Του Γεώργιου Θεοδωρόπουλου,
Στις 29 Μαΐου του έτους 1453, η πάλαι ποτέ κραταιά Πόλις των πόλεων περιέρχεται στην κυριαρχία των Οθωμανών· εκ τούδε ο Ελληνισμός θα υπομείνει 368 (1453−1821) έτη σκλαβιάς, έως την ώρα που θα σημάνουν οι πρώτες σάλπιγγες του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα, στις 23 Μαρτίου 1821, με την πόλη της Καλαμάτας να διαρρηγνύει τις αλύσους της επαχθούς τυραννίας.
Εύλογα κανείς θα διερωτηθεί: Ποια ήταν η σύνθεση του ψυχισμού και της ιδιοσυγκρασίας των σκλαβωμένων Ελλήνων έπειτα από τετρακόσια, σχεδόν, έτη απόλυτης καταπάτησης πάσης φύσης Ελευθερίας; Πόσο ομοιογενής παρέμεινε ο Ελληνισμός κατά την διάρκεια της Οθωμανοκρατίας; Οι Έλληνες, οι οποίοι δυο χιλιετίες πριν μεγαλούργησαν και αξιώθηκαν να συστήσουν έναν πολιτισμό αξιομνημόνευτο στους αιώνες, εδραζόμενο στον Λόγο και στην αρχή της ελεύθερης βούλησης, με ποια πνευματικά εχέγγυα θα εκκινούσαν τον μηχανισμό αποτίναξης κάθε άνομης πράξης εναντίον τους; Υπήρξαν πεφωτισμένα πνεύματα και αν ναι, πώς ήταν στην πορεία προς την εξέγερση του Έθνους, ανατρέποντας την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων; Αυτά και πληθώρα ομοίων ερωτημάτων μπορεί κανείς να θέσει, ασχολούμενος με την ιστορία της περιόδου εκείνης.
Η σωτήρια πρωτοβουλία των σπουδαιότερων πνευματικών και εμπορικών προσωπικοτήτων του απανταχού Ελληνισμού για την ψυχική ενδυνάμωση και ζωτική ευδοκίμηση του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των -υπό οθωμανικό ζυγό- συμπατριωτών τους συνιστά, συνάμα με το εγχείρημα των Φιλικών, τους δυο εκ των τριών βασικών πυλώνων στους οποίους στηρίχθηκε το απονενοημένο -σύμφωνα με το status quo της εποχής- εγχείρημα μιας χούφτας ραγιάδων: να υψώσουν το καχεκτικό ανάστημά τους έναντι της κραταιάς Υψηλής Πύλης. Ο τρίτος και καθ’ όλα σημαντικότερος παράγοντας ήταν σαφώς τα ίδια τα δρώντα πρόσωπα ·οι Έλληνες Αγωνιστές, οι οποίοι -ο καθένας από το δικό του μετερίζι-, έφεραν στην πλάτη τους το βάρος της υπευθυνότητας της ελευθερίας, θυσιάζοντας ψυχή και σώμα υπέρ Πατρίδος.
Ο λόγος για τους Έλληνες Διαφωτιστές, τους Διδασκάλους του Γένους, τους άραντας την πνευματική νέκρωση των υποδούλων συνελλήνων. Οι διαφωτιστικές ιδέες ανάγουν τις ρίζες τους στην Αγγλία του τέλους του 17ου αιώνα και στο έργο: «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση» του John Locke. Ωστόσο, το κίνημα του Διαφωτισμού, ή των Φώτων όπως επίσης αποκλήθηκε, κορυφώθηκε στη Γαλλία του 18ου αιώνα, με τη διατύπωση του πιο χαρακτηριστικού του αιτήματος, της προτροπής του Immanuel Kant: “sapere aude”, δηλαδή «τόλμα να γνωρίζεις», ενώ γοργά εκτονώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο. Οι εκπρόσωποί του ονομάστηκαν φιλόσοφοι ή διαφωτιστές και κορυφαίοι ανάμεσά τους υπήρξαν οι: Jean-Jacques Rousseau, François-Marie Arouet (κοινώς: Βολτέρος), Denis Diderot, Charles-Louis de Secondat Baron de La Brède et de Montesquieu (κοινώς: Μοντεσκιέ) και Jean Baptiste le Rond d’Alembert.
