Του Νίκου Αστυρακάκη,
Άμα σας πω να σκεφτείτε τη μουσική του ’80, τι θα σας έρθει στον νου; Προκλητικές popstar σαν τη Μαντόνα ή πιο «ψαγμένες» καλλιτέχνιδες σαν την Kate Bush; Ίσως τον David Bowie ή τον Prince, που επαναπροσδιόριζαν συνεχώς τι εστί «ανδρικότητα» επί σκηνής. Μήπως κάτι πιο σκληρό, όπως οι Twisted Sister και οι Metallica, που σόκαραν το συντηρητικό κοινό με τη σατανική τους εικόνα ή τους Judas Priest και τους Motorhead, που επαναπροσδιόρισαν το metal –και το δέρμα– στο ευρύ κοινό. Ή ίσως να προτιμάς την τότε ανερχόμενης goth υποκουλτούρας, με τη σκοτεινή ευαισθησία των Cure ή την ανατριχιαστική ποιητικότητα των Siousxie & The Banshees να μιλάει περισσότερο στην πονεμένη σου ψυχή.
Όποια από όλα αυτά μπορεί να είναι για εσένα η μουσική του ’80, νομίζω μπορείς να βρεις έναν κοινό παρονομαστή στις πιο γνωστές πτυχές της: ήταν αναπολογητικά φανταχτερή. Μεγάλα σόλο, επικοί στίχοι, κολλητά χρωματιστά –ή απλά κατάμαυρα– κοστούμια, δυνατές φωνές γεμάτες συναίσθημα, μέικ απ, φουντωτά μαλλιά, προκλητικότητα. Όλη η μουσική των ‘80s μπορεί να χαρακτηριστεί με μια λέξη: υπερβολή. Κάθε μουσικός/μπάντα, στην προσπάθειά του να προβληθεί στην τεράστια μουσική σκηνή της δεκαετίας αυτής, ανέβαζε τον πήχη όσο πιο υψηλά μπορούσε. Όσο πιο υπερβολικός, τόσο το καλύτερο. Αυτή, λοιπόν, ήταν η μουσική σκηνή των ’80: μια μεγάλη, φανταχτερή, υπερβολική παρέλαση μεγάλων προσωπικοτήτων με ακόμα μεγαλύτερα ταλέντα, που δεν έχαναν ευκαιρία να τα δείξουν με τον πιο έντονο τρόπο.
Και μετά ήρθαν οι Smiths.
Τέσσερις απλοί νέοι της εργατικής τάξης με Ιρλανδικές ρίζες, το κουαρτέτο των Johnny Marr στην κιθάρα, του Andy Rourke στο μπάσο, του Mike Joyce στα ντραμς και του Steven Patrick Morrissey –κοινώς γνωστός μόνο με το επώνυμό του– στα φωνητικά, κατέκτησαν τον κόσμο σε πέντε σύντομα χρόνια, κάνοντας ακριβώς το αντίθετο από όλα τα προαναφερθέντα. Αν και ανήκαν στην παράδοση του post-punk, που μας έδωσε κλασικές πλέον μπάντες, όπως Siousxie and The Banshees, Talking Heads, Devo, Public Image Ltd και αιώνιους εχθρούς τους τους The Cure, οι Smiths πήγαιναν εντελώς αντίθετα από αυτή την παράδοση.
Φανταχτερά ρούχα; Απλά καθημερινά. Μέικ-απ και έξαλλα χτενίσματα; Χοντρά γυαλιά και φουντωτό μαλλί τύπου ‘50. Σουρρεάλ εξώφυλλα σινγκλ και άλμπουμ με καλλιτεχνικές ευαισθησίες; Ασπρόμαυρες φωτογραφίες ηθοποιών, λογοτεχνών και ακόμα και τυχαίων μοντέλων περιοδικών από το ’50-’60 σε duotone, γιατί όχι; Ατμοσφαιρική παραγωγή, αργοί ρυθμοί, συνθεσάιζερ και πλούσιο ηχητικό περιβάλλον; Όχι, θα παίξουμε απλώς κιθάρα, μπάσο και ντραμς, όπως το ’60, αλλά ίσως εφαρμόσουμε καμιά καινούρια πρακτική. Στίχοι ποιητικοί, σουρεάλ και τέρμα καταθλιπτικοί; Όχι, στίχοι βασισμένοι στον Βρετανικό νεορεαλισμό και στον Όσκαρ Ουάιλντ και θα γελάσεις και λίγο μέσα από τον πόνο.
