Της Νίκης Καραχάλιου,
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί επί της ουσίας, εντός του υφιστάμενου συνταγματικού πλαισίου, τη μοναδική δικλείδα ασφαλείας, που διαθέτουμε για την πιστή εφαρμογή του Συντάγματος. Η τήρηση δε του υπάτου νόμου μιας Πολιτείας δεν είναι απλή υπόθεση, αντιθέτως, ανάγεται σε ζωτικής και επείγουσας σημασίας ζητούμενο, δεδομένου ότι το Σύνταγμα λειτουργεί ως «μανδύας προστασίας» των πολιτών, της Δημοκρατίας και του θεσμικού συστήματος απέναντι στην κυβερνητική και σε οποιαδήποτε άλλη αυθαιρεσία. Ως εκ τούτου, θεωρείται εκείνο το πεδίο του νόμου με τη μεγαλύτερη πρακτική εφαρμογή, αποτελώντας αντικείμενο διερεύνησης των συνταγματολόγων, καθώς και αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης των κομμάτων.
Το άρθρο 93 παρ. 4, το οποίο αναφέρει ότι «τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα, ως προς το κομμάτι του ελέγχου, εφαρμόζει το διάχυτο και παρεμπίπτον σύστημα. Επί του πρακτέου, αυτό σημαίνει ότι κάθε δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει στη δικαστική ιεραρχία και τον κλάδο δικαιοσύνης στον οποίο ανήκει, μπορεί να διερευνήσει αν ο νόμος που καλείται να εφαρμόσει στην εκάστοτε υπόθεση εναρμονίζεται ή όχι με το Σύνταγμα. Ουσιαστικά, το αποτέλεσμα βασίζεται στην κρίση του οποιοδήποτε δικαστή. Η υιοθέτηση αυτού του συστήματος, η οποία ανάγεται σε ιστορικούς λόγους, μπορεί κάποτε να εναρμονιζόταν με τη συνταγματική συνθήκη, στις μέρες μας, όμως, «ξεπηδούν» όλο και περισσότερες δυσλειτουργίες από το υπάρχον σύστημα.
Η πολυφωνία που χαρακτηρίζει το σύστημα, αφού ο εκάστοτε δικαστής δύναται να δίνει τον δικό του ερμηνευτικό χρωματισμό, με αποτέλεσμα πολλές φορές να διίστανται οι δικαστικές αποφάσεις, η κωλυσιεργία της έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων, δεδομένου ότι ο δικαστής οφείλει πρώτα να ελέγχει συνταγματικά τους νόμους, αλλά και το φαινόμενο της κήρυξης των νόμων ως αντισυνταγματικών χρόνια μετά την εφαρμογή τους, συνιστούν προβλήματα, που απορρέουν, κυρίως, από το σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου. Και με τη σειρά τους, αυτές οι δυσλειτουργίες του υφιστάμενου συνταγματικού πλαισίου γεννούν στους πολίτες την αίσθηση της κυριαρχίας της ανασφάλειας δικαίου, η οποία, ωστόσο, είναι πράγματι υπάρχουσα, καθώς εκτός των άλλων δεν μπορούμε μετά βεβαιότητος να ελέγξουμε αν υφίσταται ή όχι καταστρατήγηση του Συντάγματος.
Υπό τις συνθήκες αυτές κι όντας αντιμέτωποι με τέτοιας βαρύνουσας σημασίας λειτουργικά προβλήματα, πολλοί συνταγματολόγοι προβάλλουν ως λύση την ίδρυση στη χώρα των Συνταγματικών Δικαστηρίων, τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να ελέγχουν εάν μια διάταξη νόμου είναι πλήρως εναρμονισμένη με τον ύπατο νόμο. Αν εφαρμόσει το συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, η Ελλάδα θα ακολουθήσει έτσι το παράδειγμα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ, παράλληλα, η προοπτική αυτή βρίσκει πολλούς συνταγματολόγους αντίθετους. Παρακάτω παρατίθεται προσωπική άποψη επί του θέματος.
