Της Ελισάβετ Τσολάκη,
«Γιατί μίλησε τώρα;». Γνωρίζω ότι ο τίτλος δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός και πιθανόν να μην σας έχει προϊδεάσει παντελώς για το θέμα. Ωστόσο, δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο πέρα από την πιο συνήθη ερώτηση που δέχεται η εξής κατηγορία: τα θύματα βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης, όταν παίρνουν το θάρρος να μιλήσουν. Το θέμα μας παραπέμπει πολύ στην εποχή εκείνη του κινήματος #metoo, το 2021, όταν η μια καταγγελία διαδεχόταν την άλλη, και θα συμβάδιζα περισσότερο με την επικαιρότητα αν έγραφα το συγκεκριμένο άρθρο εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά, το φαινόμενο των σεξουαλικών κακοποιήσεων και παρενοχλήσεων είναι κάτι που, δυστυχώς, συμβαίνει πάντα και παντού γύρω μας — και δεν θα σταματήσει να συμβαίνει. Εφόσον, λοιπόν, αυτή είναι η πραγματικότητα που υπάρχει γύρω μας, καλό είναι να ανοιχθεί, να συζητηθεί αυτό το θέμα και να τονιστούν κάποια σημεία, είτε υπάρχει περισσότερο στο προσκήνιο είτε λιγότερο.
Φυσικά, σε μια τέτοια ερώτηση έχουμε όλα τα δίκια να μην απαντήσουμε ψύχραιμα σε αυτόν που την απηύθυνε για το θράσος, την απάθεια και την ψυχρότητά του απέναντι στο θύμα και σε όλο αυτό που υπέστη και για το γεγονός ότι επιχειρεί να ρίξει αλλού τις ευθύνες για τον βιασμό–παρενόχληση πέρα από τον ίδιο τον θύτη, τον ξεκάθαρο και μοναδικό φταίχτη. Ωστόσο, σε αυτό το άρθρο «θα φερθούμε πολιτισμένα» και θα επιχειρήσουμε να δώσουμε όντως απάντηση —που δεν χωράει— σε αυτό το ερώτημα, να αναλύσουμε δηλαδή τις αιτίες για τις οποίες όντως ένα θύμα δυσκολεύεται να μιλήσει, σύμφωνα με έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από ειδικούς ψυχικής υγείας σε τέτοια άτομα.
Αίσθημα ντροπής του θύματος
Ο πρώτος και κύριος λόγος για το οποίο ένα θύμα κωλύεται να μιλήσει για ένα τέτοιο γεγονός είναι η ντροπή που αισθάνεται, ένα συναίσθημα που έχει οποιοσδήποτε άνθρωπος όταν αισθάνεται ότι ηττήθηκε. Αντίστοιχα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, το θύμα ντρέπεται γιατί ταπεινώθηκε, εξευτελίστηκε και δεν μπόρεσε να αποτρέψει κάποιο άλλο πρόσωπο με περισσότερη δύναμη να υπερισχύσει. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι ως άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να έχουμε τον έλεγχο σε όσα μας συμβαίνουν. Ένα τέτοιο γεγονός, λοιπόν, δημιουργεί τρομερά ταπεινωτικά συναισθήματα στο θύμα, ακριβώς γιατί —κατά την κρίση του— δεν μπόρεσε να ασκήσει έλεγχο σε αυτό που του συνέβη. Αισθάνθηκε αβοήθητο, ανήμπορο και αυτή ακριβώς η ταπείνωση οδηγεί στη ντροπή του.
Κατηγορεί τον εαυτό του
Η συγκεκριμένη αιτία σχετίζεται με την ανάγκη που αναφέρθηκε πριν, δηλαδή της αίσθησης του ελέγχου κάποιου στη ζωή του. Επομένως, όσο παράλογο και αν ακούγεται, είναι ευκολότερο για το θύμα να βρει τι έκανε εκείνο λάθος και να ρίξει το φταίξιμο στον εαυτό του, παρά να αποδεχτεί ότι η τύχη του φέρθηκε τόσο σκληρά. Όλο αυτό του αυξάνει τα αισθήματα ενοχής και συνακολούθως, την ντροπή του, με αποτέλεσμα να αποτρέπεται περισσότερο να μιλήσει.
Αρνείται και προσπαθεί να κάνει σμίκρυνση του γεγονότος
Η ντροπή που αισθάνεται σε συνδυασμό με τις ενοχές γι’ αυτό που του συνέβη, το κάνουν να θέλει να το αρνηθεί, να υποτιμήσει τη σοβαρότητά του. Συγκρίνει την περίπτωσή του με άλλες, σοβαρότερες περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης άλλων ατόμων, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό που υπέστη δεν ήταν τόσο τρομερό τελικά, με αποτέλεσμα να μην θέλει να μιλήσει και να το κάνει θέμα. Πολλές φορές, παίζει ρόλο ότι πολλοί από εμάς αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε συμπεριφορές σεξουαλικής παρενόχλησης, νομίζοντας ότι αφορά μόνο ακραία περιστατικά. Ωστόσο, και το να σε φιλήσει κάποιος με το ζόρι μπορεί να θεωρηθεί σεξουαλική παρενόχληση, καθώς εισβάλει στον προσωπικό σου χώρο, ο οποίος είναι 50 εκατοστά απόσταση από εσένα.