Συνδυάζοντας και το γεγονός ότι η μπάντα ήταν από τις λίγες Βρετανικές που δεν ήταν υπό την αιγίδα του τότε τιτάνα της βιομηχανίας Factory Records (Joy Division, New Order, The Stone Roses), αλλά μιας μικρής ανεξάρτητης ονόματι Rough Trade, θα έλεγε κανείς ότι είναι θαύμα ότι όχι μόνο πέτυχαν, αλλά τους θυμόμαστε ακόμη και τους αγαπάμε σε τέτοιον βαθμό. Φυσικά, όλα αυτά τα ερωτήματα απαντώνται άμα κάποιος ακούσει τη μουσική τους.
Η συνεργασία μεταξύ Morrissey και Marr αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των Smiths, καθώς όλη η καλλιτεχνική τους πορεία καθοριζόταν από αυτούς τους δύο. Ο Morrissey, όντας συγγραφέας και δημοσιογράφος πριν τη μουσική του καριέρα, ήταν βουτηγμένος στα βιβλία από μικρός, κάτι που φαίνεται στους στίχους του. Αντλώντας από το νεορεαλιστικό θεατρικό –αργότερα κινηματογραφικό–κίνημα “kitchen sink”, αλλά και από τα λογοτεχνικά του είδωλα –μεγάλη του αγάπη ο Όσκαρ Ουάιλντ– τα τραγούδια του Morrissey χαρακτηρίζονται από πολλά πράγματα. Ωστόσο, ίσως το χαρακτηριστικό που μας κάνει περισσότερη εντύπωση είναι η λυρικότητα που χειρίζεται ποίκιλα θέματα, όπως φόνο, ομοφυλοφιλία, έρωτα, θάνατο, μοναξιά, βία, χορτοφαγία, σωματική τιμωρία στα σχολεία και την επιθυμία απλά να κάνεις καλύτερη μια ζωή που δεν επέλεξες και ίσως δεν θα ξεφύγεις ποτέ.
Οι πρωταγωνιστές των τραγουδιών του είναι χτισμένοι πάνω σε αισθήματα που νιώθουμε όλοι στη ζωή μας, και αν όχι, τα νιώθουμε ακούγοντάς τον. Επίτηδες ανδρόγυνα σε περιγραφή και συμπεριφορά, αλλά χωρίς να είναι τόσο γενικοί που να είναι ασαφείς. Αυτή η συναισθηματική ειλικρίνεια είναι που ξεχώριζε τους Smiths από τους συγχρόνους τους, σε συνδυασμό με την απλή και ώρες-ώρες χιουμοριστική παρουσίασή τους. Χωρίς πολλές υπερβολές και έχοντας ισορροπία μεταξύ του θλιβερού και του αστείου, τα τραγούδια τους εξέφραζαν πόνο χωρίς να είναι ποτέ καταθλιπτικά, και ίσως να γελούσες και λίγο μαζί τους. Κλασικό παράδειγμα τα κομμάτια τους “Heaven Knows I’m Miserable Now” και “Bigmouth Strikes Again”.
