Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Στο ελληνικό Ποινικό Δίκαιο μπορεί εύκολα να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, όσον αφορά τις πλάνες. Η πλάνη σχηματίζεται, όταν δεν συμπίπτει η πραγματικότητα και η αντίληψη που έχει το υποκείμενο για αυτή. Αυτή η σύγχυση δεν κάνει αισθητή την παρουσία της μόνο στο δράστη, αλλά και σε άλλα πρόσωπα που συνδέονται με τη συμπεριφορά που τυποποιείται. Εδώ, τίθενται στο προσκήνιο μόνο οι πλάνες του δράστη, που διακρίνονται σε πραγματικές και νομικές.
Αρχικά, για να έχουμε πραγματική πλάνη θα πρέπει να διαχωρίζεται η υλική πραγματικότητα, όσον αφορά τους όρους που είναι τυποποιημένοι στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, με το πώς αντιλαμβάνεται ο δράστης την πραγματικότητα αυτή. Δηλαδή, αν και συντρέχουν οι όροι της αντικειμενικής υπόστασης, ο δράστης πιστεύει ότι δε συντρέχουν. Η πλάνη δεν έχει καμία σύνδεση με το δόλο του δράστη, ανεξαρτήτως του βαθμού υπαιτιότητας. Εάν υπάρχει τυποποίηση της πράξης και ως έγκλημα αμέλειας, τότε προχωράμε στην εξέταση του αν ο δράστης έχει αμέλεια και αν δεν έχει, τότε δεν υπάρχει καν καταρχήν καταλογισμός, μιας και δεν πληρούται καμία υποκειμενική υπόσταση.
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα, όταν η πλάνη που έχει ο δράστης αναφέρεται σε όρο που θεμελιώνει το άδικο της πράξης. Αν το ήδη υπάρχον αξιόποινο επαυξάνεται από την πλάνη που αφορά σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, επακόλουθο είναι να πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του βασικού εγκλήματος και όχι της διακεκριμένης παραλλαγής του. Με τον ίδιο τρόπο, αν αυτός που πλανάται νομίζει πως κάνει το ελαφρύτερο έγκλημα, ενώ κάνει το βαρύτερο στην πραγματικότητα, τότε καταλογίζεται το πρώτο.
Από την άλλη μεριά, η νομική πλάνη δημιουργείται πάνω στο διαχωρισμό του νομικού καθεστώτος και της αντίληψης που έχει ο δράστης για αυτό που ισχύει νομικά. Βέβαια, δεν είναι αρκετό για αυτή την πλάνη να επεκτείνεται στο αξιόποινο και μόνο, αλλά είναι απαραίτητο να διευρύνεται και στο άδικο. Ο δράστης που αγνοεί ότι η πράξη που κάνει τυποποιείται ως έγκλημα, αλλά γνωρίζει πως απαγορεύεται, δεν είναι σε νομική πλάνη, ώστε να αρθεί ο καταλογισμός. Δηλαδή, το γεγονός ότι δεν ξέρει το νόμο, χρειάζεται να τον οδηγεί στο συμπέρασμα –που δεν είναι, όμως, ορθό– ότι η πράξη του επιτρέπεται. Μια άλλη προϋπόθεση άρσης του καταλογισμού είναι και το ότι για να αρθεί ο καταλογισμός είναι απαραίτητο να συγχωρείται ο συγκεκριμένος δράστης, από το ότι δε γνωρίζει το νόμο.
Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε πως το συγγνωστό της πλάνης του δράστη, δηλαδή αν θα μπορούσε κάπως να αποφύγει την πλάνη του, κρίνεται σχετικά με τις δυνατότητες και τις γνώσεις του. Υπό την έννοια αυτή, υπολογίζεται η προσωπική κατάσταση που βρίσκεται ο δράστης, που προσδιορίζεται από την ηλικία, το επάγγελμα, την πνευματική του ανάπτυξη, το αν προσπάθησε να πάρει πληροφορίες για το δίκαιο που ισχύει, τον πνευματικό του περίγυρο και, φυσικά, ο ίδιος ο κανόνας δικαίου που αγνοεί ο δράστης. Σε περίπτωση που η νομική πλάνη είναι ασύγγνωστη, τότε δεν επέρχεται επιρροή στην ποινική του ευθύνη, σα να είναι ανύπαρκτη δηλαδή.
Πάντως, όσον αφορά την ποινική αξιολόγηση μιας πλάνης που δεν αναφέρεται στο καταρχήν άδικο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μια μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει πως όλες γενικά οι περιπτώσεις νομιζόμενου λόγου άρσης του αδίκου υπάγονται στο ΠΚ 31. Μια άλλη μερίδα πως χρειάζεται να κάνουμε διακριτό το γιατί πιστεύει ο δράστης ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του. Σε περίπτωση που το πιστεύει επειδή δε γνωρίζει ορθά την πραγματικότητα σχετικά με τους όρους για τους λόγους άρσης του αδίκου, τότε εφαρμόζουμε αναλογικά το ΠΚ 30 και αποκλείεται ο δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια. Αντιθέτως, αν το πιστεύει επειδή δε γνωρίζει το νόμο, τότε συνεπάγεται νομική πλάνη, που με σκοπό να αρθεί ο καταλογισμός είναι απαραίτητο να κριθεί συγγνωστή.
Τέλος, οι αντίστροφες νομικές πλάνες, όπου ο δράστης πιστεύει ότι κάνει έγκλημα –ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνει– είναι νοητές. Σε περίπτωση που η συγκεκριμένη πλάνη δημιουργήθηκε εξαιτίας εσφαλμένης γνώσης της πραγματικότητας, πρόκειται για ανάστροφη πραγματική πλάνη, που ισούται με απρόσφορη απόπειρα. Αντιθέτως, αν δημιουργήθηκε εξαιτίας μη ορθής γνώσης του νόμου, πρόκειται για ανάστροφη νομική πλάνη, που ισούται με νομιζόμενο έγκλημα και, ως εκ τούτου, μένει ατιμώρητο.
Συμπερασματικά, πέρα από τη συγγνωστή νομική πλάνη, που οδηγεί σε άρση του καταλογισμού εξαιτίας συγγνωστής άγνοιας του αδίκου, υπάρχουν στο προσκήνιο και άλλοι γενικοί ή ειδικοί λόγοι άρσης του καταλογισμού, που κάνουν την εμφάνισή τους, όταν η συμμόρφωση με το δίκαιο είναι πολύ δύσκολη και με αντοχές που δε συμπίπτουν στον ατελή άνθρωπο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μπέκας Γιάννης, Πρακτική διδασκαλία Ποινικού Δικαίου, Α. Γενικό Μέρος, Εκδ. Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα, 2005