14.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΑρχαίο Θέατρο και Κινηματογράφος: Μία Νεότερη Προσέγγιση

Αρχαίο Θέατρο και Κινηματογράφος: Μία Νεότερη Προσέγγιση


Της Μαρίας Κλειδή,

Το αρχαίο θέατρο δημιουργήθηκε στην Αθήνα του 6ου π.Χ. αιώνα και ήταν αφιερωμένο στη λατρεία του θεού Διονύσου. Βέβαια, τα πρώτα θεατρικά δρώμενα στον ελλαδικό χώρο συναντώνται στη Μινωική Κρήτη, με την οργάνωση λατρευτικών τελετών προς τιμήν της Μεγάλης Θεάς της φύσης και της γονιμότητας. Στην Αθήνα, ο Θεός Διόνυσος κατείχε πολύ σημαντική θέση στις καρδιές των αρχαίων Αθηναίων, καθώς, σύμφωνα με τον μύθο, είχε περάσει από το θεϊκό στάδιο στο ανθρώπινο και μετά πάλι στο θεϊκό. Μία εκδοχή του μύθου θέλει τον θεό γεννημένο ως Ζαγρεύς από τον μεταμορφωμένο σε φίδι Δία και την κερασφόρο Περσεφόνη, με προορισμό να κυριαρχήσει στον κόσμο ως διάδοχος του πατέρα του. Όσο ο Διόνυσος ήταν ακόμη βρέφος, στάλθηκαν οι Τιτάνες από την Ήρα να τον εξοντώσουν. Ο μικρός θεός διαμελίστηκε, τα μέλη του σκορπίστηκαν και ένα μέρος τους φαγώθηκε από τους Τιτάνες, αφού το έβρασαν. Τα κομμάτια του θεϊκού του σώματος περισυλλέχθηκαν από τον Απόλλωνα και θάφτηκαν στους Δελφούς, ενώ στη συνέχεια ο Δίας δημιούργησε με την καρδιά του, που είχε μείνει ανέπαφη, ένα ποτό, το οποίο πρόσφερε στη Σεμέλη. Η Σεμέλη γονιμοποιήθηκε και έφερε στον κόσμο τον Νεώτερο Διόνυσο.

Πηγή εικόνας: m.eirinika.gr

Εκτός από τη λατρεία των ανθρώπων προς τον θεό του οίνου και της διασκέδασης, το αρχαίο θέατρο αποτελούσε μέσο εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας, πολιτικής και κοινωνικής τοποθέτησης των δημιουργών πάνω στην εκάστοτε κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα. Οι συζητήσεις πάνω στα έργα, που παρουσιάζονταν κάθε χρόνο στο τριήμερο των Μεγάλων Διονυσίων, διαρκούσε για αρκετό καιρό μετά το πέρας της παράστασης. Επιπλέον, οι θεατρικές παραστάσεις συχνά έπαιζαν τον ρόλο πολιτικής προπαγάνδας.

Τα είδη του αρχαίου θεάτρου είναι η Κωμωδία, η Τραγωδία και το Σατυρικό Δράμα. Οι απαρχές τους βρίσκονται στα έπη και τη λυρική ποίηση. Η ίδια η λέξη «τραγωδία» αποκαλύπτει την προέλευσή της από τις λέξεις «τράγος» και «ωδή», ενώ «σάτυροι» λέγονται οι ακόλουθοι του Διονύσου, οι οποίοι είναι τραγόμορφοι. Πρωτοπόρος του τραγικού άσματος υπήρξε ο αρχαίος Έλληνας ποιητής και κιθαρωδός Αρίων, δημιουργός του Διθυράμβου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η τραγωδία αποτελεί μίμηση μίας πράξης σοβαρής και ολοκληρωμένης. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να διαθέτει αρχή, μέση και τέλος ή αλλιώς πρώτη, δεύτερη και τρίτη πράξη, όπως θα λέγαμε με σύγχρονους θεατρικούς όρους. Είναι σημαντικό ο θεατής του αρχαίου δράματος να έχει αντίληψη του συνόλου του έργου, αλλά και των επιμέρους σημείων που τονίζουν τη θεματική και την ουσία, στοιχεία που ο δημιουργός θέλει να μεταφέρει μέσα από την παράσταση. Η μίμηση που εκφράζεται από τους ερμηνευτές προϋποθέτει ρυθμό, μελωδία και αρμονία, τα οποία τοποθετούνται σε σημεία της δράσης, ώστε να ταιριάζουν απόλυτα με τη ροή του έργου.

