Του Θανάση Μπούτσικα,
Η ιστορία της μεσαιωνικής Γερμανίας, αν και συναρπαστική, αποτελεί «άγνωστη γη» για τον σύγχρονο αναγνώστη. Μέχρι και σήμερα, όταν ακούγονται οι λέξεις «Δύση-Μεσαίωνας-Αυτοκράτορας» στην ίδια πρόταση, αυτό που προκύπτει είναι εικόνες του Καρλομάγνου να κατακλύζουν την μνήμη μας, ενθυμούμενοι την αναγέννηση που έφερε στην Ευρώπη τόσο στο πεδίο των μαχών, όσο και των γραμμάτων. Όντως, η προσωπικότητα και το έργο του δικαιώνουν την φήμη του, ως ενός επιτυχημένου ηγέτη και πολεμιστή, αλλά πρέπει να θυμηθούμε πως δεν ήταν ο μοναδικός. Σε όλη την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων, πολλοί εκπρόσωποι του γερμανόφωνου κόσμου αναγκάστηκαν να κάνουν ένα βήμα μπροστά για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες των καιρών τους, και ο σημερινός πρωταγωνιστής δεν αποτελεί εξαίρεση.
Σε μια περίοδο ύπαρξης ταραχών, εμφυλίων συγκρούσεων και ισχυρών αντιπάλων όπως ήταν ο δέκατος αιώνας, κλήθηκε να πατήσει πάνω στα θεμέλια των τελευταίων μοναρχών της δυναστείας των Καρολιδών και να γίνει ο νέος πρωταθλητής της Ευρώπης. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Όθωνα Α΄ της Σαξονίας, ο οποίος, μέσα στον μισό περίπου αιώνα της διακυβέρνησής του, κατάφερε να ξεπεράσει τα εμπόδια της εποχής του και να φτιάξει μια νέα κληρονομιά, ισάξια του Καρόλου, φτάνοντας μέχρι και τα τείχη της Ρώμης. Το παρόν κείμενο θα λειτουργήσει ως μια σύντομη παρουσίαση της δράσης του, αλλά ας προηγηθεί πρώτα μια μικρή αναφορά στα γεγονότα που οδήγησαν στην άνοδο του Όθωνα στην εξουσία.
Το 918, ο Κορράδος Α΄, Δούκας της Φραγκονίας και Αυτοκράτορας των Ανατολικών Φράγκων, απεβίωσε ξαφνικά στην ηλικία των τριάντα επτά, έχοντας παραμείνει στον αυτοκρατορικό θρόνο μόλις για μία επταετία. Χωρίς να έχει ορίσει αρσενικό διάδοχο, κάλεσε τον αδερφό του, Έμπερχαρντ, και λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, του μετέφερε την εξής επιθυμία, η οποία θα αποδειχθεί καταλυτική για το μέλλον του βασιλείου: Να στεφθεί ο Ερρίκος, δούκας της Σαξονίας, ως νέος βασιλιάς της Ανατολικής Φραγκίας, όπως και έγινε. Τον επόμενο κιόλας χρόνο, ο Ερρίκος εκλέγεται Ερρίκος Α΄ από την πλειοψηφία των δουκών, που σεβάστηκαν την ευχή του εκλιπόντος μονάρχη. Από την στιγμή που ανέλαβε τα νέα καθήκοντα, ο καινούργιος βασιλιάς στράφηκε προς την διόρθωση των κακώς κειμένων του προκατόχου του, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά.
Η ενδοχώρα μαστιζόταν από επιθέσεις Σλάβων του Βορρά, ενώ η νομαδική απειλή γνωστή ως «Μαγυάροι» φαινόταν όλο και περισσότερο στον ορίζοντα. Αν και πραγματοποιήθηκαν εκστρατείες επί Κορράδου για την ανάσχεση αυτών των κυμάτων, δεν είχαν επιτυχία, καθώς ο ίδιος απασχολούνταν με εσωτερικές διαμάχες που εκδηλώνονταν ανάμεσα στα ισχυρά δουκάτα, μεταξύ των οποίων ήταν και η Σαξονία. Για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην κατάσταση που κληρονόμησε, ο Ερρίκος έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός και να δράσει με μεγαλύτερη συνοχή. Στράφηκε, για αρχή, προς το ζήτημα των δουκών.