Εις τα καθ’ ημάς, ο όρος «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» χρησιμοποιήθηκε το 1945 από τον φιλόλογο Κωνσταντίνο Δημαρά, ο οποίος ανασυνέθεσε τα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού κινήματος στην ελληνική του εκδοχή. Ο νεολογισμός, όμως, «Διαφωτισμός», είχε δημιουργηθεί προς τα τέλη του 19ου αιώνα, πιθανώς από τον λόγιο Δημήτριο Βερναρδάκη. Γενικώς, λοιπόν, ως Νεοελληνικός Διαφωτισμός ορίζεται: η περίοδος από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, έως και το πρώτο μισό του 19ου, κατά την οποία φωτισμένοι Έλληνες του παροικιακού και του μητροπολιτικού χώρου, εμφορούμενοι από τις ιδέες του κινήματος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ανέπτυξαν σπουδαία συγγραφική και μεταφραστική δραστηριότητα, με βαρύτητα στα κλασικά γράμματα. Κατά αυτόν τον τρόπο, δημιούργησαν το πνευματικό υπόβαθρο για την αφύπνιση της Εθνικής συνείδησης του Έλληνα ραγιά, προκειμένου να προβάλει την ανάγκη ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης, αποκηρύσσοντας τα δεσμά της τυραννίας και εξασφαλίζοντας την Ελευθερία του.
Ειδικότερα, εξετάζοντας ενδελεχώς τα ιστορικά δεδομένα κατά τον 18ο αιώνα, παρατηρούμε πως ο Ελληνισμός παρουσίασε πνευματική και ιδεολογική άνθηση, αλλά και οικονομική ακμή τόσο στον μητροπολιτικό χώρο, όσο και στις παροικίες του εξωτερικού. Συγκεκριμένα, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια δραστήρια και φιλοπρόοδη αστική τάξη εμπόρων και πλοιοκτητών, η οποία γρήγορα επιχείρησε να αμφισβητήσει τον ηγετικό ρόλο των έως τότε αρχόντων του Γένους. Τον βασικό κορμό των νέων κοινωνικών ομάδων αποτέλεσαν Έλληνες έμποροι και καραβοκύρηδες, που επεξέτειναν τις επιχειρήσεις τους εκτός των ορίων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μεταβαίνοντας στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της νοτιοανατολικής και κεντρικής Ευρώπης και στα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου. Κατά συνέπεια, την περίοδο εκείνη, αναφύεται μια ζωηρή κινητικότητα των Ελλήνων εμπόρων του εξωτερικού, οι οποίοι αρθρώνονται σε παροικίες, με τις σπουδαιότερες εξ αυτών να είναι: η Βενετία, η Βιέννη, η Τεργέστη, η Λειψία, η Βουδαπέστη, το Βουκουρέστι, το Λιβόρνο κ.ά. Ο κοσμοπολιτισμός που τους διακρίνει, αυτομάτως τους καθιστά ως τα πλέον ευήκοα ώτα των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Προς διευκόλυνση της δράσης τους, λειτούργησε η γενικότερη ανάσχεση της πρότερης δυναμικής του οθωμανικού «βόα», καθώς και η λήξη των βενετο-οθωμανικών πολέμων και η παρεπόμενη ειρήνευση στον ελληνικό χώρο, παράγοντες οι οποίοι εντατικοποίησαν και εδραίωσαν την παρουσία τους στους κόλπους μιας ανερχόμενης οικονομικό-εμπορικής ελίτ στο εξωτερικό. Ακόμη, οι ναπολεόντειοι πόλεμοι ανέκοψαν για δεκαετίες (1790-1815) το αγγλογαλλικό εμπόριο στη Μεσόγειο και δημιούργησαν ένα κενό το οποίο έσπευσαν και εκμεταλλεύτηκαν πλήρως οι Έλληνες πλοιοκτήτες. Επίσης, οι περισπασμοί του οθωμανικού κράτους από τις παρεμβάσεις της τσαρικής Ρωσίας και οι ιδιαίτερα ευμενείς για την ελληνική εμπορική και ναυτική δραστηριότητα ρήτρες της ρωσοτουρκικής συνθήκης του Κιουτσούκ Καιναρτζή το 1774 συνέβαλαν στην ολοτελή ανάπτυξη του παροικιακού Ελληνισμού.