Καταρχάς, να διευκρινιστεί ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, τασσόμαστε υπέρ της ίδρυσης των Συνταγματικών Δικαστηρίων. Η επιλογή αυτή, εντούτοις, συνιστά μια εξαιρετικά κρίσιμη απόφαση και το ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί ενδελεχώς. Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν συνιστά ένα απλό ζήτημα. Αντιθέτως, την ίδρυσή του θα χρειαστεί να ακολουθήσουν και ριζικές αλλαγές στο δικαστικό σύστημα, το οποίο ούτως ή άλλως είναι δύσκολο κι επικίνδυνο εγχείρημα. Συγκεκριμένα, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα αναχθεί αυτομάτως σε ανώτατο δικαστήριο μαζί με τα ήδη υπάρχοντα, δηλαδή τον Άρειο Πάγο, το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Πέρα από το γεγονός ότι είναι οξύμωρο μία μικρή χώρα σαν την Ελλάδα να διαθέτει τέσσερα ανώτατα δικαστήρια, το ΣτΕ θα βρεθεί αναπόφευκτα στο επίκεντρο των αλλαγών κι ο ρόλος του θα χρειαστεί να επαναπροσδιοριστεί, καθώς, μέχρι τώρα, είναι το δικαστήριο που εκτελεί το μεγαλύτερο μέρος του ελέγχου. Κι εδώ θα πρέπει να προσδιορίσουμε επ’ ακριβώς το ποιες θα είναι οι ουσιαστικές αρμοδιότητες και του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο, μάλιστα, θα αποτελεί δίπλα στην Κυβέρνηση, τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έναν νέο βασικό «παίκτη» στην πολιτική σκηνή, καθώς θα παρεμβαίνει άμεσα στην κυβερνητική πολιτική κι αυτό ενέχει, φυσικά, πολλούς κινδύνους. Γιατί μπορεί, από τη μία, να οδηγηθούμε κατά κάποιο τρόπο σε μια «δικτατορία» των μειοψηφούντων δικαστών, δεδομένου πως αν αυτοί κρίνουν ότι ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν αποτελεί σημαίνον αντίβαρο κι, από την άλλη, ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα είναι η Κυβέρνηση αυτή που θα παρεμβαίνει στο έργο των δικαστών; Ποιος μας εγγυάται την αντικειμενική και αμερόληπτη κρίση τους; Ποια δικλείδα ασφαλείας υπάρχει ή είναι δυνατό να υπάρξει για να μην παρεμβαίνει η εκάστοτε Κυβέρνηση στο έργο τους, ώστε να προστατεύσει τις πολιτικές της από τον κίνδυνο της κήρυξής τους ως αντισυνταγματικές; Στον αντίποδα, ποια δικλείδα ασφαλείας θα είναι αυτή που θα μας βεβαιώσει ότι οι ίδιοι οι δικαστές δεν θα υποκύψουν σ’ αυτές τις παρεμβάσεις, προστατεύοντας ως εκ τούτου τον κυβερνητικό θώκο; Συνεπώς, κρισιμότερο όλων είναι το θέμα του διορισμού των συνταγματικών δικαστών! Ποια θα είναι τα κριτήρια; Θα υπάρχει ανεξάρτητο όργανο διορισμού ή θα διορίζονται απευθείας από την Κυβέρνηση; Κι αν συσταθεί αυτό το όργανο, από ποιους θα απαρτίζεται και ποιοι θα το επιλέξουν αυτό; Όλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας ζητήματα, που θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά αν δεν θέλουμε να υπονομεύσουμε τον θεσμό.
