Του Στάθη Απόστολου,
Στις εκλογές της 7ης Ιούλιου του 2019, οι Έλληνες επέλεξαν τη σταθερότητα και την κυβερνησιμότητα, θέτοντας στο περιθώριο τη σύγχυση και την αστάθεια. Σχεδόν 4 χρόνια μετά, το ερώτημα αν αντέχουν οι θεσμοί της χώρας άλλες παλινωδίες πολιτικής χροιάς φαίνεται να είναι πιο επίκαιρο από ποτέ ενόψει και των εκλογών, οι οποίες θα διεξαχθούν σε λιγότερο από 3 μήνες.
Στις προηγούμενες εκλογές, όμως, παρόλο που η Χρυσή Αυγή, το «κακό παιδί» του κοινοβουλίου έμεινε εκτός, κάποιοι πολιτικοί σχηματισμοί γεννήθηκαν από τη μήτρα του, ενώ άλλοι είδαν για πρώτη φορά την πόρτα της εισόδου της Βουλής, με σκοπό να αναπληρώσουν τον ακραίο και διχαστικό λόγο της. Συνθήματα όπως «εμείς είμαστε με τους πολλούς, γιατί να δουλεύουν οι ξένοι στη χώρα;, να χτίσουμε ναρκοπέδιο και να επαναφέρουμε τη θανατική ποινή» ακούγονται από μια παράταξη, η οποία επιζητά την είσοδο στην εθνική αντιπροσωπεία και αποτελούν ξεκάθαρα δείγματα μιας ρητορικής άκρως διχαστικής.
Οι θέσεις αυτές –δυστυχώς– περιλαμβάνονται και στις προγραμματικές θέσεις ενός κόμματος, όπου έλαβε για πρώτη φορά το βάπτισμα του πυρός και εισήλθε στην εθνική αντιπροσωπεία. Όταν, μάλιστα, τα συνθήματα αυτά θίγουν τα αναφαίρετα δικαιώματα κάθε ανθρώπου και γίνονται αντικείμενο αντιπαράθεσης και εκτόξευσης πάσης φύσεως πομφολύγων αποτελούν τον πιο ακραίο και χονδροειδή λαϊκισμό. Ειδικότερα, όταν αυτό γίνεται συνειδητά απλά για ψηφοθηρικούς σκοπούς.
Ας θυμηθούμε πως η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να φαίνεται, αλλά πρέπει να είναι και τίμια. Μπορεί εκείνοι οι πολιτικοί σχηματισμοί, οι οποίοι φαίνονται πως εντάσσονται στο δημοκρατικό και συνταγματικό τόξο, φορώντας το περίβλημα της προάσπισης της Δημοκρατίας, όμως, στην ουσία, προκαλούν ανεπανόρθωτο ρήγμα στους θεσμούς της χώρας και στην αξιοπιστία των πολιτών προς αυτούς. Επιπλέον, η άρνηση σε όλα στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού δεν είναι πολιτική, όταν, μάλιστα, παρουσιάζονται καταστάσεις, που η ίδια η πραγματικότητα τους διαψεύδει και δεν τιμά ούτε αυτόν που τα λέει, ούτε το Κοινοβούλιο και την ίδια τη Δημοκρατία. Με βρισιές και με ύβρεις διάλογος παραγωγικός δε γίνεται και δεν μπορεί να συμβεί, πολλώ δε μάλλον όταν κάποιοι νομίζουν πως η Βουλή είναι αμφιθέατρο φοιτητικών εποχών και το βήμα της Βουλής ντουντούκα, όπως, επίσης, πως μέσα σε μια Δημοκρατία υπάρχουν άβατα ανομίας και αναρχίας.
Όμως, όταν δημοσκοπικά ένας καταδικασθείς πρώην βουλευτής διαθέτει –σχεδόν– το απαιτούμενο 3% για να εισέλθει στη Βουλή, είναι πραγματικά ανησυχητικό. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως βασικό συστατικό της Δημοκρατίας είναι η διαφάνεια και οι ορθές αποφάσεις της δημόσιας διοίκησης. Σκιές πάνω σε μια Δημοκρατία, η οποία, μάλιστα, απειλείται από την Τουρκία μόνο αποσταθεροποιητικό ρόλο έχει. Το Σύνταγμα είναι ξεκάθαρο και ως προς τις αρμοδιότητες, αλλά και ως προς το ποιες είναι οι συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές, και πού και πότε λογοδοτούν όσοι έχουν θέσεις ευθύνης. Μένει να φανεί τι εξυπηρετεί ο εμπαιγμός του Κοινοβουλίου ενόψει εκλογών, όταν, μάλιστα, από αμέλεια ή όχι είναι εν εξελίξει μια ρητορική, που αποδυναμώνει τους θεσμούς. Φυσικά, εδώ γίνεται λόγος για θεσμικό και πολιτικό ατόπημα από τους κατέχοντες θέσεις ευθύνης, που με τη στάση τους αποδυναμώνουν τους θεσμούς.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο εγγυητής του πολιτεύματος και είναι επιβεβλημένο να λειτουργεί ως ενοποιητικός παράγων στην κοινωνία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ανώτερος θεσμός του κράτους μας, ενός κράτους δικαίου που –αν και συμβολικά– διαθέτει στην κορυφή της πυραμίδας του, για τρίτη φορά, μια πρώην ανώτατη δικαστικό και, για πρώτη φορά, μια γυναίκα. Όλα αυτά, φυσικά, είναι ξεκάθαρα άξια αναφοράς από την πλευρά της Ιστορίας. Εύλογα κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί πώς αισθάνεται μια πρώην ανώτατη δικαστική λειτουργός, όταν βλέπει το δικαστικό σύστημα της χώρας να είναι ανίσχυρο και υποκείμενο φαινομενικά στην εκάστοτε πολιτική διάθεση.
Ζητήματα μείζονος σημασίας για τους θεσμούς και τη Δημοκρατία πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε θα υπάρχουν, όμως οφείλουμε να είμαστε σοβαροί απέναντι στα θέματα που είναι αμιγώς εθνικά. Το ζήτημα της διασπάθισης χρήματος ακόμα περισσότερο δημοσίου συνιστά σπουδαίο λόγο αντιπαράθεσης, όμως, όταν στη ζυγαριά τίθεται και το ζήτημα της αναίτιας –όπως όλα δείχνουν– παρακολούθησης του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, έτι περισσότερο όταν βρισκόμαστε υπό την απειλή πολέμου. Είναι εύκολα αντιληπτό ποιο είναι το σημαντικό. Η ψηφοθηρία και ο αγώνας για την καρέκλα ήταν αυτός που οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν στην εκ των έσω υπονόμευση της Ελλάδος και των θεσμών της. Επομένως, πρέπει να διδαχτούμε από την Ιστορία μας και το παρελθόν μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τουρκικό Casus belli: Τι σημαίνει η απειλή της Άγκυρας προς την Ελλάδα, documento.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η εξευτελιστική έκθεση της ΕΥΠ για την παρακολούθηση του Φλώρου, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ο σύντομος διάλογος Τσίπρα–ΠτΔ μπροστά στις κάμερες για υποκλοπές, capital.gr, διαθέσιμο εδώ