Της Ειρήνης Λάττα,
Νομίζω πως η διαδικτυακή κοινωνικοποίηση–κοινωνικότητα συνδέεται άμεσα με τη διατήρηση ενός καλοφτιαγμένου και χωρίς ατέλειες «φαίνεσθαι», όσο και αν οι περισσότεροι δεν το παραδεχόμαστε. Ασυνείδητα συνδέουμε κάθε πράξη της καθημερινότητάς μας με την προβολή στο διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα, αδημονώντας για κάποιο like ή κάποια κίνηση επικρότησης της πράξης μας, για να νιώσουμε το αίσθημα αυτοπεποίθησης και σιγουριάς πως κάναμε κάτι καλά, μιας και πολλές βαθιές μας ανασφάλειες τις καλύπτει επιφανειακά η γνώμη των άλλων.
Συνεχείς αναρτήσεις, στόρυ, βίντεο, απεικόνιση και «ανέβασμα» στιγμών, γίνονται τόσο εύκολα προϊόντα του διαδικτύου, μαζί με τις δικές μας προσωπικότητες. Τελικά, όμως, το όφελος ποιο είναι; Γινόμαστε καλύτεροι και λαμβάνουμε την αυτοπεποίθηση που μας λείπει; Καλύπτουμε τις ανασφάλειές μας; Ή μήπως όλα αυτά γίνονται χειρότερα, αφού στο παιχνίδι θα μπει και η σύγκριση με τους υπόλοιπους διαδικτυακούς και μη χρήστες; Μήπως θα αποκτήσουμε, έτσι, περισσότερες ανασφάλειες και απωθημένα; Και μήπως θα γινόμαστε ολοένα και περισσότερο αχάριστοι με όσα έχουμε και το παρόν που ζούμε, οραματιζόμενοι ένα –φαινομενικά– τέλειο μέλλον, που, φυσικά, ούτε αυτό θα μας πληροί; Φαύλος κύκλος.
Έχουμε ξεχάσει πώς είναι να συναντάμε οικογένεια και φίλους και να μη μας συντροφεύει το πλήθος κινητών πάνω στο τραπέζι, με το άγχος μήπως το δικό μας χτυπήσει ή με τη σκέψη πως ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούμε να αφήσουμε την παρέα μας και να ασχοληθούμε με αυτά, με τα likes μας, με τα στόρυ που ανεβάζουν οι διαδικτυακοί μας «φίλοι», με το τι μπορούμε να ανεβάσουμε εμείς στο διαδίκτυο για να διατηρήσουμε την καλή μας εικόνα ή και για να παίξουμε παιχνίδια, για να μη βαριόμαστε. Και το χειρότερο είναι πως, με την ίδια νοοτροπία, μαθαίνουν και τα νέα παιδιά να ζουν. Δε μπορούμε να σκεφτούμε καν την περίπτωση να μην επιλέξουμε τον δρόμο της ευκολίας και να γνωρίσουμε σε βάθος τον διπλανό μας ή να οξύνουμε λίγο το πνευματικό μας υπόβαθρο με κάποιου είδους συζήτηση.
Πολλοί ακόμα επιλέγουν να βρουν ταίρι από το διαδίκτυο και, μάλιστα, μέσα από τις δημοσιεύσεις και τα likes τους, θεωρούν ότι ξέρουν τι ψυχή και τι προσωπικότητα έχουν. Δε λέω, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που ανθρώπινες σχέσεις ευδοκίμησαν με αυτόν τον τρόπο, αλλά χάνεται η ανθρώπινη επαφή και δεν το καταλαβαίνουμε. Είναι τρομακτικό, όμως, το να βλέπουμε τι αφήνει κάποιος να φανεί στο διαδίκτυο ή ποιες είναι οι διαδικτυακές του συνήθειες και να νομίζουμε ότι ξέρουμε την ψυχή του και τι άνθρωπος είναι. Χάνεται η ουσιαστική έκθεση στον άλλον λόγω δικών μας ανασφαλειών και φόβων και προτιμάται η έκθεση στο διαδίκτυο, όπου παρουσιάζουμε όσα κομμάτια μας θέλουμε ή δημιουργούμε νέα. Απομονώνουμε την ψυχή μας από όλους και πιστεύουμε πως δεν υπάρχει κανείς να μας καταλάβει, χωρίς να έχουμε δοκιμάσει καν μια ουσιαστική σχέση. Νομίζουμε πως όλοι είναι κακοί, χωρίς να τους ξέρουμε καν σε βάθος. Νιώθουμε προδομένοι από απωθημένα και ανασφάλειες των άλλων, αλλά γινόμαστε σαν αυτούς που μας πλήγωσαν. Κουτσομπολεύουμε άλλους και νομίζουμε ότι είμαστε καλύτεροί τους, αντί να προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση τους.
Και μετά, γκρινιάζουμε για την ανθρωπότητα και κρίνουμε καθετί στη χώρα μας ή και παντού. Εμείς τι κάνουμε; Προσπαθούμε ή βολευόμαστε στη φαινομενική μας ευκολία; Γιατί και η σχέση με την οθόνη και τα κοινωνικά δίκτυα αυτό δηλώνει. Την εύκολη λύση ή και τη διπλή και τριπλή ζωή που μπορεί να έχει κανείς, χωρίς να τον νοιάζει το τι προκαλεί σε ανθρώπους που σχετίζονται μαζί του. Χάνεται η εμπιστοσύνη και μαθαίνουμε να ζούμε με καχυποψία και την πεποίθηση πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και ξεχνάμε πως όλα είναι καλύτερα από ό,τι φαίνονται, γιατί έχουν να κάνουν με ανθρώπους που είναι ικανοί για τόσα πολλά, αν ξυπνήσουν λίγο και ζήσουν ουσιαστικά. Αν αφοσιωθούν στο «είναι» τους και όχι στην επιφάνεια, αν γίνονται ένα με τους συνανθρώπους τους καθημερινά και αφήσουν, επιτέλους, το ανικανοποίητο εγώ τους. Αν αφήσουν λίγο τις οθόνες και τη διαδικτυακή ζωή και αδράξουν την πραγματική. Μπορεί να μην είναι πάντα εύκολο, αλλά αξίζει –έστω και λίγο– από την προσπάθεια και από τη γεύση της αληθινής ζωής.