Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η εκδημία του τελευταίου βασιλιά της Ελλάδας, Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ, στάθηκε αφορμή ν’ αναδειχθούν εκ νέου οι παθογένειες που χαρακτηρίζουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία, εν γένει: Φανατισμός, υποκρισία, απαιδαγωγησία καταρράκωσαν, ακόμη μία φορά, το επίπεδο της δημόσιας συζήτησης, οδηγώντας στον διχασμό.
Τα ζητήματα που ηγέρθηκαν σχετικά με την εξόδιο ακολουθία και την ταφή του Κωνσταντίνου, ήταν πραγματικά εκ του μη όντος: Το Πολιτειακό ζήτημα στην Ελλάδα έχει λήξει με το σχετικό δημοψήφισμα του 1974. Από τότε, ο Γλύξμπουργκ εξέπεσε του αξιώματός του. Δεν έφερε από το 1994 ούτε καν την ελληνική ιθαγένεια. Επομένως, τυπικά, η ελληνική Πολιτεία ουδεμία υποχρέωση είχε προς απόδοση οποιασδήποτε τιμής. Ο Κωνσταντίνος ήταν ένας ιδιώτης και ως τέτοιος ενταφιάσθηκε. Η απόφαση του Πρωθυπουργού για τον χαρακτήρα της τελετής ήταν απολύτως λογική και σωστή. Η δε Κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε θεσμικά από την Υπουργό Πολιτισμού της και τον Αντιπρόεδρό της, όταν γνωστοποιήθηκε η άφιξη επισήμων προσώπων άλλων χωρών, που επέβαλε την αναβάθμιση της εκπροσώπησής της, στο πλαίσιο του σχετικού πρωτοκόλλου. Ενόψει εκλογών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πραγματοποίησε ένα ακόμα συμβολικό άνοιγμα προς τον πολιτικό χώρο του Κέντρου, ενώ δεν έδωσε τη δυνατότητα στην εξ αριστερών αντιπολίτευση να διεγείρει αντι-δεξιά αντανακλαστικά στο εκλογικό σώμα, ακόμα και να προσωποποιήσει την κριτική της, με αναφορές στη σχέση του πατρός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον εκλιπόντα, έκπτωτο βασιλιά.
Κανονικά, το ζήτημα της αντιμετώπισης της κηδείας του Γλυξμπουργκ εκ μέρους του ελληνικού κράτους όφειλε να είχε λήξει στο σημείο που η Κυβέρνηση γνωστοποίησε τις σχετικές της αποφάσεις. Από εκεί κι πέρα άλλωστε, ο κάθε πολιτικός είχε τη δυνατότητα ν’ αποφασίσει ατομικά αν θα παραστεί στην τελετή, όπως φυσικά ο κάθε απλός πολίτης. Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα, τα μικροσυμφέροντα και τα συμπλέγματα τροχοδρομούν την ατομική και συλλογική συμπεριφορά πολλών συμπατριωτών μας.
Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε, καταρχάς, το αίτημα της οικογενείας του εκλιπόντος ν’ αποδοθούν σε αυτόν τιμές αρχηγού κράτους. Δυστυχώς, η ρήση του Γάλλου διπλωμάτη Ταλλεϋράνδου για τη δυναστεία των Βουρβόνων φαίνεται πως ταιριάζει και στην πρώην βασιλική οικογένεια της χώρας μας: «Δεν έμαθαν τίποτα, δεν ξέχασαν τίποτα». Η στοιχειώδης αξιοπρέπεια και υπευθυνότητα θα επέβαλαν την αναμονή της κυβερνητικής αποφάσεως επί του θέματος. Η επιχείρηση δημιουργίας πολιτικού ζητήματος και αναμόχλευσης παθών είχε δύο αιτίες: Αφενός, να ικανοποιηθεί ο εγωισμός των απογόνων μιας έκπτωτης δυναστείας, που αρνείται, μισό αιώνα μετά, ν’ αποδεχθεί ότι δεν έχει τον θεσμικό ρόλο που θεωρεί ότι δικαιούται. Αφετέρου, να δικαιωθεί ιστορικά και πολιτικά ένα πρόσωπο, του οποίου η πολιτική δράση έχει κριθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού αρνητικά. Ένα πρόσωπο που διαδραμάτισε, μαζί με την οικογένειά του, αρνητικό ρόλο σε κρίσιμες περιόδους για την Ελλάδα και τον ελληνισμό, παραβιάζοντας το Σύνταγμα, περιφρονώντας τη λαϊκή ετυμηγορία, συμβάλλοντας στην ανατροπή της πολιτειακής τάξης και στις εθνικές τραγωδίες που αυτή επέφερε.
Κι αν η συμπεριφορά της οικογένειας Γλύξμπουργκ θα μπορούσε να θεωρηθεί