Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Τα τελευταία χρόνια, πολύς λόγος έχει γίνει για τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και υπό ποιες συνθήκες αυτά μπορούν να περιορίζονται. Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων, καταρχήν, είναι επιτρεπτοί από το Σύνταγμα, αλλά και από τον ΧΘΔΕΕ και την ΕΣΔΑ. Αρκετά άρθρα έχουν από μόνα τους την επιφύλαξη του νόμου ή επιφυλάξεις που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, τους επιτακτικούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος ή τη δημόσια υγεία. Όμως, πέρα από την αρχή της αναλογικότητας, που είναι το πρώτο και σημαντικότερο κριτήριο που μαθαίνει ένας φοιτητής Νομικής για την αξιολόγηση των περιορισμών, η γερμανική θεωρία έχει προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση: την πρακτική αρμονία.
Αρχικά, σκόπιμο είναι να οριστεί το πρόβλημα της σύγκρουσης δικαιωμάτων. Η σύγκρουση μπορεί να νοηθεί ως πραγματική ή ως νομική. Ως νομική σύγκρουση ορίζεται το να υπάρχει ταυτόχρονη αναγνώριση δύο δικαιωμάτων, όπου η νόμιμη άσκηση του ενός περιορίζει, κατά κάποιον τρόπο, την, επίσης, νόμιμη άσκηση του άλλου. Μια τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι αυτή του άρθρου 14 παρ. 1 για την ελευθερία του Τύπου και αυτή του άρθρου 9Α για τα προσωπικά δεδομένα –η πλήρης ενέργεια ενός από αυτά τα δικαιώματα μπορεί να παραβλάπτεται από την πλήρη ενέργεια του άλλου, εάν, παραδείγματος χάριν, γνωστοποιηθούν στοιχεία ενός δημοσίου προσώπου. Η πραγματική σύγκρουση δεν ενδιαφέρει τόσο πολύ σε αυτή την περίπτωση, καθώς πρόκειται για σύγκρουση που προκύπτει από μια παραβίαση δικαιώματος άλλου και αποδοκιμάζεται, ούτως ή άλλως, από το δίκαιο. Πώς, όμως, επιλύεται μια νομική σύγκρουση και τι συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων;
Μια πρώτη απάντηση σε αυτό είναι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία, άλλωστε, περιέχεται και στο Σύνταγμα της Ελλάδος (25 παρ. 1). Τρεις είναι οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ένας περιορισμός των δικαιωμάτων συνταγματικός. Αρχικά, πρέπει να υπάρχει προσφορότητα, για να επιτευχθεί μέσω του περιορισμού ο σκοπούμενος στόχος. Στη συνέχεια, εξετάζεται αν υπάρχει αναγκαιότητα να επέλθει ο συγκεκριμένος περιορισμός. Ένα στοιχείο που συνηγορεί υπέρ ή κατά της αναγκαιότητας είναι και το αν έχουν ληφθεί ηπιότερα μέτρα, πριν επέλθει ο περιορισμός. Τέλος, εξετάζεται το στοιχείο της stricto sensu αναλογικότητας, το οποίο –ουσιαστικά– εξετάζει το αν υπάρχει αλληλουχία μεταξύ του περιορισμού και των στόχων και –όπως πιο εύστοχα το έχει θέσει η νομολογία– ενδιαφέρει «η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΑΠ 5/2013)». Οι συγκρούσεις μπορούν να επιλύονται και με βάση τη στάθμιση συμφερόντων, αλλά αυτή η θεωρία, συχνά, επικρίνεται, κυρίως από τον χώρο του αγγλοσαξονικού δικαίου, καθώς οι συνταγματικοί κανόνες είναι ίσοι μεταξύ τους και η όποια κρίση σχετικά με τη στάθμιση είναι, συνήθως, προϊόν ερμηνείας, που ενέχει το στοιχείο του υποκειμενισμού, ενώ, παράλληλα, αρκετοί κριτικοί της θεωρίας πιστεύουν ότι μια τέτοια συνθήκη αποδυναμώνει τα δικαιώματα στο σύνολό τους.
Μια άλλη θεωρία είναι αυτή του πυρήνα του δικαιώματος, που είναι αρκετά συναφής με την αρχή της αναλογικότητας. Αυτή η θεωρία αποδέχεται κάποιους περιορισμούς σε εκφάνσεις δικαιωμάτων, αλλά αναφέρει ότι δεν μπορούν αυτοί οι περιορισμοί να θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος. Δεν μπορούν, δηλαδή, να καταργούν την ουσία του και να μην του αφήνουν κανένα πεδίο κανονιστικής δράσης. Το θέμα του ποιος είναι ο πυρήνας του κάθε δικαιώματος, είναι ανοιχτό σε ξεχωριστή επεξεργασία για κάθε δικαίωμα.
Τέλος, η γερμανική, κυρίως, θεωρία προκρίνει έναν άλλο τρόπο επίλυσης των συγκρούσεων μεταξύ δικαιωμάτων, αυτόν που αποκαλείται «πρακτική εναρμόνιση». Η πρακτική εναρμόνιση συνίσταται στην οριοθέτηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων με τέτοιον τρόπο, ώστε το καθένα να αναπτύξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πεδίο της κανονιστικής ισχύος του. Πρόκειται για μια –κατά βάση– αναλογική οριοθέτηση, στην οποία, όμως, το κάθε δικαίωμα περιορίζεται μόνο στον βαθμό που είναι απαραίτητος, ώστε να υπάρξει και το άλλο δικαίωμα και να μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά.
Έχει αναφερθεί ότι η πρακτική εναρμόνιση ακολουθεί την αντίστροφη πορεία του τρίτου κριτηρίου της αρχής της αναλογικότητας. Δηλαδή, τη στιγμή που η stricto sensu αναλογικότητα ψάχνει το αν περιορίζεται υπερβολικά ένα δικαίωμα, η πρακτική εναρμόνιση υιοθετεί μια θετική μεθοδολογία και ψάχνει το πώς θα διατηρήσει αυτό το δικαίωμα όσο το δυνατόν περισσότερη από την κανονιστική ισχύ του. Βέβαια, παρά τον δυναμικό της χαρακτήρα, η πρακτική εναρμόνιση δεν υπόσχεται τα αδύνατα. Στο πλαίσιό της, εξακολουθεί να είναι δυνατός ο περιορισμός ενός δικαιώματος υπέρ ενός άλλου, ακόμη και σε μεγάλο βαθμό, αν αυτό κρίνεται απαραίτητο βάσει των περιστάσεων. Είναι, λοιπόν, εύλογο ότι αρκετοί μελετητές θεωρούν την πρακτική εναρμόνιση αντίθετη προς την αναλογικότητα, ενώ άλλοι μετεξέλιξη της αναλογικότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πρακτική εναρμόνιση συνταγματικών διατάξεων και γενικών αρχών συνταγματικής τάξης (ΣτΕ Ολ 1792/2011 και ΣτΕ 3064/2012), prevedourou.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Βλαχόπουλος, Σπ. (2017), Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.