Του Νίκου Αστυρακάκη,
Εάν ασχολείσαι με τις ταινίες τρόμου και έχεις μπει στο ίντερνετ τον τελευταίο μήνα περίπου, θα έχεις δει σίγουρα το όνομα “Skinamarink” να αναφέρεται συνεχώς. Πρόκειται για μια Καναδέζικη πειραματική ταινία τρόμου, παραγωγής 2022, σε σενάριο και σκηνοθεσία του πρωτοεμφανιζόμενου Kyle Edward Ball, προϋπολογισμό μόλις 15.000 δολάρια και θεατρική διανομή σε μόλις 3 χώρες –Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο– και μάλιστα σε περιορισμένο αριθμό προβολών. Έχει ευρεία διάθεση μόνο στο Shudder, μια σχεδόν άγνωστη πλατφόρμα streaming που εξειδικεύεται στο είδος του τρόμου.
Κι όμως, η ταινία έχει καταφέρει, μετά από διέρρευσή της στο ίντερνετ, να κατακλύσει μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το TikTok και το Twitter, δημιουργώντας ισχυρές αντιδράσεις. Μερικοί τη βρήκαν άσκοπη, βαρετή, και χάσιμο χρόνου. Περισσότεροι, όμως, την έχουν χαρακτηρίσει ως την πιο τρομακτική ταινία που έχουν δει ποτέ, ως έναν εφιάλτη που πήρε μορφή, και ως μια ταινία τόσο ανατριχιαστική που δεν μπόρεσαν να τελειώσουν και ούτε σκοπεύουν. Τι είναι τελικά αυτή η ταινία και γιατί προκαλεί τόσο ισχυρές αντιδράσεις;
Αρχικά, ας επισημάνουμε λίγα λόγια για τον δημιουργό της. Ο Kyle Edward Ball, το δημιουργικό μυαλό όλης της υπόθεσης, ξεκίνησε ως δημιουργός στο YouTube, με το δικό του κανάλι, Bitesized Nightmares. Εκεί παρότρυνε τους θεατές να του στέλνουν τους εφιάλτες που θυμούνται πως είδαν ως παιδιά και αυτός μετά γύριζε τους εφιάλτες σε αναπαραστάσεις σε ταινιάκια μήκους τεσσάρων με οκτώ λεπτών, μαζεύοντας ένα σταθερό κοινό. Όσο έπαιρνε αιτήματα, έβλεπε πολλά κοινά στοιχεία σε πολλούς εφιάλτες, και συνδυάζοντάς τα με έναν δικό του εφιάλτη ως παιδί, άρχισε να αναπτύσσει την ιδέα της ταινίας. Αφού γύρισε ένα ταινιάκι μικρού μήκους αρχικά, με όνομα “Heck” και διάρκεια μισής ώρας, κατάφερε να συγκεντρώσει μέσω διαδικτύου 15.000 δολάρια –εξαιρετικά χαμηλός προϋπολογισμός για ταινία– για τη χρηματοδότηση της μεγάλου μήκους εκδοχής της. Το αποτέλεσμα είναι το Skinamarink.
Η ταινία εκτυλίσσεται το 1995 με δύο παιδιά ηλικίας έξι και τεσσάρων ετών, αντίστοιχα, που ξυπνάνε ένα βράδυ μαύρα μεσάνυχτα για να ανακαλύψουν ότι ο πατέρας τους λείπει από το σπίτι και πως οι πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού τους σταδιακά εξαφανίζονται. Αυτή η πρόταση είναι πάνω κάτω όλη η υπόθεση της ταινίας, καθώς δεν έχει συμβατικό τρόπο να παρουσιάσει την ιστορία της, πόσο μάλλον μια συμβατική ιστορία. Δεν ασχολείται ποτέ με το «γιατί» συμβαίνουν όλα αυτά, αφήνοντάς το στη φαντασία του θεατή. Αντιθέτως, χωρίς να μας δείχνει ολόκληρους τους χαρακτήρες και τα πρόσωπά τους, η ταινία αποτελείται εξ ολοκλήρου από την υποκειμενική ματιά των παιδιών, τα οποία εξερευνούν φοβισμένα το σκοτεινό, άδειο σπίτι τους, με μόνο το φως της τηλεόρασης που έχουν ανοίξει για συντροφιά και «σκοντάφτοντας» σε σταδιακά πιο ανατριχιαστικά θεάματα.
