Της Δήμητρας Σταματάκη,
Η πρόσφατη, σχεδόν, καθημερινή ειδησεογραφία είναι γεμάτη από κακοποιητικές συμπεριφορές, με κυριότερες να αναφέρονται: «Ίλιον- ομαδικός βιασμός 15χρονου από 6 ανηλίκους», «Πετράλωνα- βιασμός 7χρονου σε «πάρτι βιασμού» διοργανωμένο από τους ίδιους τους γονείς του», «Κολωνός- βιασμός 12χρονης από μαστροπό», «Πέλλα- βιασμός 11χρονης από το σύντροφο της μητέρας της», «Ηράκλειο- βιασμός 13χρονης από τον πατριό της», «Θεσσαλονίκη- βιασμός 16χρονης από τράπερ». Αυτά είναι μερικά από τα ελάχιστα περιστατικά φρικώδους βίας που έχουν ταράξει την ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα τα 2 τελευταία χρόνια με την φρικαλεότητα και τη συχνότητα με την οποία γίνονται. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Antony Gidens, : «τα εγκλήματα βίας έχουν προσλάβει στις πόλεις διαστάσεις επιδημίας».
Η βία είναι παρονομαστής στο έγκλημα του βιασμού. Οι μορφές βίας που μπορεί να ασκήσει ο δράστης, είναι η άμεση σωματική βλάβη ή η έμμεση σωματική βία, όπως οι απειλές και ο εκφοβισμός ή η απόλυτη βία, δηλαδή η περιαγωγή του ανηλίκου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα σύμφωνα με το άρθρο 13 του ΠΚ (Νόμος 4619/2019).
Ωστόσο, είναι πιθανό σε κάποιες περιπτώσεις η «πράξη» του δράστη να μην περιλαμβάνει την άσκηση βίας. Η πραγμάτωση του βιασμού μπορεί να συντελείται μέσω της παραπλάνησης, με πειθώ ή ακόμη και δώρα προς τον ανήλικο. Γίνεται δεκτό από τη νομολογία ότι η γενετήσια ή η ασελγής πράξη μπορεί να λαμβάνει χώρα και με τη συναίνεση του ανηλίκου, εφόσον ανήλικοι – των πιο μικρών ηλικιών ειδικά – είναι πιθανό να μην έχουν την πνευματική ωριμότητα να καταλάβουν ότι αυτό που συμβαίνει είναι παράνομο, ανήθικο ή ακόμη και «λάθος».
Στον ποινικό κώδικα που ξεκίνησε να ισχύει στην Ελλάδα το 1951 με το Ν.1492/1950, το έγκλημα του βιασμού συμπεριλαμβανόταν στα εγκλήματα «κατά των ηθών» και αφορούσε αποκλειστικά τη συνουσία εκτός γάμου, τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου και αναφερόταν στις γυναίκες.
Με την εξέλιξη του ΠΚ προς τα τέλη του 2021, το νομοθετικό πλαίσιο για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής των ανηλίκων άλλαξε ξανά, προβλέποντας αυστηρότερες ποινές για το βιασμό ανηλίκων. Αυτή η αυστηροποίηση των ποινών για το έγκλημα του βιασμού έγινε προκειμένου να αισθανθούν οι πολίτες ότι υπάρχει δικαιοσύνη, ότι ο νόμος μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά αλλά και ότι θα υπάρχει αναλογικότητα στις ποινές.
Σχετικά με τα εγκλήματα σε βάρος ανηλίκων, οι νέες τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα προβλέπουν :
Η παραγραφή για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας που τελούνται σε βάρος ανηλίκου αρχίζει πλέον ένα έτος μετά την ενηλικίωση του, εφόσον η πράξη είναι πλημμέλημα και τρία έτη εφόσον είναι κακούργημα. Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα για τα εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας τα οποία έχουν ιδιάζουσα, λόγω της φύσης τους, απαξία, να υπάρχει επαρκής χρόνος, κατά τον οποίο ο ανήλικος θα μπορεί να τα καταγγείλει, ώστε να ασκούνται διώξεις και να μη μένουν ατιμώρητα.
