Της Γεωργιάνας Τσίχλη,
Τα ναρκωτικά αποτελούν ζήτημα που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον επιστημονικό κόσμο διεθνώς, τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και σε επίπεδο καταστολής. Το ελληνικό δίκαιο τιμωρεί αφενός τη διακίνηση ναρκωτικών –τελούμενη με διάφορες μορφές, όπως, για παράδειγμα, την προμήθεια, την πώληση κ.α.– όσο και την κατοχή για προσωπική χρήση.
Αξίζει να σημειωθεί πως, ενώ στη χώρα μας η χρήση της κάνναβης –που αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα είδη ναρκωτικών– είναι απαγορευμένη, με εξαίρεση το είδος Cannabis Sativa L συγκεκριμένης περιεκτικότητας σε THC, «σε 25 χώρες και πόλεις του κόσμου, η συγκεκριμένη ουσία δε θεωρείται ναρκωτικό», μεταξύ των οποίων είναι: η Βραζιλία, η Τζαμάικα, η Βόρεια Κορέα και άλλες. Μάλιστα, στη Βόρεια Κορέα η κάνναβη δεν ταξινομείται καν ανάμεσα στα ναρκωτικά και τα φυτά αναπτύσσονται ελεύθερα κατά μήκους του δρόμου!
Αναφέροντας ότι μια συμπεριφορά ποινικοποιείται βάσει ενός δικαίου, εννοούμε πως η διάπραξη αυτής της πράξης από ένα άτομο επισύρει συγκεκριμένες κατά τον κώδικα ποινές. Οι ποινές αυτές πρέπει να έχουν οριστεί στον εκάστοτε ισχύοντα νόμο, πριν την τέλεση των αδικημάτων, τα οποία αφορούν ως αποτέλεσμα της αρχής: “Nullum crimen nulla poena sine lege”, που σημαίνει: «Κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς Νόμο», και η οποία αναλύεται σε τέσσερις επιμέρους αρχές.
Βάσει αυτών, ο ποινικός νόμος πρέπει να είναι γραπτός (scripta), ορισμένος (certa), σαφής (stricta) και προηγούμενος της πράξης (praevia). Η σημασία της παραπάνω διατύπωσης, όπως αναλύεται και από τον καθηγητή Ποινικού Δικαίου Γιάννη Μπέκα, βρίσκεται σε συνάρτηση με την ανάγκη του νομοθέτη να εξασφαλίσει στον πολίτη ασφάλεια δικαίου και να μην υπάρχει αμφιβολία, ότι θα καταδικαστεί για έγκλημα, που ο νόμος δεν περιλαμβάνει σαφώς μέχρι την τέλεση της πράξης του. Αφορά όλα τα εγκλήματα και, ως εκ τούτου, και τα εγκλήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά.
Ο Έλληνας νομοθέτης –παρά την ύπαρξη μεγάλης ποικιλίας ναρκωτικών ουσιών και τη συνεχή ανακάλυψη νέων–, ακολουθώντας και τη γενικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί Ναρκωτικών, έχει καταγράψει στο άρθρο 1 του Ν. 4139/2013 τον ορισμό των ναρκωτικών, ώστε να καλύψει όσο το δυνατόν πληρέστερα τις ουσίες, των οποίων η διακίνηση και η χρήση απαγορεύονται.
Πιο συγκεκριμένα, ως ναρκωτικές θεωρούνται: «… οι ουσίες με διαφορετική χημική δομή και διαφορετική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα», οι οποίες μεταβάλουν τη θυμική κατάσταση του χρήστη και του προκαλούν ψυχική ή και σωματική εξάρτηση. Επιπρόσθετα, ως ναρκωτικές ουσίες νοούνται και οι ουσίες που χρησιμοποιούνται από την Ιατρική για την ανακούφιση ατόμων που υποφέρουν από χρόνιες ασθένειες. Η παρ. 2 του ίδιου άρθρου παραπέμπει στους τέσσερις πίνακες του άρθρου 1 του ν 3459/2006, που περιέχουν όλες τις ουσίες που μέχρι σήμερα ποινικοποιούνται, χωρισμένες ανά κατηγορίες.
