9.3 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αρχή της μη αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών

Η αρχή της μη αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών


Της Μαριάννας Καλτσά,

Βασική αρχή του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί η αρχή της μη αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων παροχών. Στην πράξη γεννάται, όταν ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης ανακαλεί παράνομη ή εσφαλμένη πράξη που σχετίζεται με την παροχή σύνταξης, μισθού επιδόματος, ή και κρατικής ενίσχυσης στον ασφαλισμένο.

Η νομολογία κατασκεύασε την εν λόγω αρχή, που τελεί υπό την ειδικότερη έκφανση των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης. Σύμφωνα με αυτήν, παροχές που κατεβλήθησαν αχρεώστητα σε καλόπιστο ωφελούμενο, δεν ανακαλούνται μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, διότι η ενδεχόμενη ανάκληση θα συνεπαγόταν δυσμενείς και ιδιαίτερα επαχθείς οικονομικές συνέπειες στον πολίτη.

Αφού εξετάστηκε ο σκοπός θεμελίωσης της συγκεκριμένης κατασκευής από τη νομολογία, κρίσιμο είναι να γίνει μια συνοπτική εξέταση των προϋποθέσεων συνδρομής της αρχής. Αφενός απαιτείται παρανομία, με την έννοια ότι περιλαμβάνεται οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό σφάλμα ικανό για να χαρακτηριστεί η πράξη ως πλημμελής π.χ. μη τήρηση διαδικασίας προηγούμενης ακρόασης, παραβιάζοντας το άρθρ. 20 Σ (ΔιοικΠρΚέρκυρας 184/2021). Αφετέρου, κρίσιμο στοιχείο για την ενεργοποίηση της εφαρμογής της συγκεκριμένης αρχής είναι η ψυχική στάση του λήπτη της παροχής. Αν ο λήπτης γνωρίζει ότι δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την είσπραξη της παροχής, η συμπεριφορά του μαρτυρά κακοπιστία, οπότε είναι δυνατή η αναζήτηση των παροχών, που ανάγεται ακόμα και σε παρελθόντα χρόνο. Στην περίπτωση, ωστόσο, που έχει άγνοια για τη μη πλήρωση των νόμιμων προϋποθέσεων και, εφόσον, δεν έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα από την καταβολή, αναζήτηση αποκλείεται, αν, βέβαια, ο ασφαλισμένος επικαλεστεί κι αποδείξει πως η αναζήτηση θα είχε απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες σε βάρος του.

Πηγή εικόνας: foroline.gr

Επιπροσθέτως, απαιτείται πάροδος εύλογου χρόνου. Στη νομολογία είναι παγιωμένη η άποψη, ότι για να χαρακτηριστεί το χρονικό διάστημα από την είσπραξη της παροχής μέχρι την έκδοση της ανακλητέας πράξης ως εύλογο, θα πρέπει –ελλείψει αντίθετης διάταξης νόμου– να είναι μικρότερο των 5 ετών. Ωστόσο, διαφορετική είναι η άποψη της θεωρίας, κατά την οποία δεν είναι δυνατή η επίκληση της γενικής ρύθμισης του Α.Ν 261/68, που ορίζει ότι ο εύλογος χρόνος δεν μπορεί να είναι μικρότερος των πέντε ετών, καθώς αντίκειται στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και στο άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, που προστατεύει το ασφαλιστικό κεφάλαιο του ταμείου. Ο εύλογος χρόνος δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων και in abstracto, αλλά θα πρέπει να γίνει μια in concreto αξιολόγηση, λαμβάνοντας υπόψιν την άξια προστασίας εμπιστοσύνη του ασφαλισμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς και τις περαιτέρω συνέπειες της αναζήτησης.

Πηγή εικόνας: imerisia.gr

Βέβαια, ακόμα και στη περίπτωση που έχει παρέλθει χρονικό διάστημα, που –σε καμία περίπτωση– δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρό, ενδέχεται να αποκλειστεί η δυνατότητα αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων, έπειτα από επίκληση και απόδειξη, από την πλευρά του λήπτη, αποδεικτικών στοιχείων, που καταδεικνύουν την οικονομική του κατάσταση και το σοβαρό ενδεχόμενο διατάραξής της, λόγω της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Άρα, κι η παράμετρος της τυχόν πρόκλησης δυσμενών επιπτώσεων στον ασφαλισμένο από την επιστροφή των καταβληθέντων παροχών, πρέπει να εξεταστεί. Να σημειωθεί, επιπλέον, πως κρίσιμο κριτήριο για την εφαρμογή της βασικής κοινωνικοασφαλιστικής αρχής είναι η απουσία αντίθετης διάταξης νόμου, καθώς και η έλλειψη δικαστικής απόφασης. Κατά πάγια νομολογία, σε περιπτώσεις έκδοσης δικαστικής απόφασης που, εν τέλει, μετά από άσκηση ενδίκου μέσου ανατράπηκε, δεν εφαρμόζεται η εν λόγω αρχή για περιοδικές ασφαλιστικές παροχές που κατεβλήθησαν σε συμμόρφωση με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

Πηγή εικόνας: imerisia.gr

Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί, ότι η αρχή του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου τίθεται σε εφαρμογή, σε περιπτώσεις που αναφύεται μια σύγκρουση μεταξύ, αφενός, του συλλογικού συμφέροντος κι, ειδικότερα, της διασφάλισης του κεφαλαίου των ασφαλιστικών ταμείων (α.22 παρ.5 Συντάγματος) κι, αφετέρου, του ατομικού, δηλαδή της αξιοπρεπούς διαβίωσης των ασφαλισμένων πολιτών, καθώς οι παροχές που έλαβαν έχουν κατεξοχήν βιοποριστικό χαρακτήρα. Στη στάθμιση αυτή, από τα ήδη εκτεθέντα προκύπτει ότι υπερτερεί το ατομικό συμφέρον, όταν πληρούνται οι απαιτούμενοι όροι. Εξάλλου, το βάρος διόρθωσης το φέρει αυτός που διέπραξε το σφάλμα και, σε καμία περίπτωση, δε θα πρέπει να επιρρίπτεται στον ασφαλισμένο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Άγγελος Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 5η έκδοση
  • Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “Ισοκράτης”, διαθέσιμο εδώ

 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαριάννα Καλτσά
Μαριάννα Καλτσά
Γεννήθηκε το 2001 στην Λαμία και σπουδάζει στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Γνωρίζει αγγλικά και ενδιαφέρεται να ενισχύει το γνωστικό της επίπεδο λαμβάνοντας μέρος σε συνέδρια και σεμινάρια πάνω στο αντικείμενο σπουδών της. Έχει κλίση προς το εμπορικό και το διοικητικό δίκαιο.