Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η τυπική απόσυρση του Κώστα Καραμανλή από την κεντρική πολιτική σκηνή επισημοποιήθηκε με τη δήλωσή του ότι δεν θα είναι υποψήφιος βουλευτής στις προσεχείς εκλογές. Ουσιαστικά, αυτό είχε επέλθει από το 2009, όταν και ηττήθηκε κατά κράτος κι έκτοτε παραμένει σιωπηλός τόσο για τα κυβερνητικά του πεπραγμένα, όσο και για τις εξελίξεις στη χώρα. Άραγε τι αφήνει πίσω του;
Εισήλθε στην πολιτική ως φορέας ενός βαρέως επιθέτου, αυτού του γενάρχη της Νέας Δημοκρατίας και ιστορικού ηγέτη της ελληνικής Δεξιάς. Οι «βαρόνοι» του κόμματος αντελήφθησαν, μετά την ήττα τους από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του Κώστα Σημίτη, το 1996, ότι ο μόνος τρόπος ν’ αποκτήσει η «γαλάζια» παράταξη προοπτική εξουσίας ήταν η επιστράτευση του ισχυρότερου brand name της. Έτσι, ο Καραμανλής βρέθηκε στο τιμόνι του ενός εκ των δύο πυλώνων του παραδοσιακού μεταπολιτευτικού δικομματισμού.
Η ήττα του στις βουλευτικές εκλογές του 2000, αν και οριακή, δεν ήταν απρόσμενη. Η Ελλάδα είχε μπει σε τροχιά ανάπτυξης, τα έργα που πραγματοποιούνταν ήταν πολλά και μεγάλα και το χρήμα έρρεε άφθονο. Παρά την κυβερνητική φθορά, τις αστοχίες και τα σκάνδαλα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. διέθετε το momentum. Ακόμα, παρά τη συσπείρωση που επετεύχθη στη βάση της Ν.Δ., ένεκα της παρουσίας στην ηγεσία του «διαδόχου», η σύγκριση του τελευταίου με τον Κώστα Σημίτη δεν ήταν υπέρ του. Διότι, παρά τα λάθη του, ο τότε Πρωθυπουργός δεν συγκρινόταν σε σοβαρότητα, ηγετικό προφίλ και αξιοπιστία με τον άπειρο Καραμανλή, ο οποίος δεν διέθετε περγαμηνές και φαινόταν έρμαιο πότε των μεγάλων παραγόντων του κόμματος και πότε γραφικών συνεργατών του, όπως ο δήθεν γκουρού της επικοινωνίας Άρης Σπηλιωτόπουλος. Παρά ταύτα, ενέγραψε υποθήκη για το μέλλον, ως Πρωθυπουργός εν αναμονή κυρίως λόγω της κόπωσης της κοινής γνώμης από την πολυετή διακυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Πράγματι, το 2004, η Ν.Δ. υπό τον Κώστα Καραμανλή επέστρεψε στη διακυβέρνηση της χώρας, μετά από 11 συναπτά έτη. Η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιολογούντων, αλλά και της κοινής γνώμης, θεωρούσε ότι η αναδιάταξη του πολιτικού-κομματικού σκηνικού δημιουργούσε συνθήκες «γαλάζιας» ηγεμονίας με κυβερνητικό ορίζοντα οκταετίας. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. απέφυγε τη συντριβή που κάποιοι προεξοφλούσαν, εν μέρει και με την «πραξικοπηματική» αλλαγή ηγεσίας. Ήταν ηλίου φαεινότερον, όμως, ότι το Κίνημα είχε εισέλθει σε βαθιά και παρατεταμένη εσωστρέφεια. Επίσης, η Ν.Δ. δεν αντιμετώπιζε σοβαρό εκ των δεξιών της κίνδυνο. Κατά συνέπεια, ο Καραμανλής είχε μια μεγάλη περίοδο χάριτος και ένα ισχυρό πολιτικό κεφάλαιο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, όμως, για όποιον διέθεται ιστορική γνώση και στοιχειώδη αντιληπτική ικανότητα, η νεοδημοκρατική διακυβέρνηση τα έκανε μπάχαλο. Εφάρμοσε με θαυμαστή, είναι η αλήθεια, ακρίβεια τις διαχρονικές μεθόδους της ελληνικής Δεξιάς, η οποία ουδόλως φιλελεύθερη είναι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα. Αντιθέτως, είναι βαθιά κρατικίστικη και η πρώτη διδάξασα της λαφυραγώγησης του κράτους. Δεκάδες σκάνδαλα, εκατοντάδες χιλιάδες διορισμοί, τεράστιες σπατάλες, πιστή υπηρέτηση μεγάλων συμφερόντων, εγχώριων και διεθνών, ο απολογισμός της περιόδου Καραμανλή. Στις εκλογές του 2007, ανανέωσε την εντολή διακυβέρνησης της χώρας, επιτυγχάνοντας οριακή αυτοδυναμία. Συνέβη κυρίως εξαιτίας της ανικανότητας του νέο-παπανδρεϊσμού, που μάθαινε «στου κασίδη το κεφάλι». Ήταν φανερό, όμως, ότι η νέα θητεία του θα ήταν βραχεία. Άντεξε δύο χρόνια και φεύγοντας παρέδωσε «καμένη γη».