Ο Marr, από την άλλη, ήταν ο βασικός συνθέτης της μουσικής. Έχοντας μακρά λίστα επιρροών στην κιθάρα (π.χ. George Harrison, Jimi Hendrix, Rory Gallagher, Marc Bolan κ.λπ.) και γνώση και άλλων οργάνων (όπως φυσαρμόνικα και συνθεσάιζερ) έπαιζε έναν χαρακτηριστικό, γρήγορο ήχο στην κιθάρα του και με μια απλότητα που παρέπεμπε πίσω στις αρχές του ροκ εντ ρολ, έχοντας μόλις ένα σόλο ηχογραφημένο στις πάνω από 100 ηχογραφήσεις της μπάντας. Σε αντίθεση με τα πιο μαύρα στοιχεία των στίχων του Morrissey, ο Marr παίζει σχεδόν πάντα μια ανεβαστική μελωδία που άνετα σηκώνει και τον πιο ντροπαλό να χορέψει. Ωστόσο, σε πολλά κομμάτια, εύκολα προσαρμόζει το στυλ του για να εκφράσει και τα πιο μίζερα κομμάτια των τραγουδιών, όπως στο “Back to the Old House”, το “How Soon Is Now?” και το ολοκληρωτικά καταστρεπτικό “Never Had No One Ever”.
Οι Smiths διήρκησαν μόλις πέντε χρόνια, από το 1982 μέχρι το 1987. Ωστόσο, σε αυτά τα 5 χρόνια κυκλοφόρησαν μια πλούσια συλλογή υλικού, με 4 άλμπουμ, 24 σινγκλ, 10 συλλογές και μια ζωντανή ηχογράφηση. Τα περισσότερα σινγκλ τους δεν μπήκαν ποτέ σε άλμπουμ, μόνο σε συλλογές, και πολλοί φαν θεωρούν είναι τα καλύτερά τους έργα. Ωστόσο, εγώ θα έλεγα πως η πλήρης εμπειρία κερδίζεται μόνο από τα άλμπουμ τους και εννοείται μετά τα σινγκλ. Το πρώτο τους άλμπουμ, The Smiths, δείχνει τη μπάντα στην πιο ωμή τους μορφή, περιλαμβάνοντας μια καλή αν και σχετικά ωμή-εικόνα του περιεχομένου τους. Το επόμενό τους, Meat Is Murder, είναι ίσως το πιο πολιτικό και σκοτεινό τους και για πρώτη φορά πειραματίζονται με εξωτερικούς ήχους από το τρίο κιθάρα-μπάσο-ντραμς, κάτι που συνεχίζουν στο αριστούργημά τους για πολλούς. Επόμενο άλμπουμ The Queen Is Dead, που έχει ίσως το καλύτερο ρομαντικό τραγούδι στην ιστορία, “There’s A Light That Never Goes Out”. Ο πειραματικός ήχος κορυφώνεται στο τελευταίο τους άλμπουμ, Strangeways Here We Come, το οποίο ίσως να είναι το πιο «σύγχρονο» σε παραγωγή, χωρίς όμως να χάνει το πνεύμα της μπάντας.
Δυστυχώς, όμως, η σχέση Morrissey-Marr ξίνισε, καθώς είχαν διαφορετικά όνειρα για τη μπάντα, και έτσι άδοξα έληξε μια από τις καλύτερες μουσικές συνεργασίες όλων των εποχών. Ωστόσο, άφησαν πίσω ένα μεγάλο υλικό, αντλώντας έμπνευση από το παλιό και το νέο, ενώ επικεντρώθηκαν στο αληθινό, κάτι που οδήγησε στο να βρίσκουν ακόμα θαυμαστές και σήμερα. Πηγαίνοντας κόντρα σε πολλά ρεύματα της εποχής και ακόμα και σήμερα να είναι αντισυμβατικοί με την απλότητά τους, το φως των Smiths δεν θα σβήσει ποτέ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Smiths | Spotify, διαθέσιμο εδώ
- The Smiths | Members, Albums, Songs, & Facts | Britannica, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- The Smiths Official Website, officialsmiths.co.uk, διαθέσιμο εδώ
- The Story Of The Smiths: Greatness and Controversy (Full Documentary) | Amplified, youtube.com, διαθέσιμο εδώ