Προβλέπεται ως μοναδική ποινή για το αδίκημα του ομαδικού βιασμού, η ισόβια κάθειρξη.
Προβλέπεται ρητά για πρώτη φορά η περίπτωση βιασμού σε βάρος ανηλίκου, με προβλεπόμενη ποινή, την ισόβια κάθειρξη.
Ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή είναι ότι για την περίπτωση του αδικήματος των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιον τους (αποπλάνηση ανηλίκων) το αδίκημα τιμωρείται στη βασική του πλέον μορφή, ως κακούργημα.
Η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας διώκεται πλέον αυτεπαγγέλτως, όταν έχει ως θύμα ανήλικο πρόσωπο (από δώδεκα ως δεκαοκτώ ετών) και όχι κατ’ έγκληση, καθώς κάτω των δώδεκα ετών η πράξη είναι ούτως ή άλλως βαρύτερη και αυτεπαγγέλτως διωκόμενη.
Επίσης, διευρύνθηκε η προστασία του ανηλίκου με την κατάργηση της κατ’ έγκληση δίωξης της βάναυσης προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας προσώπων, νεότερων των 15 ετών.
Ωστόσο, εκτός από την ποινική μεταχείριση των δραστών αυτό που θα έπρεπε να απασχολεί την κοινή γνώμη θα έπρεπε να είναι και οι συνθήκες που οδήγησαν τον εγκληματία στην πράξη του βιασμού του ανηλίκου.
Σε ποιο συμπέρασμα, λοιπόν, οδηγούμαστε αν θέλουμε να σκιαγραφήσουμε το προφίλ ενός βιαστή; Η απάντηση στο μεγάλο «γιατί» : «Μα πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό σε ένα μικρό παιδί;» που δίνει η επιστήμη της εγκληματολογίας είναι πρωτίστως η ανατροφή που έχει λάβει ο θύτης από την μικρή-τρυφερή ηλικία, το πρότυπο γονεϊκού ζεύγους που είχε από παιδί, τυχόν περιστατικά κακοποίησης σε πρώιμη ηλικία , η υποκουλτούρα της βίας και ο μιμητισμός που προέρχεται από την υψηλή έκθεση στην εικονική βία ή σε πορνογραφικό υλικό και μεταγενέστερα στη ζωή του τα αρνητικά συναισθήματα που τον διακατέχουν, η έλλειψη συναισθηματικού ελέγχου, η «τοξική» αρρενωπότητα και οι τυχόν διαταραχές προσωπικότητάς του.
Σύμφωνα με έρευνες, πάντως, μόνο ένα μικρό ποσοστό περιπτώσεων βιασμού έρχεται στο φως της δημοσιότητας για ποικίλους λόγους, όπως ο στιγματισμός του θύματος και η καλλιέργεια του αισθήματος ενοχής του.
Όλοι θα συμφωνήσουν, λοιπόν, ότι η πρόληψη καθίσταται κύριος αντίπαλος του εγκλήματος και είναι προτιμότερη από την καταστολή. Ας ελπίσουμε στην ομαλή λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος, καθώς επίσης και στο θεσμό της οικογένειας, στις κοινωνικές δομές και αρμόδιους φορείς (ψυχολόγοι-οργανισμοί) που είναι επιφορτισμένοι με τη διαπαιδαγώγηση και τη στήριξη των παιδιών για μια πιο «υγιή» και λιγότερο αποκρουστική κοινωνία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Σύγχρονη Νομοθεσία – Πολυκώδικας (42 ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, Δεκέμβριος, 2021
-
Χαράλαμπος Δημόπουλος, Eγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Κομοτηνή, 2012