Δεδομένου ότι τα «ναρκοεγκλήματα» αποτελούν τη βασικότερη αιτία υπερπλήρωσης των ελληνικών φυλακών, δεν είναι απορίας άξιο το γιατί η επίλυση του ζητήματος αυτού απασχολεί διαρκώς την ελληνική δικαιοσύνη. Άλλωστε, με μια ματιά στην αντίστοιχη νομολογία, θα διαπιστώσει κανείς ότι τα εγκλήματα ναρκωτικών σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την τέλεση και άλλων ποινικά κολάσιμων πράξεων. Αυτός είναι και ο λόγος που ο ελληνικός ποινικός κώδικας αναφέρει κάποια εγκλήματα ως «διευκολυντικά» της χρήσης ναρκωτικών, όπως, για παράδειγμα, στην παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν/4139/2013.
Στο σημείο αυτό, κρίσιμο θα ήταν να γίνει διάκριση της ποινικής μεταχείρισης των σχετικών εγκλημάτων σε δύο μεγάλες κατηγορίες, με κριτήριο την εξάρτηση ή μη των δραστών.
Με τον όρο «εξάρτηση», το ποινικό δίκαιο δεν αναφέρεται απλώς στη «χρήση», αλλά απαιτεί τη συνδρομή περισσότερων προϋποθέσεων. Όπως ρητά αναφέρει η παρ. 1 του άρθρου 30 του Νόμου περί ναρκωτικών, ως εξαρτημένος νοείται «όποιος απέκτησε την έξη των ναρκωτικών και δεν μπορεί να την αποβάλει με δικές του δυνάμεις». Πρόκειται για άρθρο–σταθμό στην ποινική μεταχείριση των εξαρτημένων δραστών, δεδομένου ότι προβλέπει αισθητά ευνοϊκότερες ρυθμίσεις. Η μεταχείριση των εξαρτημένων δραστών περιγράφεται αναλυτικά στα άρθρα 30–35 του Ν.4139/2013, και αφορά τόσο την προδικασία όσο και το στάδιο έκτισης της ποινής εντός καταστήματος κράτησης.
Απ’ την άλλη, είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι στην κατηγορία των μη εξαρτημένων δραστών συμπεριλαμβάνονται και εκείνοι που κατέχουν ναρκωτικά για δική τους χρήση, χωρίς, όμως, να κρίνονται από το δικαστήριο ως εξαρτημένοι.
Βάσει του άρθρου 20 του Ν.4139/2013, τιμωρείται η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες ευρώ. Πρόκειται για τη βασική μορφή διακίνησης, που περιέχει πληθώρα πράξεων διακίνησης και κυκλοφορίας ναρκωτικών ουσιών και αφορά την τέλεση αυτών των πράξεων –καταρχήν και πλην εξαιρέσεων– από μη εξαρτημένους δράστες.
Επιπλέον, αποτελεί τη γενικότερη διάταξη και οι εφαρμοστές του δικαίου ανατρέχουν σε αυτήν, μη υπάρχουσας ειδικότερης πρόβλεψης σε άλλη διάταξη.
Διακεκριμένες περιπτώσεις εγκλημάτων προβλέπονται στα άρθρα 22 και 23 του Ν.4139/2013 και απειλούν με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών και με χρηματική ποινή από 50.000 έως 500.000 (άρθ. 22) και με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή από 50.000 έως 600.000 ευρώ (άρθ. 23), ή με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από 50.000 έως 1.000.000 ευρώ (παρ. 2 άρθ. 23). Το επαχθέστερο της ποινικής αντιμετώπισης στις περιπτώσεις αυτές έγκειται σε διαφορετικούς παράγοντες και οφείλεται, κυρίως: α) στην ίδια τη φύση της πράξης, ή στη μεγάλη επικινδυνότητα του τρόπου με τον οποίο τελέσθηκε, β) στην ιδιότητα αυτού που την τέλεσε, και γ) καθώς και στο έννομο αγαθό που κάθε φορά βλάπτεται.