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την περίοδο 2004-2009, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά € 120 δις περίπου και το έλλειμμα, σύμφωνα με όλους τους αρμόδιους φορείς (Ε.Ε., Eurostat, Δ.Ν.Τ., ΤτΕ), σκαρφάλωσε στο 15,4%. Κατά τ’ άλλα, λίγες ημέρες πριν την εκλογική συντριβή της Ν.Δ., ο Υπουργός Οικονομικών της Γιάννης Παπαθανασίου διαβεβαίωνε ότι βρισκόταν στο 6%. Όλα αυτά, βέβαια, με τη σκανδαλώδη και εγκληματική ανοχή των Ευρωπαίων αξιωματούχων, που κατόπιν δήλωναν σοκαρισμένοι και εξοργισμένοι από τα λεγόμενα greek statistics. Ο πλανήτης είχε εισέλθει για τα καλά στη φάση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και το ελληνικό καράβι όδευε ολοταχώς στα βράχια…
Ο Καραμανλής μοιραία άνοιξε τη διαδικασία διαδοχής του και στήριξε στην εσωκομματική αναμέτρηση τον Αντώνη Σαμαρά, προκειμένου το κόμμα να μην πέσει στα χέρια των Μητσοτάκηδων δια μέσου της Ντόρας Μπακογιάννη. Στο μεταξύ είχε αρχίσει η μοιραία πορεία της χώρας, που την οδήγησε ένα βήμα πριν την καταστροφή και, εν τέλει, την έβαλε στη μνημονιακή δεκαετία. Την ώρα που η χώρα βρισκόταν επί ξυρού ακμής, ο τέως Πρωθυπουργός της δεν μπήκε στον κόπο να παρέμβει δημοσίως, προκειμένου να κάνει την αυτοκριτική του. Άφηνε τους Ηρακλείς του Στέμματος να διασπείρουν γελοίες θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες την κρίση την έφερε το κατ’ αυτούς αχρείαστο πρώτο Μνημόνιο. Η δε Σαμαρική ηγεσία είχε σηκώσει το λάβαρο του αντιμνημονιακού αγώνα, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για πολλές κατοπινές πολιτικές τερατογεννέσεις. Ο Καραμανλής δεν μίλησε ούτε όταν η Ν.Δ. έκανε τελικά τη μεγαλοπρεπέστατη κυβίστηση. Η σιωπή του ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της «στρατηγικής της λήθης»: Όσο λιγότερο εμφανιζόταν στην επικαιρότητα, τόσο λιγότερες συζητήσεις προκαλούσε για τις τεράστιες ευθύνες του. Άλλωστε, όπως όλοι οι πορφυρογέννητοι της χώρας μας, περιφρονούσε βαθύτατα τον ελληνικό λαό, θεωρώντας ότι θα ξεχάσει γρήγορα τα αίσχη του και, σε τελική ανάλυση, δεν θεωρούσε ότι του όφειλε εξηγήσεις. Το κατά πόσο είχε δίκιο φάνηκε στο δημοψήφισμα του 2015. Η δική του δημόσια παρέμβαση όσο και του έτερου πρίγκιπος, Γιώργου Παπανδρέου, για κάθε μία ψήφο που έφεραν στις τάξεις του ΝΑΙ έδιωξαν δέκα…
