Της Γιάννας Φουρνάρη,
Από παιδιά μαθαίνουμε να μαζεύουμε το δωμάτιο όταν περιμένουμε φίλους, η ακαταστασία είναι προσωπική, απόκρυφη υπόθεση. Μαθαίνουμε να φοράμε τα καλά μας σε πάρτυ –τι κι αν δεν ταιριάζεις με την παρέα, η φούστα πρέπει να ταιριάζει με το πουκάμισο. Φωνές που χαμηλώνουν όταν προφέρουν μια ασθένεια, σχολικοί έλεγχοι που μόνο αν είναι άριστοι είναι άξιοι αναφοράς, και το Proficiency που είπαν ψέματα πως το πήραμε με την πρώτη. Επισκέψεις όπου κάποια αόρατα χέρια τσιτώνουν τα μάγουλα σε ένα μόνιμο χαμόγελο, και μόλις όλοι συγκεντρώνονται, μια κονταρομαχία κατορθωμάτων ξεκινά: Βαθμοί, έπαινοι, αθλητικές διακρίσεις, ένας πόντος. Προαγωγές και ταξίδια, δύο. Ανακαίνιση σπιτιού ή αγορά αυτοκινήτου, τρεις πόντοι.
Εννοείται πως είναι απόλυτα υγιής η ανάγκη μας να μοιραζόμαστε όσα ευχάριστα μας συμβαίνουν, πράγματα για τα οποία είμαστε περήφανοι. Το πρόβλημα αρχίζει όταν σκόπιμα τα υπερπροβάλλουμε, θεωρώντας πως η εκτίμηση των άλλων κερδίζεται μόνο μέσα από μια επιτυχημένη εικόνα και πως εκείνη είναι που προσδιορίζει την αξία μας. Όταν ένα φίλτρο στραγγίζει τις ήττες και τα λάθη μας, ενισχύοντας την εντύπωση πως είναι τόσο ντροπιαστικά. Στο σχολείο πάντα επαινούνται μαθητές που ξεχωρίζουν για τις επιδόσεις τους, ενώ συχνά παιδιά με χαμηλότερες επιδόσεις, αλλά γεμάτα δοτικότητα και ενδιαφέρον για τους συμμαθητές τους, δε λαμβάνουν την αντίστοιχη επιβράβευση. Τέλος, συγκρίσεις με φίλους, συμμαθητές ή συναθλητές καλλιεργούν ένα αίσθημα ανεπάρκειας, και καταλήγεις να προσπαθείς όχι για σένα, αλλά για να «φτάσεις» κάποιον καλύτερο. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, σε τέτοιο περιβάλλον, ενηλικιώνεσαι με μια φυτεμένη απαίτηση: Να δείχνεις άτρωτος. Με μια ριζωμένη εντύπωση πως το να φανερώνεις τις δυσκολίες σου, και άρα το να σε φανερώνεις ολόκληρο, σε κάνει αδύναμο ή λιγότερο ελκυστικό. Και έχοντας μάθει να λειτουργείς έτσι, θεωρείς ότι οι σχέσεις σου σε εκτιμούν χάρη σε αυτή την «τέλεια» εικόνα και τελικά εγκλωβίζεσαι μέσα της.
Όταν δε σε δίνεις ολόκληρο, όμως, όλα εκείνα που σε τρομάζουν και τα κρύβεις μένουν αχάιδευτα. Χάνεις την ευκαιρία να συμφιλιωθείς μαζί τους μέσα από το βλέμμα των αγαπημένων σου, ανθρώπων που εμπιστεύεσαι, ενώ αν το κάνεις, το ότι σε αποδέχονται και νικημένο, ανασφαλή ή μπερδεμένο σε γεμίζει σιγουριά. Πλέον δε θα σε φοβίζουν τόσο οι σκοτεινιές σου, γιατί όταν θα διογκώνονται και θα σε τρομοκρατούν για τα όσα μπορούν να σου στερήσουν, δε θα μπορούν με τίποτα να σε απειλήσουν με μοναξιά. Και οι αδυναμίες, όταν ακόμα και στα πιο τρομακτικά σενάρια του μυαλού σου δε μπορείς να καταλογίσεις σε αυτές τη μοναξιά σου, αποδυναμώνονται. Όταν νιώθεις πως οι δικοί σου ξέρουν όλες τις ευάλωτες ή πιο «αιχμηρές» πτυχές σου και σε αγαπούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, παύεις να εναντιώνεσαι σε αυτές, να τις αφήνεις να σε τσαλακώνουν τόσο πολύ στα μάτια σου. Το φως πάντα καθησυχάζει. Η αποδοχή των άλλων αθωώνει εν μέρει τα ελαττώματά μας, τα κάνει πιο ακίνδυνα. Έτσι, αν αποφασίσεις να τα δουλέψεις, το κάνεις κυρίως για εσένα, και μπορείς να τα αντικρίσεις κατά μέτωπο, γιατί είναι απογυμνωμένα από έννοιες όπως η απόρριψη. Και το παίρνεις ευκολότερα απόφαση, γιατί γνωρίζεις ότι στην προσπάθειά σου θα υπάρχουν ανάσες να γρηγορεύουν, όταν η δική σου χαμηλώνει.
Όταν μοιράζεσαι πράγματα, δεν είσαι ο μόνος που βοηθιέται. Φανερώνοντας και τα λάθη και τις ανισορροπίες σου, δίνεις πάτημα στον άλλον να κάνει το ίδιο. Η θλίψη, ο προβληματισμός καμιά φορά ντρέπονται την εκκωφαντική, αψεγάδιαστη χαρά, την τελειότητα. Ή πιο απλά, όταν σπάσεις το πόδι σου, σίγουρα σε ενδιαφέρουν περισσότερο οι συμβουλές ενός ομοιοπαθούς απ’ ό,τι του Usain Bolt. Όταν ανοίγεσαι, δεν είναι μόνο ευκολότερο να ελευθερωθείς, αλλά και ευκολότερο για τους άλλους να νιώσουν βολικά, να χωρέσουν μέσα σου. Με το μοίρασμα, λοιπόν, τα προβλήματα παύουν να μας κάνουν να αισθανόμαστε προβληματικοί, αλλά μάλλον ανθρώπινοι, φυσιολογικοί.
Ας σταθούμε, λοιπόν, κάτω από το φυσικό φως που δε θαμπώνει. Που είναι απαλό, και η σκόνη που χορεύει μέσα του ψιθυρίζει πως μοιάζουμε. Πως και εγώ κουράζομαι, πως και εσύ φοβάσαι. Χωρίς ξυλοπόδαρα, θα δούμε πως όλοι κάποτε χάνουμε το βήμα μας, πως όλοι καμιά φορά τεντωνόμαστε, μα δε φτάνουμε. Και κάπως έτσι, θα απλώνουμε ευκολότερα τα χέρια μας να στηριχτούμε.