Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Τις δεκαετίες του 1980 και 1990 αναπτύχθηκε η βιβλιογραφία του αναπτυξιακού κράτους, η οποία εστιάζει στην Ανατολική Ασία και επιδιώκει να βρει τις πηγές της ταχείας ανάπτυξης της Ιαπωνίας του 1950-1960, της Κορέας και της Ταϊβάν του 1960-1970. Η Σιγκαπούρη και ακόμα και το φαινομενικά laissez-faire Χονγκ Κονγκ, αλλά κάπως πιο προσεκτικά η Ταϊλάνδη και η Μαλαισία στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, χρησιμοποιήθηκαν ως μελέτες περίπτωσης για την κατανόηση του αναπτυξιακού κράτους. Η βιβλιογραφία για το αναπτυξιακό κράτος διαφέρει ριζικά όχι μόνο από τις νεοκλασικές θεωρήσεις (οι οποίες τονίζουν τη σημασία των σταθερών μακροοικονομικών πολιτικών και τη σημασία άλλων συμπληρωματικών μεταρρυθμίσεων προσανατολισμένων στην αγορά, με τις πολιτικές εμπορίου και συναλλαγματικών ισοτιμιών να είναι σαφώς στο επίκεντρο), αλλά ακόμα και από εκείνες των ετερόδοξων οικονομολόγων (που επικεντρώνονται αποκλειστικά στην αιτιώδη σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομικών αποτελεσμάτων). Όπως αναφέρει ο Haggard (2018), η βιβλιογραφία δεν ενδιαφερόταν απλώς για τα αποτελέσματα των πολιτικών, αλλά για τις θεσμικές και πολιτικές ρυθμίσεις που τις παράγουν και τις εφαρμόζουν εξ αρχής. Με άλλα λόγια, το βασικό ερώτημα ήταν πώς οι χώρες μετακινούν την πολιτική τους από μια οικονομικά και πολιτικά στρεβλή ισορροπία χαμηλής μεγέθυνσης σε μια πορεία υψηλής μεγέθυνσης.
Η βιβλιογραφία του αναπτυξιακού κράτους προσπάθησε να εκτελέσει ένα δύσκολο αναλυτικό τέχνασμα: να εξηγήσει τα επίπεδα υψηλής μεγέθυνσης – ένα μακροοικονομικό φαινόμενο – επικαλούμενη επιχειρήματα, που τελικά στηρίζονταν στον συντονισμό σε βιομηχανικό ή μικροοικονομικό επίπεδο. Έτσι, η ερευνητική ατζέντα διαμορφώνεται σε πρώτο επίπεδο στο να αναδείξει τη σχέση μεταξύ οικονομικής πολιτικής και ανάπτυξης, που και προσέλκυσε την ευρύτερη προσοχή, επειδή αμφισβήτησε άμεσα τη φιλελεύθερη ορθοδοξία στην ακαδημαϊκή κοινότητα και την αναπτυξιακή πολιτική. Σε δεύτερο επίπεδο, διερευνώνται τα πολιτικά θεμέλια της ταχείας μεγέθυνσης. Η βιομηχανική πολιτική μπορεί να ήταν παρούσα σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά δεν είχε παντού τα ίδια αποτελέσματα. Όπως επισημαίνει ο Haggard (2018), τα ερωτήματα που ανέδειξε η βιβλιογραφία του αναπτυξιακού κράτους αφορούν την πολιτική οικονομία της επιτυχημένης βιομηχανικής πολιτικής και την προέλευση των θεσμών που ήταν ικανοί να διεξάγουν τέτοιες πολιτικές.
Βέβαια, ο Haggard (2018) αναφέρει δύο σημεία που πρέπει να σημειωθούν. Πρώτον, όλοι οι κύριοι υποστηρικτές του αναπτυξιακού κράτους αναφέρουν ότι η κεντρική σημασία της εκβιομηχάνισης για την ανάπτυξη και τη μάθηση έχει μακρά ιστορία. Χαρακτηριστικά, η υποστήριξη της βιομηχανίας, στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, φαίνεται αρκετά καθαρά στην αξιοσημείωτη Έκθεση του Hamilton για τις Βιοτεχνίες (1791/1892). Δεύτερον, το γεγονός ότι οι πολιτικές laissez-faire μπορεί να είναι ακατάλληλες για τις αναπτυξιακά καθυστερημένες χώρες, δηλαδή η ανάδειξη της υποκρισίας των πρώτων εκβιομηχανιστών, παρατηρείται έντονα στις ετερόδοξες περιγραφές της ευρωπαϊκής αναπτυξιακής εμπειρίας του 19ου αιώνα. Επίσης, η θεωρία του Ιάπωνα Akamatsu Kaname “fying geese”, που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, αναφέρει ότι η μελέτη της οικονομικής μεγέθυνσης των αναπτυσσόμενων χωρών οφείλει να λάβει υπόψη τις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των οικονομιών τους και των οικονομιών των προηγμένων χωρών. Το κοινό συμπέρασμα της προγενέστερης βιβλιογραφίας είναι ότι για να καλυφθεί η αναπτυξιακή υστέρηση των χωρών απαιτείται εστίαση στην εκβιομηχάνιση και ότι ο στόχος αυτός δεν είναι πιθανό να επιτευχθεί χωρίς κρατική παρέμβαση και προστασία.
Η βασική εμπειρική διαπίστωση του βιβλίου MITI and the Japanese Miracle του Johnson, γραμμένο το 1982, διαπιστώνει ότι οι Ιάπωνες σχεδιαστές θεώρησαν ότι η οικονομική ανάπτυξη απαιτούσε τόσο πολιτικές «βιομηχανικού εξορθολογισμού», όσο και πολιτικές «βιομηχανικής δομής» (Haggard, 2018). Το βιβλίο συνεχίζει, λέγοντας ότι η γραφειοκρατική καθοδήγηση διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στις πολιτικές βιομηχανικής διάρθρωσης μέχρι τη δεκαετία του 1970 και ήταν σημαντική ακόμα και όσον αφορά τη μετακίνηση της Ιαπωνίας σε βιομηχανίες με μεγαλύτερη ένταση τεχνολογίας. Ο Johnson, αν και δεν ήταν οικονομολόγος, ήταν προσεκτικός στο να προβάλλει αιτιώδεις ισχυρισμούς όσον αφορά τη βιομηχανική πολιτική. Ως οικονομικά στοιχεία ορίζει τις «προσαρμοσμένες στην αγορά μέθοδοι κρατικής παρέμβασης», ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία είναι όλα πολιτικά «μια ελίτ κρατική γραφειοκρατία», «μια πιλοτική υπηρεσία» – όπως το Υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχανίας (Ministry of International Trade and Industry -ΜΙΤΙ) – και ένα «πολιτικό σύστημα» ικανό να αναθέτει αρμοδιότητες σε αυτές τις οντότητες. Ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό του αναπτυξιακού κράτους ήταν η ικανότητά του να πειθαρχεί τον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, το αυτόνομο αναπτυξιακό κράτος της Ιαπωνίας σφυρηλατήθηκε υπό μια ημιδημοκρατική και αυταρχική διακυβέρνηση, ενώ είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας της Νότιας Κορέας χωρίς την αυταρχική στροφή και τη θεμελιώδη αναδιάρθρωση της σχέσης του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα. Όλα τα αναπτυξιακά κράτη διοικούνταν από δεξιά κόμματα/ηγέτες και τα περισσότερα ήταν αυταρχικά.
Η βιβλιογραφία για το αναπτυξιακό κράτος καινοτομεί όχι μόνο σε σχέση με την πολιτική, αλλά και στη σκέψη για τον ρόλο των πολιτικών θεσμών και τα κοινωνικά θεμέλια της ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τα μοντέλα που έδιναν έμφαση στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, το μοντέλο του αναπτυξιακού κράτους έδινε έμφαση στα ισχυρά ή απομονωμένα κράτη, στις συνεκτικές γραφειοκρατίες με άφθονες δυνατότητες και στις ιδιαίτερες σχέσεις κράτους-κοινωνίας. Οι θεσμοθετημένες σχέσεις επιχειρήσεων-Κυβέρνησης υποστήριζαν τους ιδιωτικούς τομείς, μεταξύ άλλων μέσω της διανομής των ενοικίων. Ταυτόχρονα, όμως, αυτές οι ρυθμίσεις περιόριζαν το πεδίο της αναζήτησης κερδοσκοπίας και έθεταν την κυβερνητική στήριξη σε συνάρτηση με τις επιδόσεις του ιδιωτικού τομέα. Τα εργασιακά καθεστώτα, αν και ποικίλα, περιόρισαν τις διανεμητικές πιέσεις στο κράτος και διεύρυναν τη διοικητική αυτονομία, ενώ, παράλληλα, επένδυαν στο ανθρώπινο κεφάλαιο (Haggard, 2018).
Οι οικονομικές και πολιτικές αλλαγές στις δεκαετίες του 1980 και 1990 έθεσαν το ερώτημα κατά πόσο το μοντέλο του αναπτυξιακού κράτους εξακολουθούσε να ισχύει, με αποτέλεσμα να παραγκωνίζεται. Όμως, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποτέλεσε σημαντικό σημείο καμπής, καθώς έθεσε υπό αμφισβήτηση τα αγγλοσαξονικά μοντέλα, εστίασε την προσοχή στη συνεχιζόμενη επιτυχία της Κίνας με μια αυταρχική-κρατική αναπτυξιακή πορεία και έθεσε σε εφαρμογή την αναζήτηση μιας «μετα-Ουάσινγκτον συναίνεσης». Επίσης, και το αναπτυξιακό ζήτημα της Αφρικής αναζωπύρωσε τον προβληματισμό αν η επίλυση των προβλημάτων διακυβέρνησης θα γίνει μέσω της αποδυνάμωσης του κράτους και της επικέντρωσης στην απελευθέρωση της αγοράς, η πολιτική θα πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση της κρατικής ικανότητας και να κάνει σωστές παρεμβάσεις.
Βέβαια, ο Haggard (2018) αναρωτιέται ότι ακόµη και αν το αναπτυξιακό µοντέλο της Ανατολικής Ασίας φαινόταν sui generis, θα µπορούσαν στοιχεία του να αναπαραχθούν αλλού; Θα µπορούσαν τα κράτη να µάθουν να είναι «αναπτυξιακά» τουλάχιστον από ορισµένες απόψεις; Ο Μισσός (2023α) σε πρόσφατη ομιλία του επιγραμματικά αναφέρει ότι ένα ελληνικό αναπτυξιακό κράτος θα αναλάμβανε ενεργό ρόλο στη μεγέθυνση και θα είχε επαρκή ικανότητα επενδυτικής δράσης, με στόχο την αναβάθμιση της προστιθέμενης αξίας, της ανέλιξης της οικονομίας στην ιεραρχία του διεθνούς καταμερισμού και τη διαφοροποίηση της παραγωγής. Αυτά βέβαια, σημειώνει, προϋποθέτουν ικανή και αυτόνομη γραφειοκρατία, ισχυρή πολιτική ηγεσία, προώθηση της αμοιβαίας επωφελής σχέσης κράτους-βιομηχανίας και πολιτικές παρέμβασης προς τη μεγέθυνση. Όπως αναφέρει ο Μισσός (2023β), η Ελλάδα δεν έχει πλέον καν Υπουργείο Βιομηχανίας, ενώ, παράλληλα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνονται επανειλημμένα συζητήσεις για κοινή αγροτική πολιτική, κοινό νόμισμα, κοινή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, αλλά κανένας λόγος για μια κοινή ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική. Οφείλουμε να ξαναδούμε τη βιβλιογραφία του αναπτυξιακού κράτους τόσο για το ελληνικό όσο και για το ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως προτρέπει ο Μισσός (2023α, β) ώστε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα του Haggard (2018).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Haggard, S. (2018). Developmental states. Cambridge University Press.
- Μισσός, Β. (2023β). Οι ανισότητες στην Ελλάδα σήμερα & ο ρόλος του κράτους | Συνέντευξη ENA με τον Βλάση Μισσό, διαθέσιμο εδώ
- Μισσός, Β. (2023α). Θεματικό τραπέζι: «Αναπτυξιακό κράτος» [Κυριακή 29.01] στο συνέδριο «Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο: Στρατηγικές Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας», διαθέσιμο εδώ