Αντιθέτως, στο υφιστάμενο καθεστώς εντοπίζονται πολλά προβλήματα. Δηλαδή, υπάρχει ανασφάλεια δικαίου, οι πολίτες και το Σύνταγμα έχουν αφεθεί στο έλεος αυτής της ανασφάλειας, ενώ οι θεσμοί υπεισέρχονται σε κρίση. Στο σημείο αυτό, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται να θεραπεύσει την υπάρχουσα κατάσταση από τις δυσλειτουργίες της, να εγγυηθεί την τήρηση του Συντάγματος, αλλά και να συμβάλει στην αναδιάταξη του δικαστικού συστήματος της χώρας. Η σημαντικότερη αλλαγή που φιλοδοξείται να επιφέρει η ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι η διεξαγωγή του προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος θα συμβάλει ουσιωδώς στην τήρηση της ασφάλειας του δικαίου.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν στοιχεία προληπτικού δικαστικού ελέγχου, που αν, όμως, υπήρχε σχετική πρόβλεψη θα είχε εμποδίσει την εφαρμογή πολλών συνταγματικών νόμων. Ας θυμηθούμε το δημοψήφισμα του 2015, το οποίο παρουσιάζει πολλά στοιχεία ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας και το οποίο, αν εφαρμοζόταν, ο προληπτικός έλεγχος πιθανότατα να μην διεξαγόταν, ή το ζήτημα του κλεισίματος της Ε.Ρ.Τ. Ως εκ τούτου, θα δινόταν λύση και στο πρόβλημα της κήρυξης των νόμων ως αντισυνταγματικών, αρκετό καιρό –χρόνια– μετά την εφαρμογή τους, πρακτική αρκετά συχνή στη χώρα μας που σίγουρα παρατείνει την αίσθηση της ανασφάλειας δικαίου.
Πράγματι, είναι γεγονός ότι το Σύνταγμα επιδέχεται πολλών ερμηνειών, ωστόσο, το πρόβλημα της συνταγματικής ερμηνείας οδηγεί σε συγκρούσεις και αποκλίσεις της νομολογίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Ούτε, βεβαίως, οι συνταγματολόγοι είναι δυνατόν να δώσουν λύση στο ζήτημα αυτό. Άλλωστε, αυτό το διαπιστώσαμε πρόσφατα, εν καιρώ πανδημίας, με το θέμα της συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Ελλείψει μιας ισχυρής φωνής, την οποία μπορεί να προσφέρει το Συνταγματικό Δικαστήριο, οι αντιφάσεις της νομολογιακής κρίσης είναι δεδομένες. Τέλος, εντός του υφιστάμενου συνταγματικού πλαισίου, είναι αδύνατον να ελεγχθεί, αν τηρείται τουλάχιστον, η νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ενώ, από την άλλη, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και οι κυβερνητικές πράξεις δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Ουσιαστικά, δεν υπόκεινται ελέγχου και αφήνουν περιθώρια αυθαιρεσίας.
Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, λοιπόν, μπορεί να αποτελέσει εγγύηση για την τήρηση του Συντάγματος, αλλά και για την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος με θετικό πρόσημο. Η σταθερότητα που το χαρακτηρίζει δύναται να οδηγήσει σε ενίσχυση της Δικαιοσύνης στη χώρα και να βάλει τέλος, μεταξύ άλλων, και στην καθυστέρηση έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων. Σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζεται ότι η κρίση των συνταγματικών δικαστών θα είναι ορθή. Σε καμία περίπτωση η ίδρυσή του δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Έτσι, αν και υπέρμαχος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η αναθεώρηση του άρθρου 93, παρ. 4 πρέπει να αποτελεί την ύστατη λύση…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χρειαζόμαστε πραγματικά ένα Συνταγματικό Δικαστήριο; Μια πάντα επίκαιρη συζήτηση, Βασίλειος Π. Ανδρουλάκης, Πάρεδρος Σ.τ.Ε., ΟΜΙΛΟΣ ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ ΜΑΝΕΣΗ, διαθέσιμο εδώ
- Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ενόψει της διάκρισης σε συστήματα ισχυρού και ασθενούς τύπου, Ακρίτας Καϊδατζή, διαθέσιμο εδώ