Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Προ ολίγων ημερών, δημοσιεύθηκαν από τη Eurostat, την Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή, τα στοιχεία για την πορεία του χρέους των κρατών–μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2022. Ως γνωστόν, η Ελλάδα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό χρέους προς Α.Ε.Π. (178,2%), καθώς η σταδιακή διόγκωσή του –ειδικά από την περίοδο της Μεταπολίτευσης και μετά–, σε συνδυασμό με την εσωτερική υποτίμηση, τα «γενναία» πακέτα διάσωσης κατά τη δεκαετή κρίση χρέους και τη χρόνια «καθίζηση» της ελληνικής οικονομίας, εκτόξευσε τον συγκεκριμένο δείκτη σε πρωτοφανή επίπεδα. Μάλιστα, στην περίοδο των lockdowns ο δείκτης ξεπέρασε το 200%, καθώς το Α.Ε.Π. της χώρας βούλιαξε και, συγχρόνως, ασκήθηκε αντισυμβατική δημοσιονομική πολιτική (παρά την «οπισθοβαρή» πολιτική της Κυβέρνησης), που αύξησε τις δημόσιες δαπάνες.
Ωστόσο, την περσινή χρονιά η Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του συγκεκριμένου δείκτη ανάμεσα στα κράτη–μέλη της Ένωσης. Ειδικότερα, ο μακροοικονομικός δείκτης χρέους προς Α.Ε.Π. υποχώρησε κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες, με τη χώρα μας –επιτέλους– να κατακτά μια θετική πρωτιά σε δημοσιονομικό θέμα. Πτώση, επίσης, παρουσιάστηκε και ευρύτερα στην Ευρωζώνη, με τον δείκτη να καταγράφεται στο 93%, ενώ μέχρι το προηγούμενο γ’ τρίμηνο του 2022 βρισκόταν στο 94,2%. Παρόμοια ήταν και η μείωση του ποσοστού χρέους προς Α.Ε.Π. στην Ε.Ε. από 86,4% στο 85,1%.
Η πτώση του δείκτη οφείλεται –σε μεγάλο βαθμό– στη σημαντική άνοδο του Α.Ε.Π., αλλά και στους υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, τα οποία υπερκάλυψαν τις αυξήσεις στο χρέος από τις δημόσιες δαπάνες τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης. Η Ελλάδα ξεχώρισε περισσότερο λόγω των υψηλότερων μεγεθών ανάπτυξης κατά το 2022, καθώς είχε (και έχει) μεγαλύτερα περιθώρια οικονομικής επέκτασης. Η ανάκαμψη κανονικά είχε ήδη εκκινήσει από την περίοδο 2018–19 και θα είχε συνέχεια, αν δεν παρουσιάζονταν η πανδημία, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία ως τροχοπέδη στις εγχώριες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, μέχρι τα τέλη του 2023 το χρέος της χώρας μας ίσως φτάσει κάτω από το 160% του Α.Ε.Π. και παρά τις προβλέψεις για πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (κάτω από 2%). Αυτή η καθοδική πορεία, βέβαια, του συγκεκριμένου μακροοικονομικού δείκτη μπορεί να συνεχίσει μόνο αν παρουσιάζονται πρωτογενή πλεονάσματα και ασκείται, γενικότερα, από τις επόμενες Κυβερνήσεις συνετή δημοσιονομική πολιτική.
Η δημοσιονομική πολιτική αποτελεί έναν βασικό παράγοντα για την πορεία μιας οικονομίας σε κάθε χρονικό ορίζοντα. Μέσω αυτής πρέπει να προάγεται η οικονομική σταθερότητα στις αγορές και, παράλληλα, η δίκαιη κατανομή και διανομή των πόρων. Το τι θεωρεί ο καθένας μας δίκαιο είναι πολύ σχετικό. Σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με την κοσμοθεωρία του κάθε ατόμου, καθώς και πως ταξινομεί τις αξίες που τον διέπουν σαν άνθρωπο. Ωστόσο, αυτό που είναι αδιαμφησβήτητο είναι πως πρέπει να διατηρείται σταθερότητα, ώστε το οικονομικό περιβάλλον να ευνοεί την αποτελεσματική λειτουργικότητα των δραστηριοτήτων των ατόμων μιας κοινωνίας.
