Της Ελένης Μπαλγκουράνου,
Εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών, οι οποίες συχνά ανακύπτουν λόγω των συνεχώς μεταβαλλόμενων δημοσιονομικών καταστάσεων, οι δαπάνες των Kυβερνήσεων ενδέχεται να υπερβαίνουν τα τρέχοντα έσοδα είτε από φόρους είτε από άλλες πηγές εσόδων. Όταν ελλοχεύουν τέτοιου είδους δημοσιονομικά ζητήματα, το έλλειμμα που δημιουργείται δύναται να χρηματοδοτηθεί μέσω δανεισμού από εγχώριες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και από πηγές του εξωτερικού ή μέσω της πώλησης των ομολόγων στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία αφορά τη «χρηματοδότηση με εκτύπωση χρήματος».
Ποια είναι, όμως, η διαδικασία που τηρείται από την Κυβέρνηση; Για τη χρηματοδότηση με εκτύπωση χρήματος, σε πρώτο στάδιο, η Κυβέρνηση τυπώνει ομόλογα και μετά τα πωλεί στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία τα αγοράζει, προσφέροντας μια πίστωση στα λογιστικά βιβλία της Τράπεζας. Μετέπειτα, η Κυβέρνηση μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς της μέσω των επιταγών που έχουν κατατεθεί στις εμπορικές τράπεζες. Μέσω των εν λόγω επιταγών, οι τράπεζες επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, με αποτέλεσμα να ωθείται η εκτύπωση νέου χρήματος, διότι τα τραπεζικά ιδρύματα επιθυμούν να διατηρήσουν μέρος νέου χρήματος σε υπόλοιπα μετρητών, ώστε να διαφυλάξει το κοινό. Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό οι τράπεζες να ανταποκρίνονται με γρήγορους ρυθμούς στη ζήτηση του κοινού και να τυπώνεται νέο χρήμα.
Η άνθιση της οικονομικής δραστηριότητας και, παράλληλα, η πλήρης απασχόληση των πόρων προκαλεί άνοδο των τιμών, λόγω των πρόσθετων δυνάμεων της ζήτησης. Αναλόγως με την κατάσταση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων κινείται και ο πληθωρισμός, π.χ. αν το έλλειμμα είναι μέτριο, τότε και ο πληθωρισμός θα είναι μέτριος. Στη δύσκολη περίπτωση που το έλλειμμα είναι μεγάλο, συνεπώς και ο πληθωρισμός, τότε οδηγούμαστε σε ευρεία εκτύπωση χρήματος, γεγονός το οποίο απαιτεί κάθε χρόνο να δημιουργούνται μεγαλύτερες ποσότητες νέου χρήματος. Η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα, με αποτέλεσμα το καταναλωτικό κοινό να χάνει την εμπιστοσύνη του στην αγοραστική δύναμη του χρήματος. Συγκεκριμένα, η ταχεία δαπάνη του χρήματος προκαλεί άνοδο των τιμών με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην είναι σε θέση να αποδεχτεί το χρήμα με κανέναν όρο. Η λύση στο ζήτημα αυτό είναι η αντικατάσταση από μία νέα μονάδα, γεγονός το οποίο αποθαρρύνει τη λογική των αποταμιεύσεων.
Δεν είναι λίγες οι φορές που η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με περιπτώσεις υπερπληθωρισμού. Μεταξύ εκείνων που απασχόλησαν έντονα τον κόσμο, καθώς επήλθε μετά από γεγονότα που συντάραξαν το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, ήταν η γερμανική οικονομία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η γερμανική οικονομία, εκτός από το ό,τι κινούνταν ήδη σε επίπεδα πληθωρισμού της τάξης του 30% κατά την πολεμική περίοδο, αλλά και η σταθερότητα των τιμών που είχε επικρατήσει κατά το 1920, δεν προμήνυαν τον υπερπληθωρισμό που θα ακολουθούσε. Στα επόμενα δύο έτη, το 1922 και 1923, οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη και το φαινόμενο του υπερπληθωρισμού ήρθε στο προσκήνιο. Ως φυσικό απότοκο, το γερμανικό μάρκο απορρίφθηκε, διότι η αξία του είχε ήδη καταρριφθεί.
Όσον αφορά την Ελλάδα, στα χρόνια της πανδημίας και δη τον Μάϊο του 2022, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 11,4% (από τα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας περιόδου). Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά η αντισυμβατική νομισματική επέκταση της Ε.Κ.Τ., γεμίζοντας με υπερβολική ρευστότητα την αγορά τα προηγούμενα έτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., τέτοιες μονάδες είχαν καταγραφεί τελευταία φορά το έτος 1994, όπου σημειώθηκε πληθωρισμός 10,8%. Παράλληλα, συγκριτικά με τον περασμένο Μάιο, εμφανίζεται φανερά αυξημένος κατά 0,7% σε σχέση με το Μάϊο του 2022. Τα αγαθά που πλήττονται πιο άμεσα είναι η στέγαση, η διατροφή και η μετακίνηση, αγαθά τα οποία έχουν αγγίξει το «πληθωριστικό ταβάνι». Το σημερινό ποσοστό πληθωρισμού (7% – Ιανουάριος 2023), το οποίο έχει υποχωρήσει έπειτα από την άσκηση νομισματικής «σύσφιξης» από την Κεντρική Τράπεζα, αλλά και τη σημαντική μείωση των τιμών ενέργειας σε προπολεμικά επίπεδα, προκύπτει μέσω του συνόλου εμπορικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Οι έντονες επιδράσεις των πληθωριστικών τάσεων εμφανίζονται κατά κόρον στα αγαθά με την πιο συχνή κατανάλωση, καθώς μειώνεται η αγοραστική δύναμη πολιτών με σταθερό εισόδημα, διότι δεν μπορούν να διατηρήσουν το ίδιο επίπεδο καταναλωτικών συνηθειών των ζωτικής σημασίας αγαθών.