Έχοντας εξασφαλίσει την θέση του στην γενέτειρα Σαξονία και την Φραγκονία, κτήση του προηγούμενου βασιλιά, ο Ερρίκος προσπάθησε να φέρει στο το πλευρό του και τα υπόλοιπα ισχυρά δουκάτα, σαν αυτά της Σουαβίας και της Βαυαρίας, κάτι στο οποίο αφιέρωσε σχεδόν την μισή του διακυβέρνηση. Σε αντίθεση, όμως, με τους προγενέστερούς του, που απλά αποσκοπούσαν σε άμεσο έλεγχο των εδαφών αυτών, ο Ερρίκος επέτρεπε στους δούκες να ασκούν την δική τους πολιτική εντός των ορίων των δουκάτων τους, εφόσον τον αναγνώριζαν επίσημα ως τον νέο βασιλιά. Αυτό συνέβαινε ακόμη και σε περιπτώσεις που ο ίδιος αναγκάστηκε να εκμαιεύσει την υποταγή από δούκες-σφετεριστές, όπως ο Arnulf της Βαυαρίας και ο Burchard της Σουαβίας το 919, που μέσα σε δύο χρόνια αποδέχτηκαν την νομιμότητα της βασιλείας του. Με το πεδίο των εσωτερικών να είναι, πλέον «καθαρό», ο Ερρίκος αποφάσισε να ασχοληθεί με τον εξωτερικό παράγοντα.
Από το 921 έως το 924, ο Ερρίκος κατάφερε δύο πράγματα: α) να συνάψει ειρήνη με τον Γάλλο βασιλιά Κάρολο Γ΄, και β) συμφώνησε δεκαετή ανακωχή με τους Μαγυάρους, έπειτα από παραχώρηση φόρου. Αυτές οι ενέργειες είχαν ως σκοπό να παρέχουν τον απαραίτητο χρόνο για την ενίσχυση των οχυρώσεων και την συγκέντρωση ενός στρατού αντάξιου των περιστάσεων. Ωστόσο, δεν επιτεύχθηκαν όλοι οι στόχοι. Λόγω εμφυλίων διαμαχών στην Γαλλία με την άνοδο του Ροβέρτου Α΄, ο Ερρίκος αποφάσισε να περάσει τον Ρήνο και να προσαρτήσει το δυτικό τμήμα της Λωρραίνης (τότε γνωστής ως Λοθαριγγία), για ένα χρόνο, πριν την παραδώσει στον υποταγμένο πια Γιλβέρτο, μαζί με την κόρη του, μετά την εξέγερση του 925. Αλλά και χωρίς την Λωρραίνη, το βασικό σχέδιο του Ερρίκου ολοκληρώθηκε.
Τα αναγκαία μέτρα άμυνας είχαν ληφθεί, και το στράτευμα ήταν έτοιμο. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την υποταγή των σλαβικών φυλών, έδωσαν το έναυσμα για τον Ερρίκο να ακυρώσει την αποπληρωμή του φόρου προς τους Μαγυάρους το 933. Αυτό που ακολούθησε, φυσικά, ήταν ένας νέος γύρος επιδρομών, που είχε ως αποτέλεσμα την συγκέντρωση ενός μεγάλου γερμανικού στρατού, ο οποίος αναχαίτισε την ουγγρική επέλαση στην μάχη του Ριάντ τον Μάρτιο. Έτσι, οι Μαγυάροι άφησαν την γερμανική ενδοχώρα. Ο Ερρίκος συνέχισε τις εκστρατείες και την επόμενη χρονιά, προσθέτοντας την περιοχή του Schleswig (κοντά στην σημερινή Δανία) στην επικράτειά του και φτάνοντας όλο και πιο κοντά στο όνειρο για ενοποίηση των γερμανικών δουκάτων. Παρόλα αυτά, δεν επρόκειτο να υλοποιηθεί. Το 936, ο Ερρίκος Α΄ απεβίωσε, έχοντας μείνει στον θρόνο για σχεδόν δεκαοχτώ χρόνια. Η πολιτική του αν και αποτελεσματική, παρείχε μόνο προσωρινά κέρδη. Νέος κύκλος συγκρούσεων θα ξεκινούσε και ήταν φανερό ότι, το βασίλειο θα χρειαζόταν έναν δυνατό ηγέτη για να τους οδηγήσει. Ακριβώς εδώ είναι που μπαίνει ο Όθων.