Οι πράξεις του έργου παρουσιάζονται με δραματικό διάλογο και έντονες κινήσεις, δεδομένου ότι ο αρχαίος ερμηνευτής καλείται να γίνει κατανοητός σε ένα ακροατήριο 11.000-15.000 θεατών με μόνο σύμμαχο την ακουστική του χώρου. Ο πρωταγωνιστής είναι και ο πάσχων ήρωας, ο οποίος κατά τον Αριστοτέλη καταλήγει να μαθαίνει από τα δεινά που τον βρίσκουν ή δημιουργεί ο ίδιος. Η τραγωδία διεγείρει το «έλεος» και τον «φόβο» στους θεατές και οι πρωταγωνιστές αποτελούν παράδειγμά με τις πράξεις τους και την αλληλεπίδρασή τους με τον χορό. Ο χορός είθισται να ενσαρκώνει την κοινή γνώμη και παρατήρηση, τη στάση της κοινωνίας απέναντι στα πράγματα, που καθορίζονται από τις αποφάσεις των ισχυρών αρχόντων τους.

Το αρχαίο θέατρο, ειδικότερα στις απαρχές του, ερμηνεύεται κατ’ αποκλειστικότητα από άνδρες, ενώ από άνδρες αποτελείται και το ακροατήριο. Οι γυναίκες απαγορεύεται τόσο να συμμετάσχουν σε παράσταση, όσο και να παρακολουθήσουν. Οι γυναικείοι ρόλοι, άλλωστε, ενσαρκώνονται από μεταμφιεσμένους άνδρες. Το αρχαίο διονυσιακό θέατρο παιζόταν με τη χρήση μάσκας, που συνόψιζε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μορφής προς απόδοση.

Πηγή εικόνας: reader.gr

Οι θεματικές και οι ανθρώπινες εμπειρίες που εκφράστηκαν στην αρχαιότητα μέσα από τους δραματικούς αγώνες αποδεικνύονται διαχρονικές και επίκαιρες μέχρι σήμερα. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλές μεταγενέστερες περιόδους, που ξεπερνούν κατά πολύ τον ελλαδικό χώρο. Η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, η ζωγραφική, το τραγούδι και οι μουσικές συνθέσεις, οι γιορτές και οι λατρείες, τα ήθη και τα έθιμα που διαμορφώθηκαν και αποδόθηκαν μέσα από το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε πόλεως, έχουν ασκήσει σημαντική επιρροή παγκοσμίως. Η προσπάθεια αναβίωσής τους έχει προσεγγιστεί από διάφορες χώρες του κόσμου και σε διαφορετικές περιόδους μέχρι σήμερα. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα ρεύματα της Αναγέννησης και του Νεοκλασικισμού, που αμφότερα συγκεντρώνονται στην αναβίωση της Κλασικής Αρχαιότητας, που άνθισε και το αρχαίο δράμα.

