Tου Νίκου Χριστοδούλου,
Εδώ και πολλά χρόνια, η πολιτική κατάσταση στη Σουηδία παρουσιάζει μια εξαιρετική ομοιομορφία και ορισμένες σταθερές που χαρακτηρίζουν κάθε εκλογική αναμέτρηση από την καθιέρωση του δικαιώματος στην καθολική ψηφοφορία.
Αναλυτικότερα, ήδη από το 1928, το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών είναι σταθερά πρώτο, σχηματίζοντας τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα σε κάθε νομοθετικό σώμα, έκτοτε. Μπορεί η Magdalena Αndersson να μην τα κατάφερε στις φετινές εκλογές, αλλά θα εξετάσουμε τον λόγο στη συνέχεια. Η ιδιαιτερότητα αυτή δεν οφείλεται –όπως κάποιες φορές λέγεται– στη νοοτροπία των Σουηδών να επανεκλέγουν κυβερνήσεις και κόμματα απλώς και μόνο για να επιτευχθεί σταθερότητα, αλλά διότι πραγματικά οι κυβερνήσεις της περιόδου 1932–1976, κατά τις οποίες οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονταν αδιάκοπα στην εξουσία άλλαξαν την κοινωνικο–οικονομική οργάνωση της χώρας από μια εξαιρετικά συντηρητική, σε μια από τις πιο προοδευτικές κοινωνίες στον κόσμο.
Η διατήρηση της ομαλότητας και η αμείωτη προώθηση κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στα ηφαιστειώδη χρόνια του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αξιόλογη και μακρά μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη που περιόριζε τις εισοδηματικές ανισότητες και η άσκηση ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, παρά τις ψυχροπολεμικές συνθήκες και τις πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών από τα δυτικά και της Σοβιετικής Ένωσης από τα ανατολικά, αποτελούν κυρίαρχα κατορθώματα των προοδευτικών κυβερνήσεων της εποχής.
Οι λόγοι για τους οποίους, επί τόσα πολλά χρόνια, οι πολίτες της Σουηδίας –στη συντριπτική τους πλειοψηφία– υποστήριζαν τις κυβερνήσεις των Albin Hansson, Tage Erlander και Olof Palme συγκεντρώνονται επιτυχώς σε μια μνημειώδη ομιλία του τελευταίου κατά την τηλεμαχία των εκλογών του 1982, όταν ο αντίπαλός του, Thorbjorn Falldin, τότε Πρωθυπουργός και επικεφαλής κεντροδεξιάς κυβέρνησης, ρώτησε τον Palme, γιατί υποστήριζε τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Η απάντηση του Olof Palme είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «Ο Fälldin με προκάλεσε να μιλήσω για το γιατί είμαι σοσιαλιστής».
Ο Palme ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι έγινε ένας (σοσιαλιστής), όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν η σοσιαλδημοκρατία που άνοιξε το έδαφος για τη δημοκρατία στη Σουηδία, όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν η σοσιαλδημοκρατία που έβγαλε τη χώρα από τη φτώχεια και την ανεργία με την πολιτική κρίσης της δεκαετίας του 1930. Yπογράμμισε, επίσης, ότι τον παρακίνησε η δουλειά του για την ATP, όπου έπρεπε να αντιμετωπίσει τις αντισοσιαλιστικές εκστρατείες των προνομιούχων, όταν οι απλοί μισθωτοί ήθελαν να εξασφαλίσουν τα γηρατειά τους, γιατί αυτό έκαναν τότε. Έγινε, έτσι, κατά τη διάρκεια πολλών χρόνων συνεργασίας με τον Tage Erlander, όταν έμαθε τι είναι η δημοκρατία και ο ανθρωπισμός και με στενούς φίλους, όπως ο Willy Brandt, ο Bruno Kreisky και ο Trygve Bratteli, που ρίσκαραν τη ζωή τους στον αγώνα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αλλά το πιο σημαντικό, ανέφερε, επιβεβαιώνεται στις πεποιθήσεις του, όταν κοιτάζει τον κόσμο, όταν βλέπει τους πολέμους και την κούρσα των εξοπλισμών, τη μαζική ανεργία και τους διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων. Επιβεβαιώνεται στην πεποίθησή του, όταν βλέπει στη χώρα του να αυξάνονται οι αδικίες, η ανεργία, και η κερδοσκοπία. Όταν βλέπει πώς η δεξιά πολιτική σε κάθε χώρα οδηγεί τους ανθρώπους στην ανεργία, καταστρέφει την ασφάλεια, αλλά δε λύνει τα οικονομικά προβλήματα και όταν κοιτάζει το μέλλον, που, προφανώς, έχουν να προσφέρουν οι αστοί, όπου θα γίνουν οι μισθωτοί φτωχότεροι και πλούσιοι πλουσιότεροι, όπου η κοινωνική ασφάλιση γίνεται πιο εύθραυστη, όπου η αλληλεγγύη γίνεται πιο αδύναμη και ο εγωισμός ισχυρότερος, όπου οι ισχυροί μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους και οι αδύναμοι πρέπει να πάρουν το κουτάλι και να ζητήσουν ελεημοσύνη. «Φυσικά είμαι δημοκρατικός σοσιαλιστής», τονίζει ο Palme, ενώ αναφέρει ότι είναι περήφανος για όσα έχει επιτύχει αυτός ο δημοκρατικός σοσιαλισμός στη χώρα του.