Ως εκ τούτου, οι Έλληνες των παροικιών, όντας πλέον εύρωστοι οικονομικά, αναζήτησαν όλο και περισσότερες διεξόδους στην παιδεία. Συγχρόνως, ο διακαής τους πόθος για Εθνική Απελευθέρωση τους οδήγησε στην καλλιέργεια των γραμμάτων, μέσω της ίδρυσης νέων σχολείων και της έκδοσης βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων, τα οποία απεστάλησαν στον ελλαδικό χώρο για τη μόρφωση και την αφύπνιση του υποδούλου Ελληνισμού, προλειαίνοντας το έδαφος για τον ξεσηκωμό του Γένους. Οι συγγραφείς των έργων αυτών, ως ήταν φυσικό, επιδόθηκαν κυρίως σε ιστορικά και φιλολογικά έργα και λιγότερο σε λογοτεχνικά· καθώς ο στόχος τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν να προσδώσουν στην αμόρφωτη λαϊκή μάζα ένα είδος εθνικής και ιστορικής συνείδησης και υπόστασης, αναφορικά με την καταγωγή της και τα παρ΄αυτή πεπραγμένα.
Συνεπώς, οι Έλληνες λόγιοι όπως οι Ευγένιος Βούλγαρης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Δημήτριος Καταρτζής, Ρήγας Βελεστινλής, Γρηγόριος Κωνσταντάς κ.ά., μέσω της διάδοσης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και των διδαγμάτων της, συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ενίσχυση της Εθνικής Αυτογνωσίας. Η ιδεολογική υποδομή της ελληνικής παιδείας στηρίζεται στην αρχή ότι αυτή συνιστά ένα αντιδάνειο: «δια μέσου της δυτικής παιδείας ανακτάται η δική μας κληρονομιά». Όπως γράφει ο κυριότερος υπέρμαχος του διαφωτιστικού σχεδίου των Ελλήνων, Αδαμάντιος Κοραής: «Και εξ εκείνης της ώρας οι Έλληνες αποθέμενοι τη ματαιοφροσύνην προέλαβον σχήμα και στάσιν λαού παρασκευαζομένου όπως καταστεί έθνος».
Ωστόσο, κυριότερη τροχοπέδη στις δράσεις των Ελλήνων λογίων στάθηκε η επίσημη – διοικούσα Εκκλησία, η οποία για λόγους διατήρησης της ισχύος της απέφευγε συνειδητά την οποιαδήποτε ιδεολογική σύγκρουση με την οθωμανική διοίκηση και προφύλασσε την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, ευαγγελιζόμενη ότι: η απελευθέρωση του Ελληνισμού είναι θέλημα Θεού και εφόσον αυτό δεν έχει συμβεί, σημαίνει πως ο Θεός δεν το έχει θελήσει ακόμα. Έτσι, εγκατέλειψε τον προγενέστερο θρησκευτικό της ανθρωπισμό και στράφηκε εναντίον των Διδασκάλων του Διαφωτισμού, καταφεύγοντας σε: αφορισμό λογίων, απαγόρευση ή και κάψιμο βιβλίων. Επιπλέον, γενικότερα επέβαλε ένα σύστημα γενικευμένης λογοκρισίας και πνευματικής κηδεμονίας, σε όσες ιδέες παρέκκλιναν από τα δικά της συντηρητικά σχήματα. Η αποκορύφωση της αντιδιαφωτιστικής δραστηριότητας του Πατριαρχείου συντελείται επί ημερών Γρηγορίου Ε’, το 1798, όπου με εγκύκλιο την οποία εκδίδει ζητεί να παρεμποδιστεί η διάδοση του έργου: «Νέα Πολιτική Διοίκησις» του Ρήγα.