Συγκεκριμένα, το αρχαίο δράμα αναβιώθηκε από την 7η τέχνη του κινηματογράφου ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του. Ο κινηματογράφος εμφανίστηκε το 1895 με πρωτοβουλία των αδερφών Lumière. Ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα, τραγικές ηρωίδες και ήρωες κάνουν την εμφάνισή τους στη μεγάλη οθόνη ενσαρκωμένοι από Έλληνες και ξένους ηθοποιούς. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών του αρχαίου δράματος μεταβάλλονται, κυρίως όσον αφορά τον αμερικανικό κινηματογράφο, για να απευθυνθούν στα επικρατέστερα πρότυπα ομορφιάς της περιόδου. Για παράδειγμα, η Ελένη του Robert Wise στο Helen of Troy του 1956 παρουσιάζεται ως μία γυναίκα με ανοιχτό δέρμα και ξανθά μαλλιά, ώστε να ανταποκρίνεται σεξουαλικά στα πρότυπα της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας. Αντίθετα, η Ελένη του Μιχάλη Κακογιάννη, που ενσαρκώθηκε από την Ειρήνη Παππά, προωθεί τον μεσογειακό τύπο ομορφιάς.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταφοράς της αρχαίας τραγωδίας στον κινηματογράφο είναι η Αντιγόνη του Σοφοκλή από τον Τζαβέλλα, το 1961. Η ποιότητα του έργου έγκειται τόσο στην πιστότητα των διαλόγων στο αρχαίο κείμενο, όσο και στην επιλογή των ηθοποιών. Η Ειρήνη Παππά στον ρόλο της Αντιγόνης, η Μάρω Κοντού ενσαρκώνει την Ισμήνη και ο Μάνος Κατράκης ως Κρέοντας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, γεγονός που πιθανόν να μην είναι τυχαίο, ο Κατράκης βρισκόταν στη Μακρόνησο εξόριστος μαζί με πολλούς άλλους διανοητές της εποχής, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, και έπαιζαν έργα αρχαίου δράματος στους υπόλοιπους εξόριστους. Τρία θέατρα έχουν βρεθεί στη Μακρόνησο, τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τους ίδιους τους εξόριστους. Ενδεχομένως, ο Τζαβέλλας να το γνώριζε αυτό όταν αποφάσισε να κινηματογραφήσει την Σοφόκλεια Αντιγόνη.

Σαφέστατα, το έργο του Τζαβέλλα δεν αποτελεί πιστή μεταφορά του κειμένου του Σοφοκλή, καθώς θα ήταν αδύνατον να αποδοθούν όλες οι σκηνές όπως μας αποδίδονται σε μία αρχαία θεατρική σκηνή. Κάποια σημεία, όπως η παρουσία του Κρέοντα κατά την είσοδο της Αντιγόνης, συνοδεία του συνόλου του Θηβαϊκού λαού, στη σπηλιά που επέλεξε ο Κρέοντας ως τελική της κατοικία, δεν υφίστανται στο έργο του Σοφοκλή, στο οποίο την Αντιγόνη συνοδεύουν μία ομάδα στρατιωτών και η συζήτηση μεταξύ τους διαδραματίζεται έξω από το παλάτι πριν οδηγηθεί στη σπηλιά. Ο Τζαβέλλας επιλέγει τέτοιου είδους μικρές αλλαγές, δημιουργώντας μία πιο τεταμένη ατμόσφαιρα γύρω από τον θάνατο της Αντιγόνης και προσθέτοντας μικρά σημάδια που ευνοούν τη συνέχεια της πλοκής του έργου. Συγκεκριμένα, τα όσα λέει η Αντιγόνη για τον Κρέοντα πριν οδηγηθεί στην τελευταία της κατοικία στο έργο του Σοφοκλή, ο Τζαβέλλας την θέλει να του απευθύνεται άμεσα, καθώς βάζει τον Κρέοντα να την συνοδεύει και αυτός στον τάφο και να συνομιλεί μαζί του, λέγοντας «…αν οι αμαρτωλοί είναι εκείνοι που με τιμωρούνε ας μην πάθουν περισσότερα κακά απ’ όσα κάνουνε τώρα σε μένα…». Στο άκουσμα του λόγου αυτού, ο Κρέοντας δείχνει σαφώς ταραγμένος, γεγονός που φαίνεται από την κίνηση προς τα πίσω που κάνει και το άλογό του. Τέτοιου είδους αλλαγές εξυπηρετούν τη συνέχεια της κινηματογραφικής πλοκής του δραματικού έργου.

