμιτό.
Η δικαιολογητική βάση της αναστολής συνδέεται με τη λεγόμενη αρχή της ειδικής πρόληψης, με βάση την οποία η ποινή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου δράστη και τον κατάλληλο σωφρονισμό του συγκεκριμένου. Έτσι, ο δικαστής θα κρίνει –σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση– εάν κρίνεται αναγκαία ή μη η αναστολή. Στον παλαιό Ποινικό Κώδικα, η αναστολή προβλεπόταν μόνο για τους λεγόμενους «πρωτόπειρους» εγκληματίες, στους οποίους η πολιτεία επιδείκνυε μια μεγαλύτερη ανοχή, δεδομένου του γεγονότος ότι η εγκληματική τους δράση μπορεί να εμφανίζεται ως μια απόκλιση από την, κατά τα άλλα, σύννομη ζωή τους.
Επίσης, ο σωφρονισμός τους στη φυλακή μπορεί να διαφυλάσσει και αντίστροφα αποτελέσματα, καθώς εκεί θα έρχονταν σε επαφή αποκλειστικά και μόνο με το εγκληματικό στοιχείο και όχι με την κοινωνική τάξη και αποδοκιμασία. Ο νέος Ποινικός Κώδικας, σε μια λογική ενδυνάμωσης της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, επέκτεινε την αναστολή σε κάθε εγκληματία, ανεξαρτήτως εγκληματικού παρελθόντος, εντός, βέβαια, των προϋποθέσεων του άρθρου 99 ΠΚ, τα οποία κάθε δικαστής καλείται να εφαρμόσει απαρέγκλιτα. Επίσης, είναι ορατή η πολιτική θέληση του νομοθέτη να αποσυμφορήσει τις φυλακές.
Η κοινή γνώμη, πολλές φορές, αντιμετωπίζει την αναστολή ως μορφή «κακοδικίας», θεωρώντας πως ο νομοθέτης και, μετέπειτα, οι δικαστές έσφαλαν κατά την κρίση τους, αφήνοντας έναν ένοχο να γλιτώσει τη φυλακή. Ωστόσο, αυτό όχι απλά προβλέπεται, αλλά επιβάλλεται, μάλιστα, από τις συνταγματικές αρχές και τη νομοθεσία της χώρας, όχι ως κάποια μορφή ανοχής στην εγκληματικότητα, αλλά ως ένα μέσο ειδικοπροληπτικού σωφρονισμού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μ. Καϊάφα–Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνίδου–Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, 2021, Αθήνα–Θεσσαλονίκη