Ο σκηνοθέτης έδωσε ως έμπνευσή του την πειραματική ταινία “Wavelength” του 1967, η οποία είναι 45 λεπτά ενός αργού ζουμ σε έναν τοίχο, ενώ δράσεις συμβαίνουν τόσο διάσπαρτα που ένας αποσυντονισμένος θεατής σίγουρα θα τις χάσει. Έτσι και εδώ, χωρίς καθόλου μουσική, μόνο με φυσικό ήχο, που τις περισσότερες φορές είναι απλώς σιωπή, η ταινία αποτελείται αποκλειστικά σχεδόν από πλάνα σε τοίχους, σκάλες, διαδρόμους και δωμάτια, τα οποία είναι γυρισμένα με απειροελάχιστο φωτισμό και με χαμηλής ανάλυσης ψηφιακή βιντεοκάμερα. Στα περισσότερα πλάνα, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δεν γίνεται τίποτα, ωστόσο πάντα γίνεται κάτι, απλά σε έναν αργό, ατμοσφαιρικό ρυθμό. Η θέαση της ταινίας, διάρκειας μίας ώρας και σαράντα λεπτών, αποβαίνει έτσι μια αρκετά δύσκολη διαδικασία, η οποία θα δοκιμάσει την υπομονή κάθε θεατή.
Ωστόσο, αν είσαι πρόθυμος να την αφουγκραστείς και να πας με τα νερά της, η ταινία έχει πολλά να προσφέρει. Έχοντας μόλις δύο jump scares έξυπνα τοποθετημένα, η υπόλοιπη ταινία χτίζει αγωνία και φόβο για την ασφάλεια των δύο πρωταγωνιστών. Ο τρόπος που έχει γυριστεί παραπέμπει επίτηδες στον φόβο του αγνώστου, που νιώθαμε όταν μικροί ξυπνούσαμε από έναν εφιάλτη μες στην νύχτα και φοβόμασταν και την ίδια μας την σκιά. Όλα αυτά διότι σε εκείνη την ηλικία το τελείως οικείο μας κρεβάτι στο σκοτάδι έκρυβε τέρατα, ο διάδρομος έξω από την πόρτα οδηγούσε σε σκοτάδι αντί για το σαλόνι που είχαμε συνηθίσει, και η κουρτίνα που μας χαϊδεύει την πλάτη ήταν τα πάντα εκτός από κουρτίνα. Η ταινία παίζει με αυτήν την παραμόρφωση του οικείου από το άγνωστο του σκοταδιού, όπου νιώθουμε ευάλωτοι από τα πάντα, και της δίνει μια υλική, αν και απροσδιόριστη, βάση. Οι κίνδυνοι που οι γονείς μας μας διαβεβαίωναν είναι στο μυαλό μας, τώρα έχουν σάρκα και οστά και ούτε οι ίδιοι μπορούν να μας προστατέψουν πλέον.
Ένας αποπνιχτικός αέρας τρόμου που διακατέχει την ταινία διεισδύει αρκετά εύκολα στο κοινό, όσο συνεχίζει να την βλέπει. Οι πιο δυνατές της στιγμές βρίσκονται σε όσα αφήνονται στη φαντασία, και ότι αφήνεται δεν είναι ποτέ για καλό. Σε συνδυασμό με τα φαινομενικά κενά της και τον αργό ρυθμό της, ο κάθε θεατής θα βρεθεί να ανυπομονεί να τελειώσει, είτε επειδή δεν της δίνει προσοχή είτε επειδή έδωσε αρκετή και δεν θέλει να προσέξει άλλο. Είναι μια ταινία που παίζει με τα πρωτόγονα ένστικτα και τους πρωταρχικούς ανθρώπινους φόβους, με αποτέλεσμα να επηρεάζει βαθιά τον θεατή και να μένει στο κεφάλι του για αρκετό καιρό έπειτα. Πιστεύω πως, είτε την λατρέψεις είτε την μισήσεις, είναι μια ταινία που αξίζει τουλάχιστον μια ευκαιρία, καθώς προοικονομεί ένα νέο, πιο εσωτερικό είδος τρόμου, άξιο απορίας το γιατί δεν έχει εξερευνηθεί ακόμη.
Η ταινία διατίθεται αποκλειστικά στο Shudder.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Skinamarink (2022) – IMDb, διαθέσιμο εδώ
- Skinamarink | Official Website | January 13 2023, διαθέσιμο εδώ
- Bitesized Nightmares, το κανάλι του δημιουργού στο YouToube, διαθέσιμο εδώ
- Skinamarink – Official Trailer [HD] | A Shudder Original, διαθέσιμο εδώ