Παράλληλα, το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο Τζαβέλλας αποτελείται από πλήθος ξένων που δεν είναι εξοικειωμένοι με το αρχαίο ελληνικό δράμα και οι παραλλαγές που επιλέγει να κάνει αποσκοπούν στην καλύτερη κατανόηση του έργου από το ακροατήριο και την κινηματογραφική σύνδεση των σκηνών, τοποθετώντας τη δράση όχι μόνο μέσα στα τείχη της πόλεως της Θήβας, αλλά και στην εξοχή, αναδεικνύοντας το ελληνικό τοπίο. Σε κάθε περίπτωση, το έργο του Τζαβέλλα είναι μεγάλης σπουδαιότητας και ιστορικής αξίας.

Πηγή εικόνας: thessalonikiartsandculture.gr

Υπάρχουν πολλές μεταφορές του αρχαίου ελληνικού δράματος στον κινηματογράφο, με πιο ξακουστές και εμπεριστατωμένες τη «Μήδεια» του Ευριπίδη από τον Pasolini και την «Ηλέκτρα» επίσης του Ευριπίδη από τον Κακογιάννη. Σε κάθε περίπτωση, η αναβίωση του αρχαίου δράματος δεν είναι δυνατή με κανένα σύγχρονο μέσο. Άλλωστε, είναι πολύ δύσκολο –ακόμα και για ειδικούς– να προσομοιώσουν υλικά κατάλοιπα με τον τρόπο που αποδίδονταν στο παρελθόν, πόσω μάλλον τις κινήσεις, τις συμπεριφορές ή το ηχόχρωμα ενός δραματικού πρωταγωνιστή. Οι μεταφορές που έχουν επιχειρηθεί μέχρι σήμερα προσαρμόζονται τόσο στα μέσα, τα οποία διατίθενται για τη δημιουργία τους, όσο και στο κοινό στο οποίο απευθύνονται. Παράλληλα, είναι άμεσα συνδεδεμένα με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που επικρατεί στην εκάστοτε περιοχή και τη μοναδικότητα που τους προσδίδεται από τον δημιουργό τόσο του αρχαίου όσο και του νεότερου έργου (της μεταφοράς).

Σαφώς, η επιλογή ενός δραματικού έργου προς αναβίωση από τους νεότερους καλλιτέχνες έχει να δηλώσει ένα συσχετισμό απέναντι στα διδάγματα που μπορεί ακόμη να προσφέρει ένα έργο αρχαίου δράματος στη σύγχρονη κοινωνία. Οι δυνατότητες και οι αδυναμίες των ανθρώπων παραμένουν οι ίδιες, ακόμη και αν τα πλαίσια αλλάζουν και το περιβάλλον εξελίσσεται. Ο πάσχοντας ήρωας του αρχαίου δράματος παραμένει ένα πρόσωπο, το οποίο έχει να προσφέρει διδαχές ηθικού και εθιμικού περιεχομένου, να προβληματίσει και να δημιουργήσει συναισθήματα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΗΡΩΙΔΑ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ», pergamos.lib.uoa.gr, διαθέσιμο εδώ
  • ΖΑΓΡΕΥΣ (Ή ΖΑΓΡΕΑΣ), ancientgreecereloaded.com, διαθέσιμο εδώ
  • Σημαντικοί σταθμοί στην αναβίωση του αρχαίου δράματος, ancienttheater.culture.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Ο κινηματογράφος ως μορφή τέχνης. Πολιτισμός – Χάος και Τάξη, tetartopress.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Πρόσληψη του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, eclass.upatras.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Θεατρικοί θρόνοι για τα «πέτρινα χρόνια», theatreworld.wordpress.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Κλειδή
Μαρία Κλειδή
Γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι απόφοιτη του τμήματος Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Πατρών. Αγαπά την επικοινωνία με τους ανθρώπους διότι της δίνει τη δυνατότητα να ακούει και να αφηγείται ιστορίες. Ασχολείται με τον αθλητισμό, με αγαπημένα αθλήματα την ιππασία και το παραδοσιακό Kung Fu με το οποίο ασχολείται μέχρι σήμερα. Αγαπημένα της χόμπι είναι η ζωγραφική, η μεταποίηση παλιών αντικειμένων και το τραγούδι.