Του Νίκου Χριστοδούλου,
Η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία ένα τεράστιο φιάσκο, που αντικατοπτρίζει τη γενικότερη θεσμική και πολιτική κρίση της μετεμφυλιακής εποχής. Είναι βάσιμο να ισχυριστεί κανείς, ότι τα γεγονότα που ακολούθησαν το δημοσίευμα μιας προσκείμενης στην ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) εφημερίδας της Λάρισας, «Ημερήσιος Κήρυξ» τον Μάιο του 1965, θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου, που οδήγησε τελικά στην επτάχρονη δικτατορία. Το πολιτικό πλαίσιο και το παρασκήνιο πίσω από την υπόθεση αυτή, χρειάζεται εκτενή ανάλυση και είναι ίσως καλύτερο να γίνεται τμηματικά. Για αυτό, ας επικεντρωθούμε στο δικαστικό σκέλος της σκευωρίας.
Στις 14 Νοεμβρίου 1966, ξεκίνησε η δίκη στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, που συνεδρίαζε στο Μέγαρο του Αρσακείου, με πρόεδρο τον αρεοπαγίτη Θεόδωρο Καμπέρη, στον οποίο είχε απονεμηθεί ο βαθμός του υποστρατήγου για την συγκεκριμένη περίσταση, και βασιλικό επίτροπο (εισαγγελέα) τον συνταγματάρχη Ηλία Παπαπούλο. Τους κατηγορουμένους υπερασπίστηκαν γνωστοί δικηγόροι, όπως οι Νικηφόρος Μανδηλαράς, Σταύρος Κανελλόπουλος, Νικόλαος Αλαβάνος, Αριστείδης Οικονομίδης, Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, Εμμανουήλ Στεφανάκης, Αλέξανδρος Σακελλαρόπουλος, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Τάλμποτ Κεφαλληνός και Ιωάννης Σεργάκης. Βασικός συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορουμένων αξιωματικών ήταν ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, ο θάνατος του οποίου μόλις λίγους μήνες αργότερα, στις 17 Μαΐου 1967, έμελλε να αποτελέσει μία από τις πλέον μυστηριώδεις υποθέσεις της ταραγμένης εκείνης περιόδου.
Μεταξύ των κατηγορουμένων ξεχωρίζει ο ανερχόμενος πολιτικός και γιος του τότε Πρωθυπουργού, Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος κατηγορούνταν ως πολιτικός ηγέτης της εν λόγω οργάνωσης που σχεδίαζε την ανατροπή του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Οι τρεις πρώτες μέρες της δίκης, καταναλώθηκαν για την ανάγνωση από τον γραμματέα του Στρατοδικείου των 475 σελίδων του βουλεύματος, ενώ άλλες τρεις σε ενστάσεις της υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Οι είκοσι ένας από τους είκοσι τέσσερις συνηγόρους, αγόρευσαν υποστηρίζοντας την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου. Από την πρώτη στιγμή άρχισαν αντεγκλήσεις ανάμεσα στον πρόεδρο και τον επίτροπο από τη μία και από την άλλη, τους συνηγόρους και είκοσι ένα κατηγορουμένους που ακολούθησαν «σκληρή» γραμμή, καταγγέλλοντας ολόκληρη την υπόθεση σαν σκευωρία.
Η εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας άρχισε στις 21 Νοεμβρίου. Την ίδια μέρα παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, και παρακολούθησε για λίγο τη δίκη από τις θέσεις των συνηγόρων, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Στο διάλειμμα χαιρέτησε με χειραψία όλους τους κατηγορούμενους. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι με την επίσκεψή του, ο Ανδρέας Παπανδρέου επιδίωξε να ενθαρρύνει τους κατηγορούμενους για να μην προβούν σε αποκαλύψεις. Όμως, ο Ανδρέας Παπανδρέου σε μακρές δηλώσεις του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Δια της παρουσίας μου επιθυμώ να επισημάνω την κατάφωρον παραβίασιν του Συντάγματος και των βασικών δικαιωμάτων του Έλληνος πολίτου, εις την οποίαν εστηρίχθη και συνεχίζει να στηρίζεται η μεγάλη σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ».
Την επομένη, στις 22 Νοεμβρίου, σε σύσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ένωσης Κέντρου, ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρθηκε στη δίκη και στην προσπάθεια του ανακριτή Λαγάνη, του ίδιου του βασιλιά Κωνσταντίνου να ταυτίσουν την Ένωση Κέντρου με τον ΑΣΠΙΔΑ και πρόσθεσε: «Η σκευωρία έχει αποκαλυφθεί. Έχει οργανωθεί από το παρακράτος της Δεξιάς. Και θα συμβεί εκείνο το οποίον έχομεν επαγγελθεί […] Όσοι ηδικήθησαν θα εύρουν δικαιοσύνην και όσοι ηδίκησαν θα υποστούν κυρώσεις…».