Φοβάται τις συνέπειες
Και όταν λέμε συνέπειες, αναφερόμαστε στις εξής παραμέτρους: πρώτον, στις αντιδράσεις από το κοινωνικό περιβάλλον, που πολλές φορές βγάζει φήμες, φτιάχνει σενάρια, ότι πιθανόν το θύμα να θέλει να πλάσει μια ιστορία για να «δημιουργήσει ντόρο» γύρω από το όνομά του και να στρέψει την προσοχή πάνω του, καθώς και την τάση του περιβάλλοντος να το στιγματίσει· δεύτερον, σε σοβαρά αντίποινα που μπορεί να υποστούν από τον θύτη, αν ανοίξουν το στόμα τους. Πολύ πιθανόν να δέχονται απειλές από τον θύτη, όπως ότι θα κάνει κακό σε κάποιο αγαπημένο τους άτομο ή στα ίδια, ότι θα τα απολύσει ή ότι θα τα εκθέσει με κάποιο τρόπο.
Έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση
Μετά από ένα τέτοιο συμβάν, είναι επόμενο η αίσθηση της αυτοαξίας του ατόμου να μειώνεται, πόσο μάλλον αν από πριν δεν ήταν ισχυρή. Δεν έχει καμία υπερηφάνεια για το άτομό του και την αξία του και, φυσικά, καμία υπερηφάνεια να εξωτερικεύσει σε τρίτους τη νέα συνθήκη της ζωής του την ταπείνωση που υπέστη. Και αυτή η λιγοστή αυτοεκτίμηση μειώνεται ακόμα περισσότερο με την απελπισία που ενδεχομένως να αισθανθεί όταν βλέπει και άλλα θύματα που μιλάνε γι’ αυτό που τους συνέβη και υπάρχει μια χλιαρή, αδιάφορη ανταπόκριση της κοινωνίας προς αυτήν τους την εμπειρία και εν τέλει καμία δικαίωση.
Έχει βιώσει αντίστοιχο περιστατικό στην ανήλικη ζωή του
Έτσι, έχει «συνηθίσει» να μην αντιδράει σε περιστατικά βίας και παθαίνει αυτό που λέγεται “freezing effect”, δηλαδή να παγώνει όταν του συμβαίνει ένα τέτοιο περιστατικό, να μην ξέρει πώς να αντιδράσει, να μένει ένα «άψυχο σώμα». Δεν επιχειρεί να κάνει κάτι για να σωθεί, απλά ελπίζει στο μέλλον πως κάποια στιγμή θα σταματήσει να υφίσταται βία.
Αγνοεί τι επιπτώσεις έχει το να σιωπήσει
Και οι επιπτώσεις αυτές είναι άγχος, μείωση της αίσθησης της αξίας του εαυτού, μετατραυματικό στρες, καθώς και σκέψεις να προξενήσουν κακό στον εαυτό τους.
Πιθανά κενά μνήμης, αν ήταν υπό την επήρεια ουσιών
Σε αυτήν την περίπτωση, τα θύματα δεν έχουν το κουράγιο να μιλήσουν, καθώς είναι πολύ πιθανόν να μην βρουν το δίκιο τους, να αμφισβητηθούν από τον κόσμο, να κατηγορηθούν και να κριθούν αρνητικά επειδή έκαναν χρήση, και εντέλει, να μην λάβουν την κατανόηση και την ενσυναίσθηση της κοινωνίας.
Αυτές, λοιπόν, ήταν κάποιες αιτίες που έχουν μελετηθεί από ψυχολόγους και ψυχιάτρους σε επιστημονικές έρευνες, λόγω των οποίων ένα θύμα δυσκολεύεται σε ασύλληπτο βαθμό να μιλήσει.
Και η κοινωνία, με τη στάση της, με τις συντηρητικές αντιλήψεις, δεν βοηθάει καθόλου. Είναι τουλάχιστον αισχρή. Αφού στρέφεται στα θύματα: «Γιατί μίλησες τώρα;», «Τι φόραγες;», «Πόσο ήπιες;», «Του μίλησες και του έδωσες δικαίωμα;». Ένα έλεος. Κάπου ένα «στοπ».
Τέτοιες ερωτήσεις είναι που αποτρέπουν ακόμη περισσότερο τα θύματα να μιλήσουν και, κατά συνέπεια, να δικαιωθούν και από αυτήν τη δικαίωση να αποτραπούν, όσο είναι δυνατόν, ανάλογα περιστατικά. Ο οποιοσδήποτε άνθρωπος έχει περάσει ένα δυσάρεστο γεγονός —ό,τι κι αν είναι αυτό— και βρίσκεται σε άθλια ψυχική κατάσταση, έχει την ανάγκη σε αρχικό στάδιο να πει τον πόνο του σε κάποιον και να εισακουστεί με ενσυναίσθηση, χωρίς να κριθεί, ακόμη και αν έκανε κάτι λάθος. Απλώς να πει αυτά που νιώθει και να γίνει κατανοητή η πλευρά του. Πόσο μάλλον σε θύματα τέτοιων περιστατικών, που έχουν ανάγκη όσο τίποτα άλλο τη συμπόνια μας και τη συμπαράστασή μας και τα οποία δεν έχουν κανένα φταίξιμο. Όσο και αν ήπιαν, όσο «προκλητικά» και αν ντύθηκαν. Καμία συμπεριφορά δεν δίνει σε κανέναν το δικαίωμα να επιβληθεί στον χώρο κάποιου και να τον αναγκάσει να κάνει το οτιδήποτε παρά τη θέλησή του. Για έναν βιασμό–παρενόχληση, ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο ο βιαστής! Και εδώ μπαίνει τελεία και δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή καμία άποψη που προσπαθεί να ισχυριστεί κάτι αντίθετο αυτού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σεξουαλική Παρενόχληση: Γιατί είναι δύσκολο για το θύμα να μιλήσει;, hippocampus-psycenter.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το φαινόμενο του victim blaming, therapia.gr, διαθέσιμο εδώ