Του Νίκου Διονυσάτου,
Για τους γνώστες των γεωπολιτικών του ευρύτερου μετα–σοβιετικού χώρου, μετά την ίδια τη Ρωσία, το Ουζμπεκιστάν αποτελεί, ίσως, τον πλέον ισχυρό αναθεωρητικό παίκτη της Κεντρικής Ασίας. Έχοντας κυβερνηθεί μόλις από δύο Προέδρους από την ίδρυσή του, τον Islam Karimov για 25 χρόνια, και μετά τον θάνατό του, το 2016, από τον Shavkat Mirziyoyev, το Ουζμπεκιστάν πέραν της προνομιακής στρατηγικής του θέσης, διαθέτει σήμερα και ένα ακόμα κρίσιμο πλεονέκτημα σε σχέση με τους γείτονες του. Ακόμα κι αν συνδύαζε κανείς τους πληθυσμούς του Καζακστάν, του Κιργιστάν, του Τατζικιστάν και του Τουρκμενιστάν μαζί και πάλι το γειτονικό τους Ουζμπεκιστάν θα είχε μεγαλύτερο πληθυσμό, ενώ τα ποσοστά γεννήσεών του, αντί να μειώνονται χρόνο με τον χρόνο, δείχνουν να βρίσκονται σε περίοδο εκρηκτικής αύξησης.
Όπως, όμως, είναι λογικό, η δημογραφική υπεροχή των 36 εκατομμυρίων Ουζμπέκων δεν έρχεται χωρίς το τίμημά της. Καταρχάς, η αύξηση του πληθυσμού δεν γίνεται με γεωγραφική ομοιομορφία, αλλά λόγω των κλιματολογικών και οικονομικών συνθηκών που επικρατούν, συμβαίνει εξολοκλήρου στο ανατολικότερο κομμάτι του Ουζμπεκιστάν. Αυτό, βεβαίως, γίνεται ιδιαίτερα προβληματικό αν εξετάσει κανείς τα σύνορα όπως χαράχθηκαν επί Stalin. Το σχέδιο του Κρεμλίνου, όπως και σε όλες τις Δημοκρατίες της Ένωσης, ήταν να μην επιτραπεί η δημιουργία κρατών με σαφείς εθνοτικές πλειοψηφίες. Και αυτό ήταν ακριβώς εκείνο που πέτυχαν και στην περίπτωση του Ουζμπεκιστάν. Συμπαγείς μειονότητες Ουζμπέκων υπάρχουν σε όλα τα γύρω κράτη, ενώ στο εσωτερικό της χώρας, κατά την ανεξαρτησία της, το 1991, υπήρχαν διάφορες πολυπληθείς μειονότητες, όπως Καρακαλπάκι, Καζάκοι, Τατάροι, Ρώσοι και Τατζίκιοι. Οι τελευταίοι, μάλιστα, αποτελούν, σύμφωνα με ανεπίσημες δημογραφικές έρευνες, τον μεγαλύτερο μειονοτικό πληθυσμό και, ταυτόχρονα, ένα υπαρξιακό πρόβλημα. Οι περιοχές των Τατζίκων βρίσκονται πέριξ των συνόρων με το Τατζικιστάν, οι οποίες, εκτός από αυτούς, φιλοξενούν, επίσης, τη συντριπτική πλειονότητα των Ουζμπέκων, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών δραστηριοτήτων του έθνους.
Τα σοβιετικά σύνορα, όμως, είχαν κι ένα ακόμα θνησιγενές χαρακτηριστικό. Στο έδαφος τόσο του Τατζικιστάν, όσο και του Κιργιστάν υπάρχουν εξκλάβια επικράτειας του Ουζμπεκιστάν. Οι Ουζμπέκοι, αφενός, θέλουν να ενώσουν αυτούς τους αποκομμένους θύλακες με τον κορμό της χώρας τους, ενώ οι Τατζίκοι και οι Κιργίζιοι, αφετέρου, θέλουν να τους χρησιμοποιήσουν για να εκβιάσουν την Κυβέρνηση της Τασκένδης. Η στρατηγική σημασία αυτών των εξκλαβίων έχει να κάνει με την απόφαση των Σοβιετικών η κοιλάδα Fergana, η πιο εύφορη περιοχή της Κεντρικής Ασίας, να χωριστεί άτσαλα μεταξύ Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Κιργιστάν. Έτσι, προκειμένου να φτάσει κανείς από την υπόλοιπη επικράτεια του Ουζμπεκιστάν στην κοιλάδα Fergana, εξαιτίας των ορεινών όγκων που την περιβάλλουν, χρειάζεται να περάσει οδικώς από τους θύλακες, αλλά και τις επικράτειες του Τατζικιστάν και του Κιργιστάν. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψιν ότι η κοιλάδα Fergana είναι σήμερα το πολυπληθέστερο, οικονομικά πολυτιμότερο και ταχύτερα δημογραφικά αναπτυσσόμενο τμήμα του Ουζμπεκιστάν, καταλαβαίνει κανείς γιατί η ηγεσία της χώρας ανησυχεί ιδιαίτερα για την περιορισμένη προσβασιμότητά του.