Έτσι, η δίκη σύντομα έγινε αντικείμενο έντονης πολιτικής αντιδικίας. Συνεχίστηκε με βασικούς μάρτυρες κατηγορίας τον δημοσιογράφο Νίκο Σαμψών και τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα. Ο Αντιστράτηγος Άρης Μπουλούκος στις αναμνήσεις του για εκείνη την περίοδο έγραψε: «Από την κατάθεση του στρατηγού Γρίβα, από τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις της υπεράσπισης και από το πόρισμα του επιτελάρχη του, που υποβλήθηκε στις 10 Μαΐου 1965, προκύπτει το δραματικό δίλημμα για τον στρατηγό-μάρτυρα κατηγορίας. Είτε υπήρξε ο ίδιος το ακούσιο όργανο των σκοτεινών δυνάμεων που χρησιμοποίησαν την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ για να πλήξουν την κυβέρνηση της Ε.Κ. και τη Δημοκρατία, είτε υπήρξε εκούσιος συνεργός της όλης υπονομευτικής μηχανορραφίας, ο Γρίβας αντιμετώπισε πράγματι ένα δραματικό δίλημμα γιατί, όταν «απεκάλυπτε» την ύπαρξη του ΑΣΠΙΔΑ, δεν φανταζόταν ποτέ ότι έτσι άνοιγε τον δρόμο σε συνωμότες επίδοξους δικτάτορες. Νόμιζε τότε ότι χτυπούσε πολιτικά τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στη κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου και του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και τώρα καταλάβαινε ότι τον χρησιμοποιούσαν παρακρατικοί μηχανισμοί για την ανατροπή της δημοκρατίας στην Ελλάδα…».
Στις 26 Ιανουαρίου 1967, αποφασίστηκε να συνεχιστεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών και να απαγορευτεί η δημοσίευση πρακτικών. Την πρόταση έκανε ο επίτροπος Παπαπούλος, επικαλούμενος λόγους δημοσίας τάξεως. Η απόφαση αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων των κομμάτων. Ο Γεώργιος Παπανδρέου δήλωσε, ότι η απόφαση του στρατοδικείου προκαλεί κατάπληξη και αγανάκτηση. «Παύει πλέον να είναι δίκη. Γίνεται Ιερά Εξέτασις», είπε. Η Ε.Δ.Α. χαρακτήρισε την απόφαση «αίσχος». Και το ΦΙΔΗΚ (Στεφανόπουλος-Μητσοτάκης κ.α.) χαρακτήρισε την απόφαση «απαράδεκτη» γιατί «παραβιάζει τας συνταγματικάς εγγυήσεις διά την απονομήν της δικαιοσύνης και την υπεράσπισιν των κατηγορουμένων». Οξύτερος απ’ όλους, ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτήρισε την απόφαση «κατάφωρον παραβίασιν του άρθρου 92 του Συντάγματος».
Ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αφενός διέβλεψε τους κινδύνους ενός ακραίου πολωτικού κλίματος που απειλούσε να οδηγήσει σε ανατροπή του πολιτεύματος. Αφετέρου, κατ’ αρχήν συνέστησε μετριοπάθεια: «Οφείλω να συστήσω ψυχραιμίαν και ήρεμον εκ μέρους και αυτού του Τύπου παρακολούθησιν της σοβαρωτάτης ταύτης υποθέσεως. Εξάλλου, εάν επιβεβαιωθούν αρμοδίως, καθ’ όλην την δραματικήν αυτών έκτασιν, τα υπό του εκδοθέντος βουλεύματος επισημανθέντα, δεν πρόκειται τούτο να είναι και τόσον ευχάριστον δια την εξέλιξιν των πολιτικών και, γενικότερον, των εθνικών μας πραγμάτων, ώστε να δικαιολογήται αγαλλίασις οιασδήποτε μερίδος του πολιτικού κόσμου της χώρας».
