Του Στέλιου Καραγεώργη,
Η πρόταση μεσολάβησης των ευρωπαϊκών δυνάμεων, την άνοιξη του 1825, έπεσε στο κενό. Ο σουλτάνος αρνήθηκε την προσφορά τους, και αυτό γιατί η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο είχε αλλάξει ραγδαία υπέρ των Τούρκων μέσα στο 1825. Ο Ιμπραήμ Πασάς, σύμμαχος της Υψηλής Πύλης, είχε ανακαταλάβει σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο για λογαριασμό του σουλτάνου, και οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων δεν τους επέτρεπαν αντίδραση. Το μόνο θετικό μέσα στο 1825 για την Ελλάδα ήταν η διάλυση της Αγγλικής Εταιρείας της Ανατολής, η οποία από την αρχή της επανάστασης, επηρέαζε την βρετανική διπλωματία κατά του επαναστατημένου έθνους.
Η απελπιστική κατάσταση των Ελλήνων τους έκανε να αποστείλουν την λεγόμενη «Πράξη Υποταγής» στην βρετανική κυβέρνηση. Ουσιαστικά ζητούσαν να τεθεί το ελληνικό έθνος υπό την προστασία της Μ. Βρετανίας. Οι Βρετανοί απέρριψαν το αίτημα των Ελλήνων, με το δικαιολογητικό ότι η παροχή υποστήριξης θα σήμαινε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, πλέον γινόταν αντιληπτό ότι η Αγγλία διέθετε τα ερείσματα που επιζητούσε στο παρελθόν αναμεσά στους Έλληνες πολιτικούς.
Στις αρχές του 1826 ο Κάνινγκ προέβη σε μια βολιδοσκόπηση των διαθέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας, σχετικά με το ζήτημα της Ελλάδος. Ο πρέσβης Στράνγκφορντ στην Κωνσταντινούπολη, πρότεινε μεσολάβηση της Αγγλίας στον σουλτάνο, ο οποίος και πάλι την αρνήθηκε, λόγω των στρατιωτικών επιτυχιών του Ιμπραήμ. Ο στρατηγός Ουέλινγκτον που στάλθηκε στην Ρωσία για να υποβάλει τα σέβη του στον νέο τσάρο Νικόλαο, αντιλήφθηκε ότι ο νέος μονάρχης είχε αποφασίσει να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα, μετά την αποστολή τελεσιγράφου του προς τον σουλτάνο για την διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος.
Υπό τον φόβο να καρπωθεί η Ρωσία οποιαδήποτε λύση αυτονόμησης της Ελλάδος, η Μ. Βρετανία συνυπέγραψε στις 4 Απριλίου του 1826 το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης. Το πρωτόκολλο εξουσιοδοτούσε τους Βρετανούς, μετά από πρόσκληση των Ελλήνων να μεσολαβήσουν στον σουλτάνο για την ίδρυση υποτελούς ελληνικού κράτους, χωρίς καθορισμένα σύνορα, με τον διορισμό των κυβερνητών του από την Υψηλή Πύλη. Επίσης, προέβλεπε πως κανένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (Μ. Βρετανία – Ρωσία) δεν θα επωφελούνταν εδαφικώς με την διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Όρος που άφηνε ιδιαίτερα ευχαριστημένους τους Βρετανούς, καθώς ανέκοπτε τις εδαφικές επιδιώξεις της Ρωσίας επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παρά την υπογραφή του πρωτοκόλλου, για σχεδόν ένα ολόκληρο χρόνο δεν λήφθηκε καμία πρωτοβουλία των δυνάμεων για την εφαρμογή του στην πράξη. Αντιθέτως, τον Οκτώβριο του 1826, οι Ρώσοι και οι Οθωμανοί συνυπέγραφαν την Σύμβαση του Άκερμαν, η οποία προέβλεπε την απόσυρση των οθωμανικών στρατευμάτων από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και παράλληλα την διάνοιξη των Στενών του Βοσπόρου. Οι Έλληνες είδαν αυτή την εξέλιξη με μεγάλη απογοήτευση.
Μετά την καταστροφική για τους Έλληνες, άλωση του Μεσολογγίου από τον Ιμπραήμ, και την άλωση της Αθήνας από τον Κιουταχή, τον Ιούλιο του 1827 το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης μετατρέπεται με την συμμετοχή της Γαλλίας, σε συνθήκη στο Λονδίνου. Στην επονομαζόμενη «Συνθήκη Ειρηνεύσεως της Ελλάδος» η Μ. Βρετανία με Πρωθυπουργό πλέον τον Κάνινγκ, προσέθετε την Γαλλία ως συμβαλλόμενο μέρος, για να παίξει τον ρόλο αντίβαρου έναντι της Ρωσίας.
Η τριμερής Συνθήκη του Λονδίνου, είχε το ίδιο περιεχόμενο με το αγγλορωσικό πρωτόκολλο, με μια πολύ σημαντική διαφορά. Αυτή η διαφορά ήταν ένα μυστικό άρθρο που προέβλεπε, πως αν ο σουλτάνος απέρριπτε την μεσολάβηση των δυνάμεων, αυτές είχαν το δικαίωμα να πράξουν μονομερώς για την εφαρμογή της συνθήκης.
Το περιεχόμενο του μυστικού άρθρου μεταφέρθηκε στους διοικητές των στόλων, των δυνάμεων που στάθμευαν στην Ελλάδα, με την οδηγία να διακόψουν την ροή πολεμοφόδιων και στρατού των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων. Ο Βρετανός ναύαρχος Κόδριγκτον ως αρχαιότερος ήταν επικεφαλής, με τον Γάλλο Δεριγνύ και τον Ρώσο Χέιντεν να τον ακολουθούν στην ιεραρχία. Ωστόσο, ο θάνατος του Κάνινγκ τον Αύγουστο και η κυβερνητική αστάθεια στο Λονδίνο έδινε το ελεύθερο στους ναυάρχους να χρησιμοποιήσουν ακόμα και βίαια μέσα για την επίτευξη του σκοπού.
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1827, ο Κόδριγκτον απέστειλε νότα στον Ιμπραήμ, καλώντας τον να αποπλεύσει προς την Αίγυπτο. Ο Ιμπραήμ δεν απάντησε, και προσπάθησε να αποπλεύσει από το Ναβαρίνο προς τον κόλπο της Πάτρας, αλλά εμποδίστηκε από τις δυνάμεις του Άγγλου ναυάρχου. Καθώς οι Τούρκοι συνέχιζαν να καταστρέφουν τις πεδιάδες της Πελοποννήσου, οι τρεις ναύαρχοι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε περίπτωση εφαρμογής της συνθήκης χωρίς προσφυγή στην βία. Στις 20 Οκτωβρίου στο Ναβαρίνο, ο ηνωμένος συμμαχικός στόλος 27 πλοίων συνέτριψε ολοσχερώς τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο των 89 πλοίων, σε μια ναυμαχία που διήρκησε τέσσερις ώρες.
Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι από το 1825 και ύστερα, η Μ. Βρετανία έχει πλέον τα απαραίτητα ερείσματα μεταξύ των Ελλήνων. Η εντονότερη εμπλοκή των Ρώσων στις ελληνικές υποθέσεις, την κάνει να θέλει να γίνει μια από τις προστάτιδες δυνάμεις του υπό διαμόρφωση κράτους, ώστε να υπερασπίσει τα γεωπολιτικά και εμπορικά της συμφέροντα στην περιοχή. Ακόμα και η συμμετοχή της στην ναυμαχία του Ναβαρίνου είχε ως πρωταρχικό της μέλημα τη διαφύλαξη, της ναυτιλίας της από την πειρατεία.
Αμέσως μετά την ναυμαχία στο Ναβαρίνο, ο σουλτάνος κήρυξε τον ιερό πόλεμο εναντίον των χριστιανικών δυνάμεων και καταπάτησε την Σύμβαση του Άκερμαν, κλείνοντας τα Στενά του Βοσπόρου για τα ξένα πλοία. Τον Απρίλιο του 1828, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, συνδέοντας την απόφασή της και με το ελληνικό ζήτημα. Ο Ουέλιγκτον ως Πρωθυπουργός πλέον της Μ. Βρετανίας, προσπάθησε να ακυρώσει την εξωτερική πολιτική του Κάνινγκ, αποδίδοντας περιορισμένα σύνορα στο ελληνικό κράτος, που θα παρέμενε υποτελές στην Υψηλή Πύλη. Ωστόσο, η νίκη της Ρωσίας στον πόλεμο, υποχρέωσε την Μ. Βρετανία να αναθεωρήσει την πολιτική της, φοβούμενη εξάπλωση του ρωσικού παράγοντα στην Ελλάδα. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 μεταξύ των τριών δυνάμεων που είχαν βυθίσει τον στόλο του Ιμπραήμ, και συνακόλουθος με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1831, η Ελλάδα κέρδιζε επίσημα την ανεξαρτησία της.
Στις σειρές που προηγήθηκαν, καθώς και στα δυο προηγούμενα άρθρα, έλαβε χώρα μια προσπάθεια ανάλυσης της βρετανικής στάσης απέναντι στην ελληνική επανάσταση, από το Μάρτιο του 1821 έως το Σεπτέμβριο του 1827, και την ναυμαχία στο Ναβαρίνο. Η αρχική αρνητική στάση των Βρετανών έναντι του επαναστατημένου ελληνικού έθνους ήταν αποτέλεσμα δύο παραγόντων. Πρώτον της προσκόλλησης στο δόγμα διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ήταν πολύτιμος εμπορικός εταίρος στην Ανατολή. Κατά δεύτερον του διαρκούς φόβου για μια ενδεχόμενη ρωσική εξάπλωση στα Βαλκάνια.
Ωστόσο, η ανθεκτικότητα των ξεσηκωμένων Ελλήνων, οδήγησε τους Βρετανούς σε σταδιακή αναγνώριση της κρατικής υπόστασης της Ελλάδος. Σκοπός αυτής την μεταβολής στην στάση τους, ήταν η προστασία του εμπορίου τους και το χρηματικό κέρδος μέσω των δανείων. Όταν είχαν εξασφαλιστεί τα απαραίτητα πολίτικά ερείσματα ανάμεσα στον ελληνικό λαό και στους εκπροσώπους του, η Αγγλία συμμετείχε δυναμικά στην διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Η Ρωσία είχε καταστήσει σαφή την πρόθεσή της να εμπλακεί στα ελληνικά πράγματα, γεγονός που οδήγησε την Μ. Βρετανία να αναλάβει τον ρόλο της προστάτιδος δύναμης, πάντα σε συνάρτηση με την διαφύλαξη της ναυτιλίας της.
Καταληκτικά, η φαινομενικά ευμενής τελική στάση της Μ. Βρετανίας απέναντι στην Ελλάδα, ήταν αποτέλεσμα των γεωπολιτικών επιταγών της εποχής. Παράλληλα καθίσταται σαφές πως από την ίδρυσή του, η ύπαρξη και εδαφική επέκταση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όφειλε να ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, και πρωτίστως με αυτά της ναυτικής υπερδύναμης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γουντχάους, Κρίστοφερ Μ. (2020), 1821, Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας, Αθήνα: Παπαδόπουλος.
- Διβάνη, Λένα (2000), Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, 1830-1947, Αθήνα: Καστανιώτης.
- Κλάψης, Αντώνης (2019), Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Αθήνα: Πεδίο.
- Ριζάς, Σωτήρης (2020), Οι μεγάλες δυνάμεις και η επανάσταση, Από το Λάιμπαχ στο Ναβαρίνο, Αθήνα: Μεταίχμιο.