Είναι προφανές, πως ο νόμος θέτει σε επαχθέστερη θέση –μεταξύ άλλων– αυτόν που διακινεί ναρκωτικές ουσίες κατ’ επάγγελμα, ή βιοπορίζεται από αυτό, ή αυτόν που διακινεί νοθευμένα ναρκωτικά με πιθανότητες πρόκλησης ακόμα και θανάτου στον αποδέκτη–χρήστη, ή, τέλος, αυτόν που προβαίνει σε συναφείς πράξεις σε χώρους που εντοπίζονται ανήλικοι, έναντι εκείνου που κατηγορείται για το έγκλημα της βασικής διακίνησης, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προστατευόμενα, κάθε φορά, έννομα αγαθά από κάθε διάταξη –όπως, για παράδειγμα, η υγεία, η ζωή και η ανηλικότητα– είναι αυτά που καθορίζουν το μέγεθος της εκάστοτε προσβολής.
Συχνά σε καθημερινούς διαλόγους επικρατεί η δυσφορία έναντι της ποινικοποίησης της «χρήσης» ναρκωτικών.
Η απάντηση στην αμφιβολία αυτή έγκειται στο γεγονός ότι το ελληνικό ποινικό δίκαιο, έχοντας έναν «πατερναλιστικό» χαρακτήρα, δεν ενδιαφέρεται απλώς για αυτόν που διακινεί κάτι παράνομα, αλλά τιμωρεί και αυτόν που κάνει χρήση, δεδομένου ότι, εφόσον ο ίδιος δεν είναι σε θέση να προστατέψει την υγεία και τη ζωή του, καλείται το κράτος μέσω του νόμου να επιβάλλει την τιμωρία, με απώτερο σκοπό να τον αποτρέψει από την επανάληψη συναφών πράξεων, σταματώντας, τελικά, την αυτοπροσβολή του. Πράττει, λοιπόν, σαν «πατέρας–γονιός», που έρχεται να σταματήσει την προσβολή της υγείας του «παιδιού του» μέσα από τη χρήση ουσιών, που βλάπτουν τη σωματική και ψυχική υγεία του.
Άλλωστε, το άρθρο 29 του Ν.4139/2013 απειλεί με φυλάκιση μέχρι πέντε μηνών, όποιον κατέχει, προμηθεύεται, ή κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών και καλλιεργεί φυτά κάνναβης, σε ποσότητες που δικαιολογούνται για την αποκλειστική από τον ίδιο χρήση. Πρόκειται για μια ευνοϊκότερη διάταξη, έναντι της βασικής μορφής διακίνησης. Αξιοσημείωτο είναι πως στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται πως ο δράστης μπορεί να μείνει ατιμώρητος, εάν αποδειχθεί η εντελώς περιστασιακή του χρήση.
Φτάνοντας, λοιπόν, στην αίθουσα του δικαστηρίου είναι απαραίτητο να έχει συμπληρωθεί πλήρης φάκελος, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας της υπόθεσης, προκειμένου να διαπιστωθεί η χρήση, η εξάρτηση και άλλα ελαφρυντικά ή επιβαρυντικά στοιχεία, που θα επιφέρουν σημαντικές διαφορές στην έκβαση της δίκης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Ναρκωτικά, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 6η έκδοση, Αθήνα, 2022
- Μπέκας Γιάννης, Πρακτική διδασκαλία Ποινικού Δικαίου, Α. Γενικό Μέρος, Εκδ. Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα, 2005
- Travel style, διαθέσιμο εδώ