Τα κρισιμότερα χρόνια είναι –κατά πάσα πιθανότητα– οι δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, κατά τις οποίες έγινε η προώθηση ριζοσπαστικών –για την εποχή– μέτρων στο πλαίσιο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, τα οποία συνάντησαν τη λυσσαλέα αντίθεση του παραδοσιακού συντηρητικού κατεστημένου και της πλειοψηφίας του Τύπου.
Πιο συγκεκριμένα, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν πραγματοποιήσει αρκετές μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πολιτική. Στόχος ήταν το κράτος πρόνοιας να καλύπτει τους πάντες, αντί να γίνονται μεμονωμένες διακρίσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι Σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν σε ιδεολογική αβεβαιότητα σχετικά με τον ρόλο τους στο νέο κράτος πρόνοιας. Δημιούργησαν το Σουηδικό Εθνικό Σύστημα Υγείας, ενώ όσον αφορά την επικουρική σύνταξη, οι Σοσιαλδημοκράτες υποστήριξαν ένα σύστημα, όπου η κοινωνία φρόντιζε για καταβεβλημένα κεφάλαια που καταβάλλονταν σε σχέση με τον προηγούμενο μισθό. Μέσω του συμβουλευτικού δημοψηφίσματος για το συνταξιοδοτικό ζήτημα, η Κυβέρνηση θεώρησε ότι έχει υποστήριξη από τους ψηφοφόρους για μια τέτοια λύση. Η καθολική επικουρική σύνταξη (ΑΤP) εισήχθη με περιθώριο μίας ψήφου στη δεύτερη αίθουσα το 1958, όταν ένας βουλευτής του αντιπολιτευόμενου Λαϊκού κόμματος παρέκκλινε από την κεντρική γραμμή και απείχε από την ψηφοφορία, έτσι ώστε η σοσιαλδημοκρατική πρόταση για την ATP να γίνει απόφαση του Riksdag.
Ο αυξανόμενος ρόλος που είχε η κρατική εξουσία στις ζωές των ανθρώπων ήταν αυτό που ο Tage Erlander αποκάλεσε «Ισχυρή Κοινωνία». Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960: η εθελοντική ασφάλιση υγείας αντικαταστάθηκε από την καθολική ασφάλιση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τις διακοπές τεσσάρων εβδομάδων, την ασφάλιση μητρότητας και άλλα. Οι μεταρρυθμίσεις πληρώθηκαν με αυξημένη είσπραξη φόρων μέσω μιας προοδευτικής φορολογίας: όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό του μισθού που καταβάλλεται σε φόρο. Με την εισαγωγή του φόρου επί των πωλήσεων (ΦΠΑ), το 1960, οι Σοσιαλδημοκράτες εγκατέλειψαν την προηγούμενη αντίθεσή τους στους έμμεσους φόρους.
Η ισότητα των φύλων θεωρήθηκε, για πρώτη φορά, ως κάτι για το οποίο πρέπει να αγωνιστούν. Προηγουμένως, πολλοί στο κόμμα πίστευαν ότι αν οι άνθρωποι γίνονταν καλύτεροι κοινωνικά, αυτό το ζήτημα θα επιλυόταν αυτόματα. Τώρα, ήρθαν οι πρώτες πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Μεταξύ άλλων, άρχισαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητες του παιδικού σταθμού, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να εργάζονται επικερδώς.
Σήμερα, το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών είναι οπωσδήποτε αισθητά αποδυναμωμένο, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τις προοδευτικές δυνάμεις γενικότερα στη Σουηδία. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κατευθύνθηκαν, κυρίως, προς το κόμμα των πρασίνων ή το κόμμα της αριστεράς, τα οποία μοιράζονται όμοιες απόψεις και αρχές με τους σοσιαλδημοκράτες.
Η άνοδος της ακροδεξιάς, που αποδεικνύεται μέσα από την ισχυροποίηση του κόμματος των «Σουηδών Δημοκρατών», δεν αντιπροσωπεύει μια συνολική στροφή της σουηδικής κοινωνίας προς τα δεξιά, αλλά ωφελείται σε ζυμώσεις και μετακινήσεις εντός του κεντροδεξιού στρατοπέδου. Ενδεικτικό είναι ότι, στις τελευταίες εκλογές, οι Σοσιαλδημοκράτες στην πραγματικότητα διατήρησαν και ελαφρώς ενίσχυσαν τα ποσοστά τους, ενώ το παραδοσιακά κυρίαρχο κόμμα της κεντροδεξιάς, οι «Μετριοπαθείς», μειώθηκαν στην τρίτη θέση, για πρώτη φορά από το 1979!
Το δεδομένο αυτό επιτρέπει την ελπίδα ότι τόσο η σουηδική κοινωνία όσο και μέρος του πολιτικού συστήματος δε θα επιτρέψει την οπισθοδρόμηση της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης στη χώρα τους και, σύντομα, θα επανευθυγραμμιστούν με την επιταγή της διαρκούς αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων και της προάσπισης της ομαλότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ηirdman Yvonne, Χτίζουμε τη χώρα: η ιστορία του σουηδικού εργατικού κινήματος από τον Per Götrek έως τον Olof Palme. (1990).
- Moller Gustav, Πώς μπορεί να καταργηθεί η φτώχεια;, Στοκχόλμη (1913).
- Olof Palme–Därför är jag demokratisk socialist, TalarPoolen, διαθέσιμο εδώ