Της Σπυριδούλας Βλάχα,
Στην εποχή μας, κοινωνικά φαινόμενα όπως ο ρατσισμός, η βία, οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις, θεωρούνται φαινόμενα που εκφράζονται από μία μερίδα πολύ συγκεκριμένων ανθρώπων: εκείνων που δεν έχουν λάβει «επαρκή» εκπαίδευση. Στον αντίποδα, το πεδίο των επιστημών και της γνώσης θεωρείται ένας χώρος απαλλαγμένος από οποιουδήποτε είδους μεροληψία, αλλά αντίθετα, βασικό του χαρακτηριστικό αποτελεί η επιδίωξη της αντικειμενικότητας και η παραγωγή μίας ουδέτερης γνώσης. Είναι, όμως, στην πραγματικότητα έτσι τα πράγματα;
Ο όρος «επιστημική βία» ίσως φαντάζει αντιφατικός –αφού η επιστήμη και η βία, σύμφωνα με την κοινή άποψη, είναι δύο αντίθετες έννοιες–, ωστόσο είναι πέρα για πέρα αληθινός. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένα σύστημα παραγωγής γνώσης θεωρείται περισσότερο αξιόπιστο σε σχέση με κάποιο άλλο, το οποίο εκλαμβάνεται ως κατώτερης αξίας. Αποτέλεσμα αυτού είναι η επιστημοκτονία, δηλαδή η ολοκληρωτική αποσιώπηση και κατάργηση ολόκληρων συστημάτων γνώσης.
Σύμφωνα με την Kristie Dotson, προκειμένου να επιτευχθεί μια αποτελεσματική επικοινωνία, χρειάζεται «ένα ακροατήριο πρόθυμο και ικανό να μας ακούσει». Η επιστημική βία αφορά αυτήν ακριβώς την άρνηση του ακροατηρίου –σκόπιμη ή μη–, να ακούσει και να κατανοήσει τον λόγο του ομιλητή. Μάλιστα, η Dotson διακρίνει δύο βασικές διαδικασίες με τις οποίες λαμβάνει χώρα η επιστημική βία. Η πρώτη ονομάζεται «σίγαση της μαρτυρίας» (testimonial quieting) και αφορά την πρακτική κατά την οποία το ακροατήριο θεωρεί τον ομιλητή ως κάποιον ο οποίος δεν έχει γνώσεις και επομένως δεν είναι άξιος να ακουστεί, λόγω «ελεγχόμενων εικόνων», στερεοτύπων, δηλαδή, που κατασκευάζουν την εικόνα μιας κοινωνικής ομάδας. Η δεύτερη διαδικασία ονομάζεται «κατάπνιξη της μαρτυρίας» (testimonial smothering) και αφορά την αλλαγή της μαρτυρίας από τον ομιλητή, προκειμένου να ταιριάζει στο περιεχόμενο που μπορεί να κατανοήσει το ακροατήριο.
Ωστόσο, πώς θεσπίζονται τα κριτήρια με βάση τα οποία ένας ομιλητής θεωρείται άξιος ή μη λόγου και ποιο είναι το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται ο ομιλητής; Η Lisa Bergin αναφέρει πως, ανάλογα με τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, τα άτομα έχουν μια διαφορετική αναπαράσταση και κατανόηση του κόσμου. Ως αποτέλεσμα, λοιπόν, προκύπτει αυτό που η Dotson ονομάζει «τοποθετημένη άγνοια» και αφορά την απόσταση ανάμεσα σε ένα άτομο που δεν υφίσταται κάποιον περιορισμό (εθνικότητα, σεξουαλικότητα, οικονομική-κοινωνική κατάσταση, θρησκεία) και σε εκείνο που υφίσταται. Επομένως, το πρώτο άτομο είναι δύσκολο να κατανοήσει την οπτική του δεύτερου και τα εμπόδια που αντιμετωπίζει λόγω του περιορισμού του. Στη θέση του πρώτου, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε το λευκό δυτικό αρσενικό υποκείμενο της μεσαίας τάξης, ενώ στη δεύτερη θέση μία έγχρωμη γυναίκα κατώτερης τάξης (με κάθε πιθανό συνδυασμό των παραπάνω χαρακτηριστικών, για το δεύτερο άτομο).
