Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,
Σε αντίθεση προς τα αναπάντητα ερωτήματα που ταλανίζουν αιώνες τον κόσμο, γύρω από το τι συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου μετά τον θάνατο και το πού «πηγαίνει», αναφορικά με το πού «πηγαίνει» η περιουσία του μετά τον θάνατο, υπάρχει απάντηση και αυτή μας τη δίνει ο Αστικός Κώδικας!
Πιο συγκεκριμένα, στο πέμπτο βιβλίο του Αστικού Κώδικα (ΑΚ 1710–ΑΚ 2035) παρατίθεται μια σειρά από διατάξεις, οι οποίες, μέσα από τον ερμηνευτικό τους ή, άλλες φορές, αναγκαστικό τους χαρακτήρα, κατευθύνουν τις ενέργειές μας και τις διαδικασίες που ακολουθούν την κληρονομική διαδοχή. Τα είδη της κληρονομικής διαδοχής είναι περιοριστικά τρία: Διαδοχή εκ διαθήκης, διαδοχή εξ αδιαθέτου και αναγκαστική διαδοχή, δηλαδή βάσει των κανόνων της νόμιμης μοίρας. Ουσιαστικά, πρόκειται για διαδοχή που καθορίζεται σύμφωνα με την τελευταία βούληση του αποβιώσαντος –τη διαθήκη– από τη μια πλευρά και τον νόμο από την άλλη, ήτοι τους κανόνες περί εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής και νόμιμης μοίρας.
Το άρθρο ΑΚ 1710 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι: «Κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι). Η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται, όταν δεν υπάρχει διαθήκη, ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά». Το άρθρο αυτό είναι αναγκαστικού δικαίου και εκφράζει μια βασική αρχή που διέπει το ελληνικό κληρονομικό δίκαιο, την αρχή του κλειστού αριθμού των κληρονομικών θεσμών. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατό η ιδιωτική βούληση «να δημιουργήσει» θεσμούς κληρονομικής διαδοχής. Οι μόνοι που έχουν εφαρμογή είναι οι περιοριστικώς προαναφερθέντες τρεις. Για τον λόγο αυτό, οι κληρονομικές συμβάσεις απαγορεύονται και, μάλιστα, ρητά από το άρθρο 368 του Αστικού Κώδικα, χωρίς, όμως, η εν λόγω απαγόρευση να περιλαμβάνει ορισμένες δικαιοπραξίες εν ζωή ή αιτία θανάτου, όπως τη δωρεά αιτία θανάτου, η οποία αποτελεί αυτοτελή θεσμό του κληρονομικού δικαίου.
Προχωρώντας στην ανάλυση των λόγων επαγωγής, των λόγων, δηλαδή, για τους οποίους περιέρχεται η περιουσία στον κληρονόμο, θα ξεκινήσουμε με την εξέταση αυτού που προηγείται ούτως ή άλλως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο αποβιώνει: με την ιδιωτική βούληση ή, αλλιώς, διαθήκη. Η διαθήκη είναι μια δικαιοπραξία καθαρά τυπική, η οποία πρέπει να αποτυπώνει και να διασφαλίζει την αυθεντικότητα της δήλωσης του διαθέτη. Ο τύπος της διαθήκης είναι συστατικός και μπορεί να λάβει περιοριστικά μία από τις εξής τρεις μορφές: ιδιόγραφη διαθήκη, δημόσια διαθήκη και μυστική διαθήκη.
Συνοπτικά, η ιδιόγραφη διαθήκη (ΑΚ 1721) πρέπει να είναι ιδιόχειρη, να έχει γραφεί αποκλειστικά από το χέρι του διαθέτη, να αναγράφεται χρονολογία με τη μορφή «ημέρα, μήνας, έτος» ή με ισοδύναμες φράσεις και, τέλος, να φέρει την υπογραφή του διαθέτη, η οποία μπορεί είτε να έχει τη μορφή του ονοματεπωνύμου αυτού είτε να είναι ένα ψευδώνυμο, με το οποίο ο διαθέτης έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές, ή με δήλωση συγγενικής ιδιότητας. Συνεχίζοντας, «η Δημόσια Διαθήκη (ΑΚ 1724) συντάσσεται με δήλωση από το διαθέτη της τελευταίας του βούλησης ενώπιον συμβολαιογράφου ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας (…)», σύμφωνα με τα ασυμβίβαστα (λόγοι ανικανότητας) αυτών, όπως προβλέπονται στον κώδικα. Αναλυτικότερα, ο διαθέτης υπαγορεύει στον συμβολαιογράφο –με ταυτόχρονη παρουσία των λοιπών συμπραττόντων προσώπων– την τελευταία του βούληση. Στο τέλος, ο συμβολαιογράφος αναγιγνώσκει δυνατά τη διαθήκη και, έπειτα, υπογράφουν όλοι οι παρόντες.