Στα πιο παραδοσιακά οικονομικά υπάρχει ο λεγόμενος «χρυσός κανόνας» (golden rule) για τις δημόσιες δαπάνες. Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, η εκάστοτε Κυβέρνηση θα πρέπει να προσφεύγει στον δανεισμό, μόνο αν πρόκειται να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις, που θα ωφελήσουν τις μελλοντικές γενεές, με τις τρέχουσες δημόσιες δαπάνες να καλύπτονται από τα υπάρχοντα κρατικά έσοδα ή από νέους φόρους. Για να επιτυγχάνεται αυτό, το καθαρό χρέος του δημοσίου ως ποσοστό του Α.Ε.Π. θα πρέπει να διατηρείται σε σταθερό και λογικό επίπεδο καθ’ όλη τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου. Επίσης, θα πρέπει σε έναν οικονομικό κύκλο ο κρατικός προϋπολογισμός να είναι ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός και κάθε οικονομική χρονιά το ποσοστό του χρέους ως προς το Α.Ε.Π. να μην ξεπερνά το 40% (κανόνας των βιώσιμων επενδύσεων). Αυτή η πολιτική θα οδηγήσει σε υγιή και εξορθολογισμένα δημόσια οικονομικά.
Ίσως ακούγονται αρκετά (δημοσιονομικά) συντηρητικοί οι παραπάνω κανόνες, αφήνοντας μικρές ευελιξίες στις πολιτικές των κυβερνώντων. Θα μπορούσε, όμως, κατά περίπτωση να υπάρχει χαλάρωση αυτής της γραμμής, εφόσον θα ήταν απίθανο το ενδεχόμενο να υπάρξει δημοσιονομική αστάθεια σε περιόδους αρνητικών οικονομικών σοκ. Όμως, οι σύγχρονες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, απέχουν σε τεράστιο βαθμό από αυτή την οικονομική λογική, με αποτέλεσμα να έχουν καταλήξει με υπέρογκα ποσά χρέους βάσει του Α.Ε.Π. τους. Μπορεί να έχουν παρθεί τα κατάλληλα μέτρα για να χαρακτηρίζεται το χρέος τους «βιώσιμο», δεν παύει, όμως, να εντείνεται επικίνδυνα η αβεβαιότητα σε υφεσιακές περιόδους, που χρειάζεται να υπάρξει δημοσιονομική «χαλάρωση».
Συνεπώς, παρόλο που τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας έχουν μπει σε μια σειρά και οι εκτιμήσεις δείχνουν σημαντική βελτίωση τα επόμενα χρόνια, χρειάζονται περαιτέρω «συμμάζεμα», το οποίο, όμως, εμποδίζεται σημαντικά από την πολιτική κουλτούρα που έχουμε διαμορφώσει κατά τη Σύγχρονη Ιστορία μας, και τον έντονο οικονομικό αναλφαβητισμό που μας χαρακτηρίζει. Η «μυωπική αντίδραση» πολλών ατόμων, οι οποίοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι κάθε δημόσια δαπάνη –είτε άμεσα είτε έμμεσα− αντιστοιχεί σε έναν φόρο/εισφορά που θα επιβαρύνει τους ίδιους ή/και τις επόμενες γενεές, μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις στη λειτουργία των αγορών, ανεπιθύμητο πληθωρισμό, ή –ακόμα χειρότερα– να καταλήξει σε μια χρεοκοπία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Eurostat: Πρώτη η Ελλάδα στη μείωση του χρέους στην ΕΕ, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