Της Ιωάννας Λυμιώτη,
Όλες οι γυναίκες, από τη στιγμή που αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική πραγματικότητα και τη θέση μας σε αυτή, έχουμε έρθει αντιμέτωπες με σεξιστικά φαινόμενα, είτε με τη μορφή άμεσων επιθέσεων, είτε υπό την κάλυψη της παθητικής επιθετικότητας. Και τις δυο αυτές εκφάνσεις του σεξισμού, όταν προέρχονται από το άλλο φύλο, έχουμε σταδιακά μάθει να τις αναγνωρίζουμε και να τις αντιμετωπίζουμε κατάλληλα. Τι συμβαίνει, όμως, όταν ο μισογυνισμός δεν προέρχεται από άνδρες, αλλά από γυναίκες;
Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για Εσωτερικευμένο Μισογυνισμό, ο οποίος παρατηρείται σε γυναίκες των οποίων η τοποθέτηση στην πατριαρχική κοινωνία και η συνεχής έκθεσή τους στα έμφυλα στερεότυπα έχει συντελέσει στην πλήρη αφομοίωση των σεξιστικών αντιλήψεων και την ενσωμάτωσή τους στην κοσμοθεωρία τους. Οι γυναίκες αυτές έχουν εσωτερικεύσει τις πατριαρχικές πεποιθήσεις σε τέτοιο βαθμό, που αντιμετωπίζουν το ίδιο τους το φύλο ως κατώτερο. Το παράδοξο αυτό εξηγείται με δύο τρόπους: είτε διαχωρίζουν τον εαυτό τους ως τη σπάνια εξαίρεση από το σύνολο στο οποίο ασκούν την κριτική τους, είτε –πιο συχνά–, έστω ασυνείδητα, εφαρμόζουν τα ίδια στερεότυπα και στο άτομό τους, ως αυτοπεριορισμό.
Το γιατί μια γυναίκα μπορεί ακόμα και σήμερα να γίνει θύμα του εσωτερικευμένου μισογυνισμού πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουμε. Ήδη, από τα πρώτα στάδια της ζωής τους, τα κορίτσια έρχονται αντιμέτωπα με πολλαπλά έμφυλα στερεότυπα, τα οποία τους επιβάλλονται τόσο από το οικογενειακό περιβάλλον, όσο κι από το σχολείο. Οι διακρίσεις που βιώνουν σε σχέση με τα συνομήλικά τους αγόρια, αλλά και ο συνεχής βομβαρδισμός τους με ατέλειωτες νόρμες -δήθεν υποχρεωτικές για την ένταξή τους- τα αναγκάζει να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από τα μάτια της κοινωνίας, χωρίς να μπορούν να αναπτύξουν αυτόνομα την προσωπικότητά τους. Οι επιβαλλόμενοι αυτοί κοινωνικοί ρόλοι δρουν καταλυτικά στη διαμόρφωση της αυτοεικόνας του κοριτσιού, επηρεάζοντας τόσο το πώς αντιλαμβάνεται τη θέση του στην κοινωνία, όσο και τη θέση των γύρω του. Για παράδειγμα, όταν λέμε σε ένα παιδί ότι «τα καλά κορίτσια πρέπει να είναι ευγενικά και να χαμογελάνε», αυτό αντιλαμβάνεται αρχικά ότι για να κερδίσει την αποδοχή τόσο του γονέα ή του εκπαιδευτικού, όσο και γενικότερα της κοινωνίας, οφείλει να συμμορφωθεί στην παραπάνω επιταγή. Ταυτόχρονα, μαθαίνει να κατακρίνει και να αποκλείει τα υπόλοιπα κορίτσια που ενδεχομένως να μην ανταποκρίνονται στο συγκεκριμένο στερεότυπο.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως ακόμα κι από «αθώα», φαινομενικά ασήμαντα μηνύματα που έχουμε συνηθίσει να ακούμε, αλλά και να λέμε στα παιδιά, διαιωνίζουμε αντιλήψεις που μπορούν να βλάψουν τόσο τα ίδια, όσο και τους γύρω τους. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, και δεχόμενες τέτοιου είδους ερεθίσματα, οι γυναίκες εσωτερικεύουν έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο που η κοινωνεί θέτει για αυτές, με τον οποίο προσπαθούν αδιάκοπα να εναρμονίσουν τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους. Η προσπάθεια αυτή όχι μόνο τις εξαντλεί ψυχικά και σωματικά, αλλά έρχεται πάντα και χωρίς αποτέλεσμα, καθώς οι επιταγές είναι τόσο αντιφατικές μεταξύ τους, που είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν. Στον αγώνα της αδιάκοπης, μα άκαρπης αυτής επιδίωξης ενός προτύπου, ο ανταγωνισμός που δημιουργείται στρέφει τις γυναίκες αντιμέτωπες μεταξύ τους, κάνοντάς τες να αντιμετωπίζουν η μια την άλλη σαν αντίπαλο που διεκδικεί τον ίδιο στόχο, και όχι σαν σύμμαχο στην αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος.
Η ανταγωνιστική αυτή στάση, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή άσκησης κριτικής, υποτιμητικών σχολίων, κακολογίας σε τρίτους, αίσθησης προσωπικής ανωτερότητας, υποθάλπεται σε μεγάλο βαθμό και από την pop κουλτούρα και τα προβαλλόμενα πρότυπα.
Η τάση που θέλει τις γυναίκες να χωρίζονται σε κατηγορίες αντίθετες μεταξύ τους (για παράδειγμα: tomboys και girly girls), οι οποίες ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την ανδρική αποδοχή, κυριαρχεί εδώ και δεκαετίες στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα media, ενισχύοντας τον μισογυνισμό και καλλιεργώντας τη διχόνοια. Μέσα από την κατηγοριοποίηση αυτή των γυναικών και την προβολή ενός άτυπου «πολέμου» μεταξύ τους, από τον οποίο πότε υπερισχύει η μια ομάδα και πότε η άλλη, μαθαίνουμε πράγματι να δίνουμε έμφαση στα στοιχεία που μας χωρίζουν και όχι σε αυτά που μας ενώνουν, προσπαθώντας να αποδείξουμε τη δήθεν δική μας υπεροχή από την ομάδα, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η καθεμιά, όπως κάθε άνθρωπος, είναι μοναδική και όχι τμήμα μιας κατηγορίας. Αυτήν ακριβώς την αντίληψη υποδηλώνει και το αίσθημα ικανοποίησης που αισθανόμαστε με σχόλια του τύπου «Δεν είσαι σαν τις άλλες κοπέλες», τα οποία αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότατα δείγματα υπολανθάνοντος εσωτερικευμένου μισογυνισμού.
Δυστυχώς, όλες μας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έχουμε γίνει φορείς του εσωτερικευμένου μισογυνισμού, ακόμα και χωρίς να το αντιληφθούμε. Καθώς πρόκειται για ένα φαινόμενο στο οποία έχουμε εκτεθεί από πολύ μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα να ριζωθεί βαθιά μέσα μας, είναι δύσκολο να το αποβάλουμε μια και καλή. Είναι, όμως, υποχρέωσή μας να προσπαθούμε όσο περισσότερο μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε πότε προβαίνουμε σε τέτοιου είδους μισογυνιστικές σκέψεις και ενέργειες, και να βάζουμε τα δυνατά μας να απέχουμε από αυτές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ο ΜΙΣΟΓΥΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ, goethe.de, διαθέσιμο εδώ
- Female Misogyny: Women Who Hate Women, letraurbana.com, διαθέσιμο εδώ