Του Θοδωρή Μπουλούμπαση,
Στο προηγούμενο άρθρο (Μέρος Α’) παρουσιάστηκαν οι βάσεις του σύγχρονου ρυθμιστικού συστήματος κανόνων του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και οι λόγοι που οδήγησαν στη διαμόρφωσή του. Στο παρόν άρθρο, γίνεται παρουσίαση των δύο κύριων προσεγγίσεων σχετικά με τη ρύθμιση στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Η κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers το 2008 οδήγησε σε αντιδράσεις πανικού από το κοινό και δημιούργησε την ανάγκη για εκ νέου προσαρμογή των ρυθμιστικών κανόνων στον τραπεζικό τομέα. Για τον λόγο αυτό, συστάθηκε μία σειρά επιτροπών, έχοντας ως αποστολή να μελετήσει τα αίτια που οδήγησαν στην κατάρρευση της L.B., αλλά και να υποβάλλει προτάσεις, ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον ένα τέτοιο γεγονός.
Η έκθεση της ομάδας De Larosiere αποτέλεσε οδηγό για τις επικείμενες αλλαγές στην αρχιτεκτονική του τραπεζικού συστήματος. Συγκεκριμένα, έγινε αντιληπτός ο κίνδυνος της έλλειψης ρευστότητας για κάθε τραπεζικό ίδρυμα ξεχωριστά, αλλά και για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος. Οι τράπεζες, λοιπόν, υποχρεώθηκαν να διατηρούν τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio) σε ένα ελάχιστο επίπεδο για να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν σε βραχυχρόνιες πιέσεις ρευστότητας.
Παρά όμως τις συνεχόμενες βελτιώσεις στο κανονιστικό πλαίσιο αποδείχθηκε πως τα τραπεζικά συστήματα είναι επιρρεπή σε συστημικές κρίσεις, που εκδηλώνονται ως “domino”, συμπαρασύροντας και τα υπόλοιπα τραπεζικά ιδρύματα με τα οποία συνδιαλλάσσονται. Για να περιοριστούν οι επιπτώσεις και να διατηρηθεί η σταθερότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα υπάρχουν οι προσεγγίσεις της πειθαρχίας στην αγορά (market discipline) και το χρηματοπιστωτικό πλέγμα ασφαλείας (financial safety net).
Η πρώτη σχολή σκέψης θεωρεί ως μηχανισμό προστασίας την πειθαρχία στις δυνάμεις της αγοράς, με την έννοια της πειθαρχίας να ανάγεται στο «αόρατο χέρι» της αγοράς (Adam Smith). Στη σύγχρονη τραπεζική θεωρία, οι παράγοντες της αγοράς μπορούν με συντονισμένες ενέργειες να «τιμωρήσουν» ένα τραπεζικό ίδρυμα σε περίπτωση που λαμβάνει υπερβολικούς κινδύνους και θέτει έτσι επαυξημένο συστημικό κίνδυνο στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ορισμένα από τα μέτρα αυτά των παραγόντων της αγοράς είναι: να απαιτείται μεγαλύτερη απόδοση για τα εκδιδόμενα ομόλογα της τράπεζας (price effect), να αποσύρονται κεφάλαια από τη συγκεκριμένη τράπεζα, αλλά και να απαξιώνεται η μετοχή της (valuation effect).
Στον αντίποδα, το χρηματοπιστωτικό πλέγμα ασφαλείας περιλαμβάνει, εκτός από το κανονιστικό πλαίσιο, τις ρυθμιστικές αρχές που έχουν ως αρμοδιότητά τους τη ρυθμιστική παρέμβαση και συγχρόνως τις εποπτικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων στους κανόνες. Επιπροσθέτως, προβλέπεται σε περίοδο χρηματοπιστωτικών κρίσεων η διαχείρισή τους μέσω ρυθμιστικής παρέμβασης, με σκοπό, αρχικά, την πρόληψη. Εν συνεχεία, εφόσον η οικονομική κρίση έχει πραγματοποιηθεί, προβλέπονται η πρώιμη παρέμβαση (αποτροπή επέκτασης κρίσης, διασφάλιση καταθέσεων) και σε τελικό επίπεδο συναντάται στο κανονιστικό πλαίσιο η διαδικασία εξυγίανσης των τραπεζών.
Εκτός από το καθαρά νομικό κείμενο-πλαίσιο, ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί από τους δημιουργούς του στο ηθικό σκέλος της ακεραιότητας των αγορών. Το πλαίσιο υιοθετεί μέτρα που προστατεύουν τους καταναλωτές από πρακτικές εκμετάλλευσης, λόγω ασύμμετρης πληροφόρησης και κατάχρησης της αγοράς. Η πληροφοριακή αποτελεσματικότητα, εξάλλου, αποτελεί θεμέλιο λίθο μιας αποτελεσματικής αγοράς και οι φορείς της αγοράς υποχρεούνται να δημοσιοποιούν στοιχεία σχετικά με τη δραστηριότητά τους. Για τους έχοντες προνομιακή πληροφόρηση (μέτοχοι, υπάλληλοι σημαντικών θέσεων, μέλη Διοικητικών Συμβουλίων κ.λπ.) ισχύουν αυστηροί απαγορευτικοί κανόνες και προληπτικά μέτρα. Το αυστηρό πλαίσιο που διέπει τους συν εμπλεκόμενους στην οικονομική δραστηριότητα έχει ως στόχο την αποτροπή χειραγώγησης της αγοράς.
Τέλος, στο κανονιστικό πλαίσιο προβλέπονται διαδικασίες και ενέργειες που έχουν ως στόχο την αποτροπή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος). Σκοπός του πλαισίου είναι η αποτροπή διάχυσης των παρανόμως αποκτηθέντων κεφαλαίων στο επίσημο οικονομικό και χρηματοδοτικό κύκλωμα. Το 1988, η επιτροπή της Βασιλείας δημοσιοποίησε τις βασικές αρχές για την αποτροπή του ξεπλύματος του χρήματος. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις κατευθύνσεις, τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές για τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών, την πολιτική ισχυρής ταυτοποίησης των πελατών (KYC policy), καθώς και στην εφαρμογή προσεγγίσεων που βασίζονται στον κίνδυνο των συναλλαγών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Παναγιώτης Αλεξάκης, Φαίδων Καλφάογλου, Το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών, Νομική Βιβλιοθήκη