Τέλος, για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης (ΑΚ 1738) χρειάζεται ο διαθέτης να εγχειρίσει «στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες, ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο δηλώνοντας προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση». Πρόκειται για ένα μόρφωμα ανάμεσα στην ιδιόγραφη και τη δημόσια διαθήκη, διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ίδιος ο διαθέτης συντάσσει το κείμενό της, όπως στην ιδιόγραφη διαθήκη, όμως στη συνέχεια, για την ολοκλήρωσή της, συμπράττουν και άλλα πρόσωπα, όπως στη δημόσια.
Στην περίπτωση που ο αποβιώσας δεν άφησε διαθήκη, όσο ήταν εν ζωή ή η διαθήκη που άφησε ματαιώθηκε ολικά ή μερικά εφαρμόζονται οι κανόνες περί εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής (ΑΚ 1813 και επ.). Πρόκειται για τον δεύτερο λόγο επαγωγής, που ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόμου. Η ύπαρξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής οφείλεται στην ανάγκη ύπαρξης κληρονόμου. Κάθε συγγενής εμπίπτει σε μία ομάδα, άλλως «τάξη», και κάθε μία αντιστοιχεί σε μία «γενιά».
Οι τάξεις σε σύνολο είναι έξι, από τις οποίες οι τέσσερις πρώτες αφορούν τους συγγενείς από τους πλησιέστερους κατιόντες του κληρονομουμένου (1η τάξη) μέχρι τους απώτερους ανιόντες αυτού (4η τάξη). Έπειτα, στην πέμπτη τάξη βρίσκεται ο/η σύζυγος του αποβιώσαντος, που καλείται πάντοτε με σταθερό ποσοστό (το οποίο διαμορφώνεται ανάλογα με το ποιοι συγγενείς είναι συγκληρονόμοι) και συντρέχει με τους συγγενείς όλων των τάξεων, ενώ, σε περίπτωση που δεν υπάρχει κάποιος συγγενής, αποτελεί μια πέμπτη τάξη. Την έκτη και τελευταία τάξη καταλαμβάνει το Δημόσιο, το οποίο αποκτά κληρονομικά δικαιώματα, όταν δεν υφίστανται ούτε συγγενείς ούτε σύζυγος.
Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή ισχύει μεταξύ άλλων κανόνων αυτός της διαδοχής των τάξεων (ΑΚ 1819), που ορίζει ότι στην κληρονομία δεν καλείται συγγενής, εάν υπάρχει έστω και ένας κληρονόμος από προηγούμενη τάξη, ο οποίος δύναται να κληθεί ως κληρονόμος. Επιπλέον, αξίζει να επισημανθεί ότι τόσο από το άρθρο 1710 παρ. 2 όσο και από το άρθρο 1801 του Αστικού Κώδικα φαίνεται ότι η εξ αδιαθέτου διαδοχή είναι δυνατό να συνυπάρξει με την εκ διαθήκης διαδοχή, σε περιπτώσεις που είτε η διαθήκη ματαιώθηκε μερικά είτε ο διαθέτης δεν κατέλιπε όλη την περιουσία του με τη διαθήκη του.
Τελειώνοντας, παρά την πρωταρχία της διαδοχής εκ διαθήκης και, κατά συνέπεια, της ιδιωτικής βούλησης, αυτή είναι δυνατό να περιοριστεί στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο διαθέτης είτε δεν όρισε ως εγκατάστατους στενούς συγγενείς του, όπως κατιόντες και γονείς, ή τον/τη σύζυγό του είτε κατέλιπε σε αυτούς λιγότερα απ’ ό,τι –σύμφωνα με το νόμο– έπρεπε να λάβουν. Το συγκεκριμένο μερίδιο εκ του νόμου υπέρ ορισμένων πολύ στενών προσώπων ονομάζεται «νόμιμη μοίρα». Πρόκειται για αναγκαστική διαδοχή και προσδιορίζεται στο 1⁄2 της εξ αδιαθέτου μερίδας του προσώπου, το οποίο ανήκει στις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 1825 του Αστικού Κώδικα.
Επομένως, διαθήκη και αναγκαστική διαδοχή βαίνουν παράλληλα, διότι σκοπός του θεσμού της νόμιμης μοίρας είναι ακριβώς να περιορίζει –και, τελικώς, να «προσπεράσει»– την ιδιωτική βούληση του διαθέτη, όταν αυτή δεν αποδίδει στους νόμιμους μεριδούχους του την κληρονομιαία περιουσία, για την οποία προορίζονται. Συνέπεια των παραπάνω είναι τα σημεία της διαθήκης που θίγουν το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας να θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρα και να μη λαμβάνονται υπόψη. Στην ουσία, παραμερίζεται το κείμενο της διαθήκης έναντι του νόμου, με αποτέλεσμα ο νόμιμος μεριδούχος να λάβει την περιουσία που του αντιστοιχεί. Όπως παρατηρούμε, οι τρεις λόγοι επαγωγής βαίνουν παράλληλα μεταξύ τους και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες είτε συμπληρώνει είτε περιορίζει ο ένας τον άλλον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Γεωργιάδης Απ., Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Εκδόσεις: Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014