Έναν χρόνο νωρίτερα, το 1797, κύκλοι του πατριαρχείου κυκλοφόρησαν στην Πόλη την «Πατρική Διδασκαλία», έργο που δίδασκε την εθελοδουλία και ειδικότερα την υποταγή στον Σουλτάνο. Το έργο αυτό πυροδότησε την οργισμένη απάντηση του Κοραή με ένα άλλο, σχεδόν παρώνυμο: την «Αδελφική Διδασκαλία» το 1798. Το 1819 με μια άλλη εγκύκλιό του, το Πατριαρχείο στρέφεται ενάντια στις νεωτερικές επιστήμες (φυσική και μαθηματικά) και στη δημώδη γλώσσα, την οποία και χαρακτηρίζει «υβρίστριαν και αχάλινον». Η ποιμαντορική αυτή γραφή καταλήγει με τα εξής αξιομνημόνευτα λόγια: «Υπαγορεύομεν πατρικώς και εντελλόμεθα και αποφαινόμεθα να μισήτε και να αποστρέφεσθε αυτούς (τους Διαφωτιστές)». Η περίπτωση του Γρηγορίου Ε’, δεν φαίνεται ότι ήταν η εξαίρεση ενός υπερσυντηρητικού ιεράρχη και πολεμίου του Διαφωτισμού. Γενικότερα, το ανώτερο ιερατείο επέδειξε πολλή διάθεση και ευκολία συνεργασίας με τους Οθωμανούς δυνάστες· κατά τον ιστορικό Πιπινέλη: «Ο πασάς και ο δεσπότης είχαν κοινά συμφέροντα και ο μεν εβοήθει τον δε και τανάπαλιν».
Εν κατακλείδι, ο υπερτονισμός της διαφοράς μεταξύ Ανατολής και Δύσης και η αποκήρυξη κάθε ορατού συνδέσμου του Έλληνα με τον Ανατολίτη συνηγορούν στην ανάγκη για ταύτιση της ελληνικότητας (και ό,τι αυτή δύναται να πρεσβεύσει) με την ευρωπαϊκότητα· έστω κι αν ο Έλληνας των μέσων χρόνων του 19ου αι. ομοιάζει με ένα απείκασμα των λαμπρών του προγόνων. Η σύγκρουση, λοιπόν, των πολιτισμών ήταν η καταληκτική πράξη της παντοειδούς συνεισφοράς των Φωτισμένων αυτών πνευμάτων και η οποία εν ενί λόγω, πυροδότησε την αναπόφευκτη έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του Μαρτίου του 1821 και οδήγησε στη σύσταση της κρατικής οντότητας που σήμερα αποκαλούμε Ελλάδα. Παρόλα αυτά, το ζήτημα του προσανατολισμού σε Ανατολή ή Δύση συνεχίζει απτόητα να ταλανίζει τον σκεπτόμενο Νεοέλληνα και όπως αποδεικνύεται διαρκώς, μόνο η ιστορία μπορεί με νηφαλιότητα να καταδείξει την απάντηση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δημαράς, Κωνσταντίνος, (1985), Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα: Ερμής
- Θερειανός, Διονύσιος, (1890), Αδαμάντιος Κοραής, Τεργέστη
- Κιτρομιλήδης, Μ., Πασχάλης, (1996), Nεοελληνικός Διαφωτισµός. Oι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
- Κονδύλης, Παναγιώτης, (1988), Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι φιλοσοφικές ιδέες, Αθήνα: Θεμέλιο.
- Πιπινέλης, Παναγιώτης, (1928), Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Παρίσι: Αγών.
- Συλλογικό έργο, (2018), Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Πατάκη.
- Henderson, G.P., (1994), H αναβίωση του ελληνικού στοχασµού 1620-1830. H ελληνική φιλοσοφία στα χρόνια της Tουρκοκρατίας, Αθήνα: Kέντρον Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας της Aκαδηµίας Aθηνών.