Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Οι διεθνείς οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν ωθήσει τις Κυβερνήσεις να ασκήσουν πολιτικές δημοσιονομικής επέκτασης, καθώς αυτή την περίοδο αποτελεί τη μοναδική επιλογή για την «υποβοήθηση» της οικονομίας, εν μέσω νομισματικής «σύσφιξης» για την αναχαίτηση των πληθωριστικών πιέσεων. Οι κυβερνώντες προσπαθούν συνεχώς και με κάθε τρόπο να διευρύνουν κι άλλο τα δημοσιονομικά περιθώρια, με σκοπό να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες και να στηρίξουν περισσότερο τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις απέναντι στο κύμα ακρίβειας. Μάλιστα, θεωρείται πως όλα αυτά τα βοηθήματα και τα επιδόματα, σε συνδυασμό με τον ηπιότερο του αναμενόμενου χειμώνα στην Ευρώπη, έχουν συμβάλει σημαντικά στη θετική μεταβολή των προοπτικών ανάπτυξης για το 2023.
Το κύριο πρόβλημα με αυτή τη δημοσιονομική «χαλάρωση» είναι πως κατά περιπτώσεις πραγματοποιείται σε υπερβολικό βαθμό, διότι οι υπεύθυνοι χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής (Κυβερνήσεις) έρχονται αντιμέτωποι με ένα τεράστιο πολιτικό κόστος. Αυτό, μάλιστα, γίνεται πιο άμεσος κίνδυνος για το κυβερνητικό κόμμα σε προεκλογικές περιόδους, με την όποια δυσαρέσκεια της κοινωνίας να αναμένεται να φανεί άμεσα στα εκλογικά αποτελέσματα.
Γενικά, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία της Πολιτικής Οικονομίας, έχει παρατηρηθεί πως σε περιόδους πριν από εκλογές οι κυβερνώντες πραγματοποιούν σημαντικές αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες, με σκοπό να αφήσουν μια «γλυκιά επίγευση» στο εκλογικό σώμα για την κυβερνητική τους θητείας πριν από τις κάλπες και να ενισχύσουν το ενδεχόμενο επανεκλογής τους. Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως πολιτικός επιχειρηματικός κύκλος και έχει παρατηρηθεί με στατιστική σημαντικότητα μέχρι και σε θητείες Κυβερνήσεων που θεωρούνται δημοσιονομικά πιο συντηρητικές, όπως υποτίθεται ότι είναι και αυτή της Νέας Δημοκρατίας.
Ουσιαστικά, σε αυτό το φαινόμενο, του οποίου οι εξηγήσεις είναι αμφίρροπες, παρατηρείται μια πρόσκαιρη προσπάθεια των κυβερνώντων πριν από τις εκλογές να σημειώσουν μακροοικονομική οικονομική μεγέθυνση, μειώνοντας την ανεργία, ενισχύοντας την κατανάλωση και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να προκαλείται μια πρόσκαιρη ευημερία. Στην τρέχουσα περίπτωση της Ελλάδας, αυτό γίνεται λιγότερο απροκάλυπτα, καθώς όποια πρόσθετη (περιττή) οικονομική ενίσχυση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων γίνεται με το πρόσχημα του υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος αποδυναμώνει την αγοραστική ισχύ των καταναλωτών και διογκώνει τα λειτουργικά κόστη των παραγωγών.
Βραχυπρόθεσμα, όπως προείπαμε, οι πολίτες απολαμβάνουν τα οφέλη από τις κρατικές δαπάνες και τις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ παράλληλα οι κυβερνώντες κερδίζουν δημοτικότητα. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Όταν γίνεται κατάχρηση αυτών των δημοσιονομικών επεκτάσεων, διαμορφώνεται ένας δυσμενής αντίκτυπος για την οικονομία της χώρας μακροπρόθεσμα. Αρχικά, ενισχύεται περαιτέρω το επίπεδο του πληθωρισμού. Μάλιστα, εδώ και αρκετούς μήνες πολλοί οικονομολόγοι μιλούν για τις αντισταθμιστικές επιπτώσεις που έχει η ισχυρή δημοσιονομική «χαλάρωση» πολλών κρατών απέναντι στην άσκηση νομισματικής «σύσφιξης» των Κεντρικών Τραπεζών. Η εντελώς αντίθετη πλεύση αυτών των πολιτικών απλά καταλήγει σε (μερική) αναποτελεσματικότητα και των δύο.
Επιπλέον, άλλες σημαντικές επιπτώσεις του προεκλογικού αυτού φαινομένου είναι η διάβρωση του εμπορικού ισοζυγίου και η εντεινόμενη πιθανότητα «εκτροχιασμού» των δημόσιων οικονομικών μελλοντικά, βλάπτοντας την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Επίσης, οι θετικές επιπτώσεις τους μπορεί να φανούν σχεδόν μόνο σε ονομαστικά οικονομικά μεγέθη και όχι σε πραγματικά, διότι τα τελευταία επηρεάζονται περισσότερο από πιο ουσιαστικές βελτιώσεις των παραγωγικών συντελεστών.
Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται και την τρέχουσα περίοδο στην Ελλάδα, διότι εδώ και καιρό προβλέπεται βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος στη χώρα και εντείνονται οι προσδοκίες για πρόσθετες παροχές στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα, ειδικά αυτή η πολιτική έχει γίνει πλέον παράδοση, διότι παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα εκλογικά έτη από το 1981 και έπειτα. Για το 2023, ο κρατικός προϋπολογισμός εμπεριέχει οικονομικές ελαφρύνσεις ύψους €4 δις, οι οποίες πιθανών να αυξηθούν σε σενάρια κλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας. Επιπλέον, σε αυτά έχουν προστεθεί και έκτακτες ύψους €1 δις εντός του έτους. Ό,τι περισσέψει εκτιμάται πως θα αξιοποιηθεί σε άλλου είδους μόνιμες ή έκτακτες παροχές. Οι δαπάνες αυτές στοχεύουν κυρίως τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αλλά και τη μεσαία τάξη που αποτελεί την εκλογική βάση.
Δεν είναι απίθανο, μάλιστα, να υπάρξει και μια μεγάλη στροφή στην οικονομική πολιτική μετά τις εκλογές, με σκοπό τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά και τη συμμόρφωση με τις οδηγίες και τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αναμένεται να αυστηροποιηθούν προσεχώς. Αυτό ίσως να θεωρείται και το πιθανότερο σενάριο για τους επενδυτές της εγχώριας αγοράς, καθώς δεν έχει υπάρξει σημαντική αρνητική αντίδραση ως προς τις επενδύσεις τόσο στον χρηματιστηριακό όσο και στον εξωχρηματιστηριακό χώρο. Σε αυτήν την επενδυτική «αδιαφορία» βέβαια έχει συνεισφέρει και το ευρύτερο «νοικοκύρεμα» των δημοσιονομικών της Ελλάδας, οι θέσεις αντιστάθμισης του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. απέναντι στον επιτοκιακό κίνδυνο, αλλά και η γενικότερη σταδιακή συμμόρφωση σε κάθε επίπεδο με το πλαίσιο της Ε.Ε. Ωστόσο, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για τον εξορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών μας. Η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδος οριακά χαρακτηρίζεται βιώσιμη, ειδικά αν δεν υπήρχαν κάποιες «δικλείδες ασφαλείας» και μπορεί σχετικά εύκολα να ανατραπεί με μια κακή διαχείριση σε ένα τόσο οικονομικά ευμετάβλητο περιβάλλον.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως υπάρχει τεράστια ανάγκη για την αντιμετώπιση του οικονομικού αναλφαβητισμού που μας χαρακτηρίζει σαν λαό, ώστε να αποφεύγονται οι «μυωπικές αντιδράσεις» σε περιπτώσεις κατάχρησης του δημοσίου χρήματος. Οι αλόγιστες σπατάλες μπορεί να δημιουργήσουν αστάθεια, παρακμή (όπως και βιώσαμε την προηγούμενη δεκαετία) και να υπονομεύσουν τόσο το ατομικό όσο και το δημόσιο συμφέρον των πολιτών. Επιπρόσθετα, διαβρώνεται και ο ανταγωνισμός (όχι μόνο μεταξύ των επιχειρήσεων) στην οικονομία, καθώς συνήθως καταλήγουν να ευνοούνται οι πιο ισχυρές ομάδες συμφερόντων.
Κλείνοντας, κατά τη γνώμη μου, πιο εύστοχη ονομασία αυτού το φαινομένου στην Ελλάδα (και όχι μόνο) θα μπορούσε να είναι ο όρος «μακροοικονομικός λαϊκισμός», ο οποίος είχε χρησιμοποιηθεί από τον πρώην καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Χριστοδουλάκη, σε άρθρο του στον Οικονομικό Ταχυδρόμο το 1995, για να περιγράψει την περίοδο 1980-1994.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Οικονομία: Πώς αλλάζει η ψυχολογία νοικοκυριών κι επιχειρήσεων πριν τις εκλογές, ot.gr, διαθέσιμο εδώ