Γεννημένος εν έτη 912, ο Όθων ήταν ο γιος του Ερρίκου Α΄ και της δεύτερης συζύγου του, Ματίλντας. Αν και οι διαθέσιμες πηγές μας δίνουν λίγα στοιχεία σχετικά με τα παιδικά του χρόνια, φαίνεται πως ο Όθων ήταν κοντά στον πατέρα του, παίρνοντας μέρος ακόμη και σε κάποιες από τις εκστρατείες του. Το 930, νυμφεύεται την Έντιθ, κόρη του Εδουάρδου του Γηραιού της Αγγλίας, όπως είχε κανονιστεί από τον πατέρα του, στην προσπάθεια ένωσης των δύο σαξονικών βασιλείων. Ήταν, επίσης, εκείνη την περίοδο που γνωστοποιήθηκε η θέση του Όθωνα ως του μοναδικού διαδόχου του Ερρίκου, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια επίσημη εκλογή από τους δούκες, σύμφωνα με το δίκαιο των Καρολιδών.
Η στέψη έλαβε χώρα το 936, στην παλιά πρωτεύουσα του Καρλομάγνου, το Άαχεν, και πραγματοποιήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Χιλδεβέρτο του Μάιντς. Αν και πρόκειται για απόφαση του Ερρίκου, παρατηρούνται χαρακτηριστικά που καθόρισαν την διακυβέρνηση του Όθωνα. Η στέψη από αρχιεπίσκοπο, η παραμέληση των δουκών, μέχρι και η είσοδος με ανατολική φραγκική ενδυμασία αντί σαξονικής, είναι σημάδια της νέας γραμμής του Όθωνα. Για αυτόν, το μόνο επιτυχημένο μοντέλο βασιλείας ήταν αυτό του Καρλομάγνου, το οποίο ήθελε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του μονάρχη, καμία αυτονομία στους δούκες και ενισχυμένη θέση του κλήρου. Αυτά, ωστόσο, εξόργισαν την εκπροσώπους της αριστοκρατίας, αρχίζοντας ξανά την διαμάχη για τον θρόνο.
Για περίπου είκοσι χρόνια από την άνοδο του στον θρόνο, ο Όθων έπρεπε να αντιμετωπίσει αρκετές εξεγέρσεις κατά της εξουσίας του, τόσο από δούκες όσο και από μέλη της οικογένειας του. Στο διάστημα 938-943 κατέστειλε δύο εξεγέρσεις, στις οποίες ήταν εμπλεκόμενος ο αδερφός του, Ερρίκος, μαζί με τους δούκες της Βαυαρίας, Λωρραίνης, και τον βασιλιά της Γαλλίας. Μετά την νίκη του Όθωνα, παρενέβησαν και η μητέρα και η αδερφή του για να τον αποτρέψουν από το να εκτελέσει τον Ερρίκο, όπως έκανε με τον ετεροθαλή αδελφό του Θάνκμαρ. Η σημαντικότερη, όμως, ήταν αυτή του γιου του, Λίουντολφ. Το 952 η δεύτερη σύζυγος του Όθωνα, Αδελαΐδα της Ιταλίας, επιθυμούσε να προσαχθούν οι γιοι της ως διάδοχοι του θρόνου αντί ο πρωτότοκος του Όθωνα. Φυσικά, τέτοια σκέψη εκνεύρισε, εκτός του Λίουντολφ, και άλλους αριστοκράτες, που φοβόντουσαν ότι χάνονται οι γερμανικές βάσεις του βασιλείου. Μπροστά σε αυτό δεν χωρούσαν συμβιβασμοί, και έτσι εξεγέρθηκε ενάντια στον πατέρα του, με την στήριξη του θείου του, Κορράδου της Λωρραίνης. Παρά κάποιες επιτυχίες, οι πρωτεργάτες έχασαν τους τίτλους τους και αναγκάστηκαν να υποταχθούν το 955. Αλλά δεν ήταν το χειρότερο αυτό. Εξαιτίας του εμφυλίου, οι παλιοί εχθροί του κράτους, οι Μαγυάροι, εκμεταλλεύτηκαν το χάος που είχε προκληθεί και άρχισαν καινούργιες επιδρομές. Από εκείνη την στιγμή ο Όθων ήξερε ότι έπρεπε να δώσει ένα τέλος.
