Της Γιάννας Φουρνάρη,
Η περίοδος της πανδημίας και ο πολύμηνος εγκλεισμός περιόρισαν σημαντικά τις καθημερινές δραστηριότητες των περισσότερων από εμάς αλλά, ευτυχώς, δεν μείωσαν –αντιθέτως τροφοδότησαν– την έμπνευση και τη φαντασία του Γιώργου Καπουτζίδη. Ο σεναριογράφος, το διάστημα αυτό συνυφαίνει τις ανησυχίες που του γεννήθηκαν αναφορικά με την αποδυνάμωση και μηχανοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, τη λεηλασία της φύσης και την έννοια της απώλειας, έτσι συνθέτει ένα έργο εκτίμησης και αφύπνισης, το αριστουργηματικό 42497.
Διαδραματίζεται σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου, εξαιτίας της ασύστολης περιβαλλοντικής εκμετάλλευσης και επιβάρυνσης του πλανήτη, το μόνο μέρος που είναι πλέον δυνατό να διατηρηθεί η ανθρώπινη ζωή είναι κάποιες στοές στα έγκατα της γης. Αυτό αποτελεί το ένα μόνο σκέλος του εφιάλτη καθώς απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά της παράστασης, γίνεται αντιληπτό πως η οργάνωση και η λειτουργία των κοινοτήτων εκεί απέχει έτη φωτός από θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες και δικαιώματα. Επιπλέον, έννοιες όπως «θάλασσα», «φιλί», «μουσική» ζουν μόνο μέσα απ’ τις φειδωλές διηγήσεις των γηραιότερων κατοίκων που είχαν ζήσει κάποια χρόνια στην επιφάνεια της γης. Αυτοί είναι και οι μόνοι που είχαν κάποτε κανονικό όνομα, καθώς πλέον στον καθένα δίνεται ένας κωδικός αριθμός που μετά τον θάνατό του μεταβιβάζεται στον αντικαταστάτη του.
Βέβαια, παρά τις συστηματικές προσπάθειες της Ανώτατης Αρχής Ελέγχου για πλήρη συναισθηματική απονεύρωση των μελών της κοινότητας και άμβλυνση κάθε κριτικής σκέψης, υπάρχουν μέλη που ενστικτωδώς αρνούνται να υιοθετήσουν αυτόν τον μηχανικό και εγωκεντρικό τρόπο δράσης, να πατήσουν επί πτωμάτων και να πειθαρχήσουν σε μια καθημερινότητα χωρίς ενδιαφέρον για τον διπλανό τους και πίστη στη ζωή. Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε την ιστορία του ευαίσθητου και δυναμικού Οκτώ, που διψασμένος για τα δαιμονοποιημένα εκεί συναισθήματα της αγάπης και της φιλίας, προσπαθεί να επιβιώσει με τους δικούς του όρους μέσα σε μια κοινότητα που η επικεφαλής μαζί με τους ευνοουμένους της υπακούουν τυφλά στην ανθρωποφαγική πολιτική της Ανώτατης Αρχής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ρόλος των πιο παθητικών ανθρώπων, των αδύναμων και των παρατηρητών και η στοχοποίηση, ο προσεταιρισμός και οι εκβιασμοί που υφίστανται από τους ισχυρούς. Οι ισορροπίες αλλάζουν εν μέρει όταν στην κοινότητα καταφθάνει ο ομοϊδεάτης του Οκτώ, ο Τέσσερα…
Εξίσου επιτυχής με την επιλογή των χαρακτήρων είναι και η επιλογή των ηθοποιών που τους ενσαρκώνουν, αφού καθένας τους ζωντανεύει τον ρόλο του με τρόπο μοναδικό. Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος δονείται ολόκληρος από την περιέργεια για τις ομορφιές του πάνω κόσμου και τον πόθο του να τις γνωρίσει. Έτσι, ξεσπά με απόλυτη φυσικότητα και χωρίς καμία ερμηνευτική υπερβολή απέναντι στον παραλογισμό της υπόγειας ζωής. Πολύ δυνατή και η χρήση της γλώσσας του σώματος που αποδίδει το μούδιασμα και την επιφυλακτικότητα απέναντι στη φυσική επαφή. Στο αντίπαλο δέος, η εξίσου έντονη ερμηνεία της Ανθής Σαββάκη που, τόσο η κοφτή εκφορά του λόγου όσο και οι μηχανικές άκαμπτες κινήσεις της, μας πείθουν για την ρομποτοποίηση που επερχόταν απ’ την τυφλή υπακοή της Ανώτατης Αρχής. Άλλη μια ερμηνεία που ξεχωρίζει είναι αυτή της Ειρήνης Βαλατσού, η οποία αποδίδει άκρως ρεαλιστικά την ανασφάλεια, τη διστακτικότητα αλλά και την κρυμμένη δύναμη της κοπέλας που ήταν ο αδύναμος κρίκος αυτού του συστήματος. Τέλος, η Κατιάνα Μπαλανίκα ακροβατεί με μοναδική ικανότητα ανάμεσα στο κυνικό χιούμορ και στην ευαισθησία, στην απογοήτευση και στην τρυφερότητα και λειτουργεί σαν φάρος συναισθηματικού πλούτου μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον.