Κατά την περίοδο των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το σύστημα Καραμανλή όχι μόνο διατηρούσε σταθερά ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με την Πρώτη φορά («ψεκασμένη») Αριστερά, αλλά, τελικά, ανεδείχθη ως τρίτη συνιστώσα της. Από τον Υπουργό Εσωτερικών των 865.000 «γαλάζιων» προσλήψεων στο Δημόσιο, Προκόπη Παυλόπουλο, ως τον αρχι-ΚΥΠατζή Παπαγγελόπο, τα πλοκάμια του Καραμανλισμού λειτουργούσαν ως υποστυλώματα για τους Τσίπρα-Καμμένο. Στήριξε για νέο Πρόεδρο τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Έναν τύπο πρόθυμο να παίξει τον ρόλο του εκλογικού καρπαζοεισπράκτορα του Αλέξη Τσίπρα, μέχρι αυτός να πέσει με τη λογική του «ώριμου φρούτου». Παράλληλα, οι καραμανλικοί θα είχαν χρόνο να ελέγξουν το κόμμα. Εκεί ήρθε το δεύτερο χαστούκι για τον Καραμανλή. Οι νεοδημοκράτες λειτούργησαν με το γνωστό δεξιό ένστικτο αυτοσυντήρησης και εξέλεξαν Πρόεδρό τους τον μόνο εκ των τεσσάρων υποψηφίων που θα μπορούσε να κερδίσει τον Τσίπρα.
Η ανάκτηση του δημοσκοπικού προβαδίσματος σε πρώτη φάση, οι συνεχόμενες εκλογικές επιτυχίες Μητσοτάκη και η τετραετής κυριαρχία του δεν άφηναν άλλα περιθώρια στον Καραμανλή. Οι αντίπαλοι της Ν.Δ. σπεύδουν να ερμηνεύουν την απόσυρσή του και ως ένδειξη δυσαρέσκειας προς τον Μητσοτάκη, ακόμα και πολιτικής του αποδοκιμασίας. Ενδεχομένως να υπάρχει δόση αλήθειας, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ο Καραμανλής αποσύρεται έχοντας πιθανότατα στο μυαλό του την επανάκαμψή του σε ρόλο υποψηφίου Προέδρου της Δημοκρατίας. Θα είναι, άλλωστε, εκτός ενεργού πολιτικής και δεν αποκλείεται από πλευράς ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να προτιμηθεί, προκειμένου να δημιουργηθεί πρόβλημα και εντός Ν.Δ. Δεν αποκλείεται ακόμη κι από το ίδιο του το κόμμα να υπάρξει μια τέτοια κίνηση. Ο ξάδερφος και συνονόματός του Υπουργός, πλασάρεται ήδη ως δελφίνος του Μητσοτάκη. Θεωρείται, όμως, σχεδόν αδύνατο να βρεθούν δύο καραμανλήδες σε τόσο υψηλές θέσεις. Δεν αποκλείεται, επομένως, μια τέτοια πρόταση με στόχο να κάψει έναν εκ των δύο.
Ο Καραμανλής φεύγει όπως ήρθε στην πολιτική: Σιωπηλός. Η σιωπή του αυτή πιστοποιεί την αποτυχία του, μαζί με τ’ αντικειμενικά στοιχεία που δεν επιδέχονται αμφισβητήσεως. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, που κατά τα’ άλλα τον εκθείασε αμέσως μετά την ανακοίνωση απόσυρσής του, ήταν αυτός που το 2015 καταψήφισε το νούμερο δύο του, τον Παυλόπουλο, ως υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εξαιτίας του προτέρου ρουσφετολογικού του βίου, όπως ουσιαστικά αιτιολόγησε την αρνητική του ψήφο. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των δεινών που μπορεί να προκαλέσει στην Ελλάδα η πολιτική της οπισθοδρόμησης. Η κουλτούρα του κοτσαμπασισμού και της παρ’ αξίαν ανέλιξης. Άρρωστες αντιλήψεις που, δυστυχώς, δεν έχουμε αποβάλλει…