Στη συνέχεια ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωσε ότι «είχεν αρκέσει δεκαέξ μηνών διακυβέρνησις της χώρας υπό της Ενώσεως Κέντρου δια να αρχίση επικρατούν το πνεύμα της διαλύσεως και εις αυτάς τας ενόπλους δυνάμεις» και συνέχισε: «Εάν παρέμενεν εις την εξουσίαν ολίγους ακόμη μήνας η κυβέρνησις του κ. Γ. Παπανδρέου, ο ελληνικός στρατός θα εγνώριζε και πάλιν ημέρας οικτράς που θα υπενθύμιζον αφενός μεν την μετά το 1924 περίοδον της αβασιλεύτου Δημοκρατίας, δηλαδή την περίοδον των ποικιλωνύμων στρατιωτικών συνδέσμων, κλικών και κινημάτων, αφετέρου δε και ειδικότερον την Μέσην Ανατολήν, με την υπονομευτικήν εις βάρος του έθνους συνεργασίαν των δήθεν δημοκρατικών με τους κομμουνιστάς. Η 15η Ιουλίου υπήρξεν, επομένως, ημέρα ματαιώσεως ενός μεγάλου κινδύνου εις βάρος του έθνους και ημέρα σωτηρίας της δημοκρατίας».
Στο στρατοδικείο ο Μανδηλαράς μέσω των ερωτήσεών του, πέτυχε την πρόκληση πίεσης προς τους μάρτυρες κατηγορίας. Μάλιστα ένας από αυτούς κάποια στιγμή έντονα εκνευρισμένος επιτέθηκε εναντίον του Μανδηλαρά, ο οποίος σώθηκε χάρη στην παρέμβαση των αστυνομικών. Ο Ναξιώτης δικηγόρος, ήταν από αυτούς που ανέδειξαν στο δικαστήριο τον κομβικό ρόλο στη συνωμοσία του ΑΣΠΙΔΑ, του Γεώργιου Παπαδόπουλου, γνωστού ως τότε για το διαβόητο σαμποτάζ του Έβρου (Ιούνιος 1965) και ως γραμματέα της «Συντονιστικής Επιτροπής» που είχε καταρτίσει το «Σχέδιο Περικλής» (1961).
Ο Μανδηλαράς σύμφωνα με όσα ανέφεραν στον Γιάννη Ράγκο ο αείμνηστος ποινικολόγος Αριστείδης Οικονομίδης, ο τέως βουλευτής Νίκος Λεβογιάννης και ο Γιώργος Ρωμαίος, δημοσιογράφος και πολιτικός, κατέθεσε στον πρόεδρο του Στρατοδικείου Θεόδωρο Καμπέρη (επρόκειτο για αρεοπαγίτη στον οποίο δόθηκε ειδικά για την περίσταση ο βαθμός του Αντιστράτηγου της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης), μια ψυχιατρική γνωμάτευση για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Ο Αριστοτέλης Οικονομίδης εκτιμούσε ότι αυτή του η ενέργεια καθόρισε στη συνέχεια την τύχη του.
Την 16η Μαρτίου, το Στρατοδικείο έβγαλε την απόφασή του. Συγκεκριμένα, καταδικάστηκαν σε δεκαοχτώ χρόνια κάθειρξη και πεντάχρονη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων οι εξής: ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Παπαπέτρος, ο αντισυνταγματάρχης Α. Δαμβουνέλης, οι λοχαγοί Άρις Μπουλούκος, Τάκης Παπαγεωργόπουλος και ο Θεοφάνης Τόμπρας σε κάθειρξη δεκατριών χρόνων και πεντάχρονη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Οι λοχαγοί Δ. Παπαγιαννόπουλος και Γιάννης Πανούτσος, σε κάθειρξη οκτώ χρόνων και πεντάχρονη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ο αντισυνταγματάρχης Δ. Παραλίκας και οι λοχαγοί Α. Βλάχος και Α. Κεπενός, σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Ο λοχαγός Γ. Κωστόπουλος, οι λοχαγοί Χ. Θεοδώρου, Ι. Μαρκέτης και Μ. Γεωργίου, σε δύο χρόνια. Αθώοι κηρύσσονται οι συνταγματάρχες Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Δημήτριος Χονδροκούκης και Σπυρίδων Τσαμασιώτης, ο αντισυνταγματάρχης Τ. Κατσημήτρος, κ.α. Ωστόσο, αργότερα απαλλάχθηκαν οι τρεις λοχαγοί που ομολόγησαν ότι η οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ υφίστατο και βοήθησαν στην ανακριτική διαδικασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παντελής, Μ. Αντώνης, (2018), Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: ΛΙΒΑΝΗΣ.
- Παπαδιαμάντης, Δημήτρης, (2016), Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, Διαθέσιμο εδώ
- Στούκας, Μιχάλης, (2022), Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς και η δολοφονία του από όργνα της χούντας το 1967, Διαθέσιμο εδώ