Τα βασιλικά στρατεύματα συνάντησαν τους Ούγγρους στην περιοχή του Lechfeld, δίχως πια τους περισπασμούς της εμφύλιας διαμάχης. Στην μάχη που ακολούθησε τον Αύγουστο, ο Όθων, αν και είχε αριθμητικό μειονέκτημα, κατάφερε να νικήσει την δύναμη των νομάδων, διώχνοντας τους οριστικά από τα εδάφη του. Ποτέ ξανά δεν πέρασαν τα σύνορα. Αφού, λοιπόν, τακτοποίησε το ουγγρικό ζήτημα, ο Όθων κινήθηκε προς την Ιταλία, βλέποντας τον εκθρονισμένο βασιλιά Βερεγγάριο να επαναστατεί ξανά, απειλώντας αυτήν την φορά και παπικά εδάφη. Με υποσχέσεις από τον Ιωάννη ΙΒ΄, ο Γερμανός βασιλιάς πορεύθηκε νότια και απώθησε τους στασιαστές. Προς ανταμοιβή του, αυτός και η σύζυγός του στέφθηκαν αυτοκράτορες στην Ρώμη, το 962. Για τα επόμενα χρόνια, ο Όθων απασχολήθηκε αρκετά με τα της ιταλικής χερσονήσου, λαμβάνοντας και μέρος σε θέματα παπικής εκλογής. Εγκαταστάθηκε αργότερα στην Ρώμη, που έγινε το νέο του κέντρο αποφάσεων.
Από εκεί στόχευε στην επέκταση των ιταλικών κτήσεων, ενώ φρόντιζε ότι δεν θα γινόταν κάποια κίνηση ως προς τα εκκλησιαστικά χωρίς την έγκριση του. Σε αυτές τις αποφάσεις ήρθε και αντιμέτωπος με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ Φωκά, καθώς ο νότος ήταν υπό την κυριαρχία του, και δεν ήθελε να χρησιμοποιείται ο αυτοκρατορικός τίτλος εκτός της Ανατολικής Ρώμης. Έτσι άνοιξαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο ηγεμόνων σχετικά με τις περιοχές της Κάτω Ιταλίας, οι οποίες επισφραγίστηκαν με έναν γάμο μεταξύ του γιου του Όθωνα, Όθων Β’ (συν-αυτοκράτορα από το 967) και μιας βυζαντινής ευγενικής καταγωγής.
Η τελετή έγινε το 972 μεταξύ του Όθωνα Β΄ και της Θεοφανούς, ανιψιάς του νέου αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος έδωσε και επίσημη αναγνώριση των τίτλων του Όθωνα. Ωστόσο, η χαρά δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ. Τον επόμενο χρόνο, ο Όθωνας απεβίωσε, μετά από τριάντα επτά χρόνια στην εξουσία. Η βασιλεία του θεωρείται από τις πιο επιτυχημένες στον μεσαιωνικό γερμανόφωνο χώρο, και ειδικά σε σχέση με τους επόμενους εκπροσώπους της δυναστείας, η οποία φέρει το όνομα του Όθωνα Α΄ για αυτόν τον λόγο (αν και εγκαθιδρύθηκε από τον πατέρα του). Όσο για τον ίδιο τον Όθωνα, απέδειξε ότι ήταν αντάξιος της κληρονομιάς του Καρλομάγνου, και μέχρι σήμερα, θεωρείται ως ένας από τους γενάρχες του γερμανικού έθνους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Arnold Benjamin, (1997), Medieval Germany 500-1300: A Political Interpretation, London: Macmillan Education.
- Barraclough, Geoffrey, (1946), The Origins of Modern Germany, Oxford: Alden Press.
- Brittanica, Otto I, Διαθέσιμο εδώ
- Brittanica, Henry I, Διαθέσιμο εδώ