Της Ειρήνης Τσαρούχα,
Όλες οι ανθρώπινες συναλλαγές (ιδιωτικές, εμπορικές, δημόσιες) συστήνονται και καθορίζονται γύρω από τα πράγματα και τις σχέσεις που δομούνται με βάση αυτά, καθώς και τα δικαιώματα πάνω σε αυτά. Τα πράγματα καθορίζουν το περιεχόμενο των εννόμων συναλλαγών, από τις πιο απλές και ασήμαντες, όπως, για παράδειγμα, η αγορά ενός προϊόντος από το περίπτερο πολύ μικρής αξίας, έως και τις πιο συνθέτες και ουσιώδεις, όπως η αγορά και μεταβίβαση ενός ακινήτου ( πχ. ενός διαμερίσματος). Το ισχυρότερο εμπράγματο δικαίωμα, η κυριότητα, μπορεί να νοηθεί μόνο πάνω σε «πράγματα» και ασκείται με βάση τη φύση αυτού του πράγματος. Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι ο επακριβής προσδιορισμός της έννοιας του πράγματος αποτελεί ζητούμενο σπουδαίας σημασίας για όλη την έννομη τάξη.
Ο Αστικός Κώδικας ορίζει στο άρθρο 947 τα εξής: «Πράγματα, κατά την έννοια του νόμου, είναι μόνο ενσώματα αντικείμενα. Πράγματα λογίζονται και οι φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο».
Με βάση, λοιπόν, τον νόμο, για να χαρακτηριστεί ένα αντικείμενο ως πράγμα, θα πρέπει αυτό να είναι: α. Ενσώματο, δηλαδή να έχει υλική υπόσταση, να μπορεί να είναι ικανό φυσικής εξουσίασης, ανεξάρτητα εάν βρίσκεται σε στερεή, υγρή, ή αέρια μορφή. Ωστόσο, η διάταξη στη δεύτερη παράγραφο εισάγει εξαίρεση από την έννοια του ενσώματου, κατοχυρώνοντας κατά πλάσμα δικαίου ότι και «φυσικές δυνάμεις και ενέργειες» μπορούν να αποτελέσουν πράγματα, εφόσον, όμως, έχουν περιοριστεί και αυτές σε ορισμένο χώρο, για να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον άνθρωπο. Έτσι, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι πράγμα, εφόσον έχει καθοριστεί σε ορισμένα πλαίσια, για παράδειγμα στις μονάδες ηλεκτρικής ενέργειας, όχι, όμως, και ο κεραυνός.
β. Απρόσωπο, δηλαδή το αντικείμενο δε θα πρέπει να συνδέεται με κάποιο ανθρώπινο υποκείμενο. Έτσι, τα τεχνητά δόντια θεωρούνται πράγματα, εφόσον δε συνδέονται με κάποιον άνθρωπο, το μόσχευμα επίσης.
γ. Αυθύπαρκτο, δηλαδή το αντικείμενο, για να θεωρηθεί πράγμα, θα πρέπει να είναι αυτοτελές, να μη χρειάζεται να στηρίζεται σε άλλο πράγμα, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί, να είναι ατομικά προσδιορισμένο. Αυτό, βέβαια, κρίνεται με βάση τις αντιλήψεις των συναλλαγών και όχι τη φυσική υπόσταση του πράγματος. Για παράδειγμα, ένας κόκκος καλαμποκιού δεν μπορεί να είναι πράγμα, καθώς δεν είναι αυθύπαρκτο –με βάση τις αντιλήψεις των συναλλαγών δεν έχει καμία οικονομική αξία–, αλλά η σωρός καλαμποκιού μπορεί.
δ. Τέλος, πρέπει να είναι το αγαθό ικανό εξουσίασης, να μπορεί, δηλαδή, να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον άνθρωπο, με βάση όσα προαναφέρθηκαν.
Στην οικονομική ζωή συναντώνται, επίσης, και ομάδες πραγμάτων, δηλαδή σύνολο αυτοτελών πραγμάτων που παρουσιάζουν μια ενιαία οικονομική ενότητα. Για παράδειγμα, η βιβλιοθήκη είναι ένα σύνολο από βιβλία, ένας στάβλος με πρόβατα αποτελείται από πολλά πρόβατα, τα οποία είναι ξεχωριστά πράγματα.
Ο νομοθέτης διακρίνει τα πράγματα με διάφορα κριτήρια. Σπουδαία διάκριση των πραγμάτων, κατά το Εμπράγματο Δίκαιο, είναι η διάκριση σε κινητά και ακίνητα. Με βάση το άρθρο 948 ΑΚ: «ακίνητα πράγματα είναι το έδαφος και τα συστατικά του μέρη. Κινητά είναι όσα δεν είναι ακίνητα». Συστατικά του εδάφους θεωρούνται τα ακίνητα, οι βράχοι και οι πέτρες, τα δέντρα, το χώμα και, γενικά, οτιδήποτε, εάν αποχωριστεί από αυτό, θα επιφέρει μείωση της αξίας του ή και καταστροφή του. Η σημασία της διάκρισης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει διαφορετικό τρόπο μεταχείρισης των κινητών από τα ακίνητα. Για παράδειγμα, διαφέρει ο τρόπος δημοσιότητάς τους. Κάθε μεταβολή στη νομική κατάσταση των ακινήτων θα πρέπει να δημοσιεύεται στα βιβλία μεταγραφών και –πλέον– στο κτηματολόγιο, ενώ, αντίθετα, οποιαδήποτε μεταβολή στη νομική κατάσταση των κινητών, δε χρειάζεται τυπική δημοσίευση. Αυτό αποδεικνύει τη σκέψη ότι τα ακίνητα έχουν σπουδαιότερη αξία σε σχέση με τα κινητά.
Έτσι, ενδεικτικά η μεταβίβαση της κυριότητας ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου δε χρειάζεται να καταγραφεί σε ειδικό βιβλίο, πολλώ δε μάλλον η μεταβίβαση της κυριότητας ενός μπουκαλιού με νερό από το περίπτερο. Αυτός που κατέχει το κινητό πράγμα, δηλαδή, ασκεί φυσική εξουσίαση πάνω σε αυτό, τεκμαίρεται ότι το έχει. Άλλωστε, θα ήταν αδιανόητο να ζητάμε την καταγραφή οποιασδήποτε αλλαγής πάνω σε κινητά, δεδομένου του γεγονότος ότι καθημερινά πραγματοποιούνται τέτοιες συναλλαγές. Άλλωστε, και τα χρήματα θεωρούνται πράγματα.
Ο νομοθέτης επιδιώκει, τέλος, την πλήρη οικονομική εκμετάλλευση των πραγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, ισχύει η αρχή της ειδικότητας, με βάση την οποία πάνω σε ένα πράγμα υπάρχει οπωσδήποτε ένα εμπράγματο δικαίωμα και, κυρίως, η κυριότητα. Μάλιστα, για να εξασφαλίσει την όσο το δυνατό πλήρη οικονομική αξιοποίηση του πράγματος, έχει κατασκευάσει κτήση κυριότητας (σε συνδυασμό με κάποιες άλλες προϋποθέσεις) με βάση τη νομή, δηλαδή τη φυσική εξουσίαση του πράγματος με μόνη τη βούληση κάποιου να είναι κύριος. Όλα τα πράγματα πρέπει να ανήκουν σε κάποιον, ειδικά τα ακίνητα, λόγω και της οικονομικής τους σημασίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, προβλέπεται στο άρθρο 972 ΑΚ ότι τα αδέσποτα εδάφη ανήκουν στο δημόσιο, δεδομένης και της μεγάλης σημασίας των ακινήτων για την οικονομική ζωή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο εμπράγματου δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, 2012