Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Στον δρόμο προς τις βουλευτικές εκλογές, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη κάνει αυτό που, λίγο-πολύ, όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις επιχείρησαν, σε ανάλογη περίοδο: Μοιράζει όσο χρήμα μπορεί και ποντάρει ξεκάθαρα στη σύγκριση με την περίοδο Τσίπρα. Σε αυτό της το εγχείρημα συνεπικουρείται από τις πρόσφατες μνήμες σχετικά με το τι υποσχέθηκε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως Αξιωματική Αντιπολίτευση και τι, τελικώς, έπραξε ως Κυβέρνηση. Αυτό, όμως, που αποτελεί ιδιαίτερο όπλο της είναι το θράσος με το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας πολιτεύεται, θεωρώντας ότι οι πολίτες έχουν μνήμη χρυσόψαρου.
Έχει γραφτεί πολλάκις και είναι λογικό: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι από τους πιο τυχερούς Πρωθυπουργούς της Ελλάδος. Μπορεί επί ημερών του να ενέσκηψαν η παγκόσμια υγειονομική κρίση του κορωνοϊού και η ενεργειακή κρίση, πλην όμως, έχει την αγαθή τύχη να μην αντιμετωπίζει αντίπαλον δέος. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ο αρχηγός του έχουν απαξιωθεί πλήρως στα μάτια της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης. Αιτία ήταν όχι μόνο η περίοδος της διακυβέρνησής τους αυτή καθαυτή, αλλά και η περίοδος που προηγήθηκε. Τότε που το σημερινό κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης χρημάτισε για πρώτη φορά σε αυτή τη θέση, μετά τη βίαιη αναδιάταξη του κομματικού σκηνικού.
Ο Αλέξης Τσίπρας υποσχέθηκε κυριολεκτικά τα πάντα στους πάντες. Ο κατά τα άλλα νέος και άφθαρτος έκανε αυτό για το οποίο κατήγγειλε τον παραδοσιακό δικομματισμό: Αισχρή ψηφοθηρία. Και δικαιώθηκε σε πρώτη φάση, μιας και βρέθηκαν πολλοί Έλληνες που θεώρησαν ότι μια χρεωκοπημένη χώρα, όπως η Ελλάδα, θα μπορούσε ξαφνικά να τους παρέχει όλα αυτά που απολάμβαναν προ κρίσης κι ακόμη περισσότερα, πάντα με τα λεφτά των ξένων. Δεν χρειάστηκε μεγάλο διάστημα από τη συγκρότηση της Κυβέρνησης «πρώτης φοράς Αριστερά» (έστω και με Ακροδεξιό σύμμαχο), προκειμένου να συμβεί αυτό που ο κάθε εχέφρων και ψύχραιμος άνθρωπος μπορούσε να προβλέψει, με τη χώρα να βρίσκεται προ δύο επιλογών: Άτακτη χρεοκοπία, έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη ή νέο σκληρότερο Μνημόνιο. Μετά το δημοψήφισμα παρωδία καταλήξαμε στη δεύτερη εκ των εναλλακτικών. Με μια ταχύτατη προσφυγή στις κάλπες, πριν φανούν τ’ αποτελέσματα της διαπραγμάτευσής του, ο Τσίπρας κατάφερε να ντύσει κι μ’ έναν διάτρητο μανδύα εκλογικής νομιμοποιήσεως τη μεγαλύτερη πολιτική κυβίστηση που έχει υπάρξει από συστάσεως ελληνικού κράτους. Από ηγέτης του αντιμνημονιακού μετώπου, έγινε ο πιο σκληρός μνημονιακός Πρωθυπουργός.
Οι Έλληνες είδαν από πρώτο χέρι τι εστί «περήφανη» διαπραγμάτευση: Από την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ «μ’ ένα νόμο κι ένα άρθρο» φτάσαμε στην αύξησή του. Είχε προηγηθεί η αύξηση του Φ.Π.Α. στα είδη πρώτης ανάγκης με τον Νίκο Φίλη να αναρωτιέται πόσα μακαρόνια τρώμε τέλος πάντων… Καταργήθηκε το ΕΚΑΣ, υπερφορολογήθηκε η μεσαία τάξη, ενώ, ειδικότερα, οι επιστήμονες – ελεύθεροι επαγγελματίες αντιμετώπισαν ένα πρωτοφανές πογκρόμ. Την ίδια στιγμή από το «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» και το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» ήρθαν τα funds στην Ελλάδα για ν’ αγοράσουν κόκκινα δάνεια, ήρθη σε πολύ μεγάλο βαθμό η προστασία της πρώτης κατοικίας και θεσπίστηκαν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, αφού πρώτα είδαμε το τραγελαφικό θέαμα οι ΣΥΡΙΖΑίοι να στέλνουν τα ΜΑΤ σε πρώην συντρόφους τους που επιχειρούσαν να ματαιώσουν τους δια ζώσης. Γνωστό δε, επίσης, ότι η δημόσια περιουσία υποθηκεύτηκε στο Υπερταμείο για 99 χρόνια. Μέσα σε όλα αυτά, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έδιναν κάποιο γλίσχρο εφάπαξ επίδομα σε ορισμένους συνανθρώπους μας, το οποίο βάφτιζαν «13η σύνταξη». Πέραν των υπολοίπων μαύρων στιγμών που έζησε η πατρίδα μας επί Τσίπρα-Καμμένου, τα πεπραγμένα τους στον τομέα της οικονομίας συνέβαλαν τα μέγιστα στις εκλογικές συντριβές που βίωσαν το 2019.
Ο Μητσοτάκης, λοιπόν, ξεκίνησε κάποιες παροχές, οι οποίες προήλθαν αφενός από το «μαξιλάρι» που υπήρχε στο δημόσιο ταμείο, ένεκα της αιματηρής φορολογικής πολιτικής Τσίπρα. Εκμεταλλεύτηκε, επίσης, το γεγονός ότι η δημοσιονομική επιτήρηση της Ελλάδος είναι πιο χαλαρή ενώ, μετά την πανδημία, πέφτουν στη χώρα δισεκατομμύρια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Φυσικά, θα μπορούσε να του ασκηθεί κριτική για το ύψος, τη στόχευση και τη διαφάνεια των παροχών. Από ποιον όμως; Από τον Τσίπρα; Ο Μητσοτάκης δίνει περισσότερα από εκείνον και μειώνει τους φόρους που αυτός αύξησε. Κυρίως, όμως, δεν φαίνεται ανακόλουθος στις υποσχέσεις του. Ο δε Τσίπρας, αντί να απολογηθεί για τα κυβερνητικά του πεπραγμένα, πολιτεύεται λες και δεν κυβέρνησε ποτέ. Έτσι όχι μόνο χάνει τα όποια ψήγματα αξιοπιστίας που του είχαν μείνει, αλλά, επιπλέον, εξοργίζει τον ελληνικό λαό. Διόλου τυχαίο, λοιπόν, το ότι δεν πείθει.
Στην πολιτική, όπως και στη ζωή γενικότερα, το θράσος είναι προσόν, σε λογικά πλαίσια. Ο Τσίπρας, όμως, έχει απολέσει το μέτρο εδώ και καιρό. Η ανεπάρκειά του κάνει κακό στην ίδια τη Δημοκρατία, μιας και η σημερινή Κυβέρνηση είναι εν πολλοίς ανεξέλεγκτη με ό,τι αυτό σημαίνει για τους θεσμούς, τη διαφάνεια, την αναγκαία ισορροπία που απαιτείται.