Της Ευανθίας Τσαγγάρη,
Ενδεχομένως να μη μπορώ να σου περιγράψω ένα ανάλογο συναίσθημα, όπως αυτό του δέους που αισθάνεσαι σαν ακούς μία μεγαλοπρεπή ιστορία επιτυχίας. Σε κατακλύζει μία βαθιά συγκίνηση και συνάμα γεμίζεις με ένα πρωτόγνωρο θάρρος. Και για να μη σε κουράζω, η πανομοιότυπη με άλλες ιστορία εκτυλίσσεται κατά χρονική σειρά ως εξής: α) ο πρωταγωνιστής συνήθως πιάνει «πάτο» στη ζωή του. Ζει σε μία επίγεια κόλαση που πιθανόν ο ίδιος να έχει δημιουργήσει, νιώθει σαν να μην τον χωράει ο κόσμος κι όλα του πάνε στραβά (κάπου εδώ εσύ ταυτίζεσαι), β) από αυτόν τον φαύλο κύκλο της κόλασης θα τον βγάλει ένα τυχαίο ή ξαφνικό γεγονός, το οποίο θα του πυροδοτήσει μία επιθυμία που είχε –έστω υποσυνείδητα–, γ) τότε ο ήρωάς μας θα αλλάξει συνειδητά τη στάση του, θα μοχθήσει και θα δουλέψει σκληρά για τα όνειρά του, κινώντας γη και ουρανό, και στο τέλος δ) θα επιβραβευθεί από τη ζωή γι’ αυτήν του την επιμονή.
Η εν λόγω ιστορία θα μπορούσε να πάρει πολλά ονόματα: Oprah Winfrey, Sophia Amoruso, Grant Cardone κ.λπ. Και υπάρχουν πράγματι πολλοί που κατόρθωσαν να χτίσουν από το μηδέν μία αξιοθαύμαστη ζωή. Ωστόσο, πολλές φορές λανθασμένα, αποδίδουμε την επιτυχία αυτών των ανθρώπων αποκλειστικά και μόνο στην πύρινή τους επιθυμία (burning desire). Σαφώς, ο κάθε άνθρωπος στη φυσική πορεία της ζωής του θα βρεθεί κάποια στιγμή στο απόγειο, στο ύψιστο ψυχολογικά επίπεδο, όπου θα είναι άκρως παρακινημένος και παθιασμένος με το να κατακτήσει τους στόχους του. Πρόκειται για το λεγόμενο momentum. Όλοι, λοιπόν, περνάμε ανεξαιρέτως από το στάδιο αυτό, είτε λέγεσαι Jordan Belfort είτε Ευανθία. Αυτό που λανθασμένα, λοιπόν, ερμηνεύει ο μέσος άνθρωπος και οφείλουμε να επισημάνουμε είναι πως η επιτυχία δε βασίζεται στο momentum και στον βαθμό που ήταν παρακινημένος ο εκάστοτε επιτυχών τη δεδομένη στιγμή.
Έχουμε μία ψευδαίσθηση πως για να ξεκινήσουμε το οτιδήποτε, πρέπει να βρούμε και το ανάλογο κίνητρο. Η έλλειψη κινήτρου δε, αποτελεί την πιο διαδεδομένη δικαιολογία, η οποία εν τέλει συνεπάγεται την αναβλητικότητα. Κατ’ ουσίαν, καμουφλάρεις τον φόβο σου, παραμένοντας στη ζώνη ασφαλείας σου και περιμένοντας αυτό το κάτι που θα σε «σπρώξει» να λάβεις δράση. Τα νέα, όμως, είναι κακά: Δε θα έρθει κανείς να σε σπρώξει. Κανείς δε θα σε πιέσει να ιδρώσεις για τα όνειρά σου, κανείς δε θα στείλει το βιογραφικό σου στην εταιρία όπου τόσον καιρό θες να δουλέψεις, κανείς δε θα σε γράψει στο γυμναστήριο με το ζόρι, κανείς δε θα σε πλάσει με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εσύ μπορείς.
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε το κίνητρο ως μία στιγμιαία συναισθηματική κατάσταση. Κανείς δεν αρνείται την ύπαρξη αυτού. Ομολογώ πως ακούγοντας Beyonce μπορώ να κάνω διάδρομο για ώρες. Εντούτοις, αμφισβητώ την αξιοπιστία και τη δυναμική του. Είναι καθόλα επικίνδυνο να βασίζεις την εξέλιξή σου στο πόσο παρακινημένος θα είσαι ορισμένη μέρα. Προφανώς, είναι όμορφο να σκαρφίζεσαι τρόπους για να “boostάρεις” τη διάθεσή σου, όταν δεν είσαι και στα καλύτερά σου. Εντούτοις, η όλη μαγκιά υφίσταται στο να κάνεις τη δουλειά, όταν δεν το αισθάνεσαι. Γι’ αυτό κι ο εχθρός του κινήτρου είναι η συνέπεια. Διότι η συνέπεια δεν παίρνει ρεπό. Επειδή η συνέπεια όταν νυστάζεις μετά τη δουλεία θα σε στείλει στο γυμναστήριο, ενώ το κίνητρο θα έχει ήδη κοιμηθεί. Το θέμα, λοιπόν, είναι να δρας όταν νιώθεις άβολα, όταν φοβάσαι, όταν βαριέσαι, όταν δε γουστάρεις. Ποιος είπε ότι οι επιτυχημένοι είχαν κίνητρο; Αυτό είναι μύθος.
Κι αν έπρεπε να σου πλασάρω κάτι ως κίνητρο, θα σου πλάσαρα τον εξαναγκασμό. Να μη σου δίνεις άλλη επιλογή και να μη σου αφήνεις περιθώρια για τεμπελιά. Η ζωή είναι μικρή.