Όσον αφορά τη σκηνογραφία και τη σκηνοθεσία, οι ασφυκτικές κυψέλες που είναι ο προσωπικός χώρος καθενός απ’ τους κατοίκους εντείνουν το αίσθημα απομόνωσης, απομάκρυνσης και μοναξιάς. Μάλιστα, είναι και εξοπλισμένες με σύστημα τερματισμού, εντός αυτών δηλαδή οι κάτοικοι πεθαίνουν αποκομμένοι από τους υπόλοιπους και συχνά με απόφαση των υπόλοιπων. Πάνω σε οθόνες που υπάρχουν σε όλη την αίθουσα προβάλλονται τα μηνύματα-εντολές της Ανώτατης Αρχής με συνοδευόμενες ακουστικές οδηγίες, η διατύπωση των οποίων παραπέμπει στις γνώριμες οδηγίες της πολίτικης προστασίας επί της πανδημίας, με αποτέλεσμα οι θεατές να ταυτίζονται σημαντικά με τους ήρωες. Τέλος, οι μόνες σκηνές εκτός στοάς, συμβολίζονται με την προβολή ενός ενάστρου ουρανού –όχι πάνω στη σκηνή αλλά στους τοίχους της αίθουσας πλάι στους θεατές– υπονοώντας έτσι πως ο ουρανός, η πηγή αισιοδοξίας για τον Οκτώ και τον Τέσσερα είναι το κοινό, οι άνθρωποι που παρευρίσκονται στην παράσταση και μπορούν ακόμη με τις επιλογές τους να αποτρέψουν τις θλιβερές εξελίξεις που παρουσιάζονται στο έργο.
Πίσω, λοιπόν, από τον σύντομο και συνθηματικό τίτλο 42497 κρύβεται πλειάδα μηνυμάτων και νοημάτων, πυκνών αλλά όχι στριμωγμένων ή παράταιρα «φυτεμένων». Καθένα από αυτά αναπτύσσεται και ξεδιπλώνεται πλήρως, άλλα με ανατριχιαστικούς συμβολισμούς κι άλλα με καθηλωτικούς διαλόγους. Θίγονται θέματα όπως το πλήγμα των ανθρώπινων σχέσεων και της ουσιαστικής επικοινωνίας, το bullying, η ανθρωποφαγία, η στέρηση των ελευθεριών στο όνομα μιας απροσδιόριστης και ομιχλώδους «ασφάλειας», ο παραγκωνισμός της τρίτης ηλικίας, η ανεπανόρθωτη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και η επικίνδυνη ανοχή. Το στοίχημα που κερδίζει ο Γιώργος Καπουτζίδης είναι πως με μια πιο προσεκτική ματιά καταλαβαίνουμε πως πολλά απ’ τα όσα βλέπουμε, δεν αποτελούν καταστροφολογικά σενάρια αλλά μάλλον προεκτάσεις νοσηρών καταστάσεων που ευδοκιμούν και στη δική μας, τη σημερινή κοινωνία.
Δεν μας αφήνει, όμως, με αυτήν τη τρομακτική συνειδητοποίηση αλλά, μέσω κάποιων ηρώων του, μας δείχνει τα εφόδια: Τα μαζί, το μοίρασμα, την ελπίδα, την τρυφερότητα, τη μνήμη, την αντίσταση, το όνειρο και τη σκέψη. Βγαίνοντας απ’ την υπόγεια αίθουσα του θεάτρου ΗΒΗ κοντοστέκεσαι ένα λεπτό και ανασαίνεις βαθιά κοιτώντας τον ουρανό, ακούγοντας τη μουσική απ’ τα γειτονικά μαγαζιά και τα γέλια των περαστικών και υπόσχεσαι στον μέσα σου Οκτώ πως θα κάνεις ότι μπορείς για να τα διαφυλάξεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- «42497»: Τι σημαίνει αυτός ο αριθμός στη νέα παράσταση του Γιώργου Καπουτζίδη;, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