Κι αν όλα αυτά δείχνουν σοβαρά, δεν συγκρίνονται καν με τα ζητήματα στη δυτική επικράτεια των Ουζμπέκων. Διότι, εάν ο Stalin τοποθέτησε τα σαθρά θεμέλια του σύγχρονου Ουζμπεκιστάν, τότε ο Khrushchev και ο Brezhnev έχτισαν την υπόλοιπη οικοδομή. Για αιώνες, η αλμυρή λίμνη Αράλη αποτελούσε, μετά την Κασπία, τη μεγαλύτερη περίκλειστη θάλασσα στον κόσμο. Τη δεκαετία του ’60, ωστόσο, η σοβιετική ηγεσία του Khrushchev πήρε μια κρίσιμη απόφαση για το μέλλον της. Στα πλαίσια της εντατικοποίησης της σοβιετικής αγροτικής παραγωγής, το Κρεμλίνο προώθησε τη δημιουργία αρδευτικών καναλιών κατά μήκος των ποταμών Sir Daria και Amu Darya, οι οποίοι πήγαζαν από τα Ιμαλάια και τροφοδοτούσαν την Αράλη. Εν τω μεταξύ, την ίδια εποχή, προωθήθηκε και η δημιουργία μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων στο Τατζικιστάν και το Κιργιστάν, τα οποία περιόρισαν ακόμα περισσότερο τη ροή των συγκεκριμένων ποταμών. Έτσι, χωρίς την τροφοδοσία του Sir Daria και του Amu Daria, και ούσα στη μέση των ερήμων Karakum και Kyzylkum, η Αράλη άρχισε να στερεύει σταδιακά. Η αλιευτική βιομηχανία, που αποτελούσε την κινητήριο δύναμη της περιφέρειας του Καρακαλπακστάν, μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια καταστράφηκε εντελώς και μέχρι τη δεκαετία του ’90 η θάλασσα είχε ήδη φτάσει στο μακάβριο τελικό στάδιο της ζωής της.
Η ταχύτητα με την οποία εξαφανίστηκε η Αράλη, κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, είχε να κάνει με διάφορους λόγους,΄΄ οι οποίοι πολλαπλασίασαν τις αρδευτικές ανάγκες των καλλιεργειών. Πρώτα απ’ όλα, η κυριότερη καλλιέργεια που παρήγαγε και εξακολουθεί να παράγει μέχρι σήμερα το Ουζμπεκιστάν είναι το βαμβάκι, που ως γνωστόν απαιτεί ούτως ή άλλως τεράστιες ποσότητες νερού για να επιβιώσει. Ωστόσο, σε ένα παράδειγμα του νόμου του Murphy, μια εξέλιξη στη Μέση Ανατολή, οδήγησε τελικά στην περεταίρω ανάπτυξη της βαμβακοπαραγωγής στο Ουζμπεκιστάν. Η Αίγυπτος, όταν αναγνώρισε το Ισραήλ και εξομάλυνε τις σχέσεις της με τη Δύση, βρέθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο του Ψυχρού Πολέμου και σταμάτησε να εξάγει βαμβάκι στους Σοβιετικούς. Το αποτέλεσμα ήταν η προσπάθεια εκτίναξης της εγχώριας παραγωγής από τη Μόσχα. Αυτή η προσπάθεια, όμως, είχε μια κρίσιμη αχίλλειο πτέρνα, η οποία δεν ήταν άλλη από τη γνωστή αναποτελεσματικότητα του σοβιετικού κρατικού μηχανισμού. Εξαιτίας σημαντικών τεχνικών αδυναμιών στα αρδευτικά κανάλια που έφτιαξαν οι Σοβιετικοί, μόνο ένα τμήμα των υδάτων κατέληγε στις καλλιέργειες. Ως εκ τούτου, κάθε χρόνο υπήρχε ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των αρδευόμενων υδάτων, χωρίς να πιάνονται ποτέ οι προσδοκώμενοι στόχοι. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε στη συστηματική χρήση αμφιβόλου ποιότητας παρασιτοκτόνων στο βαμβάκι, των οποίων οι επιπτώσεις τώρα φαίνονται στον γενικό πληθυσμό.
Επιστρέφοντας στην Αράλη, ωστόσο, τη δεκαετία του ’90, καθώς η θάλασσα είχε μικρύνει σε απειλητικό βαθμό, το ποσοστό αλατότητας των υδάτων ήταν 10 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Νεκράς Θάλασσας, όλος ο πληθυσμός των εναπομεινάντων ψαριών είχε εξοντωθεί και όσο η έρημος διεκδικούσε περισσότερο την Αράλη, η περιοχή άρχισε να μοιάζει με μετααποκαλυπτικό σκηνικό. Όπως ήταν φυσικό, η οικολογική διάσταση της καταστροφής είχε και υγειονομικές πτυχές. Στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, οι Σοβιετικοί σε ένα νησάκι στη μέση της Αράλης δημιούργησαν μυστικές ερευνητικές εγκαταστάσεις, στις οποίες πραγματοποιούσαν πειράματα για βιολογικά και χημικά όπλα. Οι δραστηριότητες των εργαστηρίων αυτών συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν τελικά δόθηκε η εντολή στους επιστήμονες που εργάζονταν εκεί να σφραγίσουν κακήν–κακώς τις εγκαταστάσεις και να επαναπατριστούν στη Ρωσία. Κι ενώ η Ουζμπεκική Κυβέρνηση, με τη συνδρομή της διεθνούς κοινότητας, στις αρχές της δεκαετίας του ’00 διερεύνησε τις σοβιετικές εγκαταστάσεις στην Αράλη και τις απολύμανε, έχει υποστηριχθεί ότι η μόλυνση μέχρι τότε είχε επεκταθεί σε όλη τη γύρω περιοχή. Η περιφέρεια του Καρακαλπακστάν έχει υψηλότατα ποσοστά καρκίνων, αναπνευστικών και καρδιαγγειακών νοσημάτων, αναιμίας και στειρότητας, ενώ οι αμμοθύελλές, που χτυπούν ετησίως τις εύφορες ανατολικές περιοχές, γεμίζοντας αλάτι από την Αράλη τις καλλιέργειες, θεωρείται ότι μεταφέρουν και διάφορες επικίνδυνες ασθένειες από εκεί.
Καταλήγοντας, λοιπόν, με αυτές τις τραγικές περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις, θα θέσω το ερώτημα τι επιφυλάσσει το μέλλον για το Ουζμπεκιστάν. Πέραν της κόντρας με το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν, μικρότερης κλίμακας εντάσεις υφίστανται με τις Κυβερνήσεις τόσο του Καζακστάν, όσο και του Τουρκμενιστάν για μια σειρά –κυρίως σοβιετικής προέλευσης– ζητημάτων, ενώ το μολυσμένο και οικονομικά μαραζωμένο Καρακαλπακστάν διεκδικεί την ανεξαρτησία του από το Ουζμπεκιστάν. Η Τασκένδη, ωστόσο, είναι σκληρό καρύδι και δεν πρόκειται να αφήσει τόσο εύκολα την επιφανή της θέση στο διεθνές στερέωμα. Λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, μάλιστα, και εξαιτίας της αδυναμίας της Ρωσίας να επηρεάζει, πλέον, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, το Ουζμπεκιστάν αναμένεται να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο διπλωματικό βάρος, καθώς μετατρέπεται σε περιφερειακή δύναμη. Κι όλα αυτά, ενώ η Κίνα έρχεται δυναμικά να αντικαταστήσει οικονομικά και πολιτιστικά τη Ρωσία μέσω του “Belt and Road Initiative”, στο οποίο το Ουζμπεκιστάν παίζει καθοριστικότατο ρόλο. Το μόνο σίγουρο είναι, επομένως, ότι δεν θα αργήσουμε να ακούσουμε νέα από τον ανερχόμενο αυτό παράγοντα της Κεντρικής Ασίας τα επόμενα χρόνια…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Uzbekistan Asked to Allow Foreign Experts to Investigate Unrest in Karakalpakstan, VOA News, διαθέσιμο εδώ
- What is Karakalpakstan and what is going on there?, Nationalia, διαθέσιμο εδώ
- The Middle Corridor to revolutionize Europe and Asia, Caspian Report, διαθέσιμο εδώ
- Why Russia Destroyed the World’s 4th Biggest Lake, The Real Life Lore, διαθέσιμο εδώ
- Aral Sea Disaster: Why One of the Biggest Inland Seas Dried Up?, Marine Insight, διαθέσιμο εδώ
- The Tajik Tragedy of Uzbekistan, The Diplomat, διαθέσιμο εδώ
- The Difficulties Of Marking Kyrgyzstan’s Borders With Tajikistan And Uzbekistan, Radio Free Europe, διαθέσιμο εδώ
- Central Asia over a Decade: The Shifting Balance in Central Asia between Russia and China, The ASAN Forum, διαθέσιμο εδώ
- Uzbekistan, Encyclopedia Britannica, διαθέσιμο εδώ
- Uzbekistan: Country Profile, Human Rights Watch, διαθέσιμο εδώ