Της Κωνσταντίνας Τζανουδάκη,
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Ελλάδα εντάσσεται στις χώρες της νότιας Ευρώπης, στις οποίες επικρατούν δύο ρεύματα. Το πρώτο είναι ο εθνικισμός και το δεύτερο είναι ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός. Και τα δύο συμφωνούν στην ανάδειξη της λαϊκής κυριαρχίας ως βασική προϋπόθεση για την κυριαρχία του έθνους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα εξωτερικά εθνικά ζητήματα να είναι αφορμή για την κρίση στα εσωτερικά πολιτειακά θέματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία, η οποία υπέστη ήττα στα σύνορα του γαλλικού Σουδάν και της βρετανικής Αιγύπτου, γεγονός που αποτέλεσε αφορμή για την άνοδο νέων πολιτικών, όπως ο Georges Benjamin Clemenceau και ο Aristide Briand. Οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλίας επηρέασαν όλες τις χώρες της νοτίου Ευρώπης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ήττα στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 και η πτώχευση του κράτους, η οποία είχε ως συνέπεια τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (ΔΟΕ), οδήγησαν στην ανάδειξη νέων πολιτικών, που ζητούσαν μεταρρυθμίσεις ολιστικού χαρακτήρα. Ο λαός ήταν έτοιμος να εισέλθει σε μια νέα εποχή με το σύνθημα της «Ανορθώσεως», που θα ανέτρεπε τον πελατειακό τρόπο λειτουργίας των κομμάτων, δηλαδή τη φαυλοκρατία, την οποία θεωρούσαν πραγματική τροχοπέδη της εθνικής πορείας. Για αυτό και, όπως υποστηρίχθηκε, ο «ατυχής» πόλεμος ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα του τρόπου λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων.
Ο πρώτος που μίλησε για την επιτακτική ανάγκη μεταρρυθμίσεων ήταν ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Έμεινε στην Πρωθυπουργία για έναν χρόνο και προετοίμασε το έδαφος, ώστε η επόμενη Κυβέρνηση να πραγματοποιήσει τον στόχο της «Ανορθώσεως». Έτσι, λοιπόν, τον επόμενο χρόνο, το 1898 στις εκλογές κέρδισε τα πρωτεία το νεωτεριστικό νεοτρικουπικό κόμμα, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Θεοτόκη. Διαμορφωτής του προεκλογικού προγράμματος ήταν ο Αθανάσιος Ευταξίας, ο οποίος ήταν γνώστης των δημοσίων οικονομικών και πρώην Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης. Συνέταξε το «Μεταρρύθμισις και Ανόρθωσις», δίνοντας έμφαση στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αποτελούν τον προμαχώνα όλων των υπολοίπων. Ακολουθούσαν αλλαγές στον τομέα της διοίκησης, της εκπαίδευσης, του στρατού, του ναυτικού, της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και μεταρρυθμίσεις στον κοινωνικό και στον αγροτικό τομέα. Παρόλα αυτά, οι μεταρρυθμίσεις δεν πραγματοποιήθηκαν.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα εξωτερικά ζητήματα ήρθαν να φανερώσουν τα άλυτα εσωτερικά πολιτειακά θέματα για ακόμα μια φορά. Η έξαρση του Μακεδονικού και του Κρητικού Ζητήματος, οι δυσχερείς σχέσεις με την Τουρκία, της οποίας την Κυβέρνηση ανέλαβε το εθνικιστικό κόμμα των Νεότουρκων (1908), η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας και η αφομοίωση σε αυτή της Ανατολική Ρωμυλίας (1908) αποτέλεσαν αφορμές για τη δεύτερη κρίση στην Ελλάδα. Ο λαός επιζητούσε την «Ανόρθωσιν» που δεν είχε πραγματοποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Οι συντεχνίες και ο Τύπος εκπροσωπούσαν τα λαϊκά στρώματα και πρωτοστάτησαν σε αυτόν τον αγώνα. Η πιο γνωστή εφημερίδα Ακρόπολη στάθηκε κατά των παλαιών πολιτικών κομμάτων και του τρόπου λειτουργίας τους και καλούσε το λαό σε «ειρηνική επανάσταση» έπειτα από την «δημοσιογραφικήν εκστρατεία» που κήρυξε το φύλλο του Γαβριηλίδη. Στο ίδιο ρεύμα συμπορεύτηκε και ο στρατός έχοντας την κάλυψη του τύπου και των συντεχνιών. Ζητούσε την απομάκρυνση των Αξιωματικών από τον Στρατό, που βρίσκονταν υπό την εύνοια του Βασιλιά.
Κορύφωση της ελληνικής Ιστορίας αποτελεί το Κίνημα στο Γουδί και οι εξελίξεις που ακολούθησαν. Μετά από το κίνημα στο Γουδί (1909), η Ιστορία της Ελλάδας χωρίστηκε στον παλαιό πολιτικό κόσμο, στον οποίο εντάσσονταν όσοι καταδίκαζαν το κίνημα και στον νέο πολιτικό κόσμο. Ο Στρατός θα έπαιζε πλέον ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή και θα αποτελούσε αυτόνομο πόλο εξουσίας. Αυτό που οδήγησε τον στρατό να αναλάβει δράση, να ιδρύσει τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και να εκδηλώσει το κίνημα ήταν η επαγγελματοποίηση που είχε συντελεστεί από τη δεκαετία του 1880. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ήταν αυτός που ζήτησε από τον νέο Κρητικό πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει τα ηνία της πολικής της Ελλάδος.
Ο Βενιζέλος είχε την υποστήριξη όλου του ελληνικού λαού και εκπροσωπούσε μια νέα γενιά, που δεν είχε δεσμούς με τα παλαιά κόμματα. Υπερασπιζόταν την «Ανόρθωσιν» και τον εκσυγχρονισμό της χώρας μέσω δραστικών μεταρρυθμίσεων. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του ως τον Έλληνα Κλεμανσώ, διαπνεόμενος και ο ίδιος από φιλελεύθερες ριζοσπαστικές ιδέες. Ακολούθησε ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα, ικανοποιώντας τα αιτήματα των εργατικών στρωμάτων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν έθιξε σε καμία περίπτωση τον θεσμό της Βασιλείας, καθώς και ο ίδιος ο Βενιζέλος ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αποδεκτό από την πλειοψηφία του λαού και το πρόσωπο του Βασιλιά αποτελούσε εγγύηση για τη δανειοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, αλλά και γενικά για την καλή διατήρηση των σχέσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις και, ειδικά, με τη Μεγάλη Βρετανία. Η συγκατάβαση του Βενιζέλου αποτέλεσε μείζονα ιστορικό συμβιβασμό και, παράλληλα, ήταν ο ηγέτης που εκπλήρωσε το σύνθημα της «Ανορθώσεως» στις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι η Ελλάδα να κληθεί να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κλάψης, Αντώνης (2019), Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Αθήνα: Πεδίο.
- Πλουμίδης, Σπυρίδων Γ. (2020), Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης: Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος και βενιζελισμός (1909-1922), Αθήνα: εκδ. Πατάκη.