Η Donna Haraway χρησιμοποιεί τον όρο «αποσωματοποιημένη επιστημονική αντικειμενικότητα», για να αναφερθεί στην αντίληψη ότι η γνώση παράγεται με έναν ουδέτερο τρόπο, χωρίς να ευνοείται κάποια συγκεκριμένη οπτική, αλλά παράγοντας αντικειμενικότητα. Ωστόσο, υποστηρίζει πως η γνώση παράγεται υπό το βλέμμα της αρρενωπότητας και της λευκότητας, με άλλα λόγια από λευκούς άνδρες επιστήμονες. Ο δυτικός άνδρας επιστήμονας, λοιπόν, παρουσιάζεται ως «ασώματος», ως κάποιος ο οποίος παράγει αντικειμενική και ουδέτερη γνώση σχετικά με τους «ενσώματους άλλους», οι οποίοι αντιπροσωπεύουν οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα, που ακριβώς λόγω του σωματοποιημένου χαρακτήρα τους, «δε μπορούν» να συμμετάσχουν σε μία διαδικασία αντικειμενικότητας.
Δεδομένης, επομένως, αυτής της ισχύος και εξουσίας που αποδίδεται στον δυτικό άνδρα επιστήμονα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως αυτός είναι που θεσπίζει τα κριτήρια αξιοπιστίας και εγκυρότητας της γνώσης, ενώ αποτελεί, ταυτόχρονα, το ακροατήριο από το οποίο πρέπει να εισακουσθεί οποιοσδήποτε άλλος ομιλητής. Επιπλέον, σε αυτή τη φιγούρα του επιστήμονα, μπορούν να προστεθούν και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, τα οποία θεωρείται ότι αποτελούν βασικά γνωρίσματα ενός λευκού δυτικού άνδρα, όπως είναι η ετεροκανονικότητα και μεσαία-υψηλή κοινωνική τάξη. Ως συνέπεια, η παραγωγή γνώσης από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, όπως είναι για παράδειγμα οι λευκές γυναίκες, οι έγχρωμες γυναίκες, οι φεμινίστριες και άτομα της LGBTQ+ κοινότητας, είναι πολύ πιθανό να αποσιωπάται και να απορρίπτεται.
Συνοψίζοντας, η αντικειμενικότητα η οποία θεωρείται ότι διακατέχει τον χώρο των επιστημών βρίσκεται υπό ιδιαίτερη αμφισβήτηση. Τα φαινόμενα της επιστημικής βίας και τα ιδεολογικά συστήματα που τη θεμελιώνουν είναι τόσο αόρατα και υπόρρητα, σε βαθμό που είναι δύσκολο να τα συνειδητοποιήσει κανείς, αφού πάνω σε αυτά είναι θεμελιωμένος ο κυρίαρχος τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε. Ίσως το πρώτο βήμα για να κατανοήσουμε τις θέσεις της Dotson, της Bergin και της Haraway είναι να αναρωτηθούμε σχετικά με εμάς τους ίδιους και το πλαίσιο στο οποίο ζούμε και αλληλεπιδρούμε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Haraway. D. (1988), Situated Knowledge: The Science Question in Feminism and the Privilege of Partial Perspective, Feminist Studies Inc., διαθέσιμο εδώ
- Dotson, K. (2011), Tracking Epistemic Violence, Traking Practices of Silencing, Hypatia, διαθέσιμο εδώ
- Epistemic violence against Indigenous People, iwgia.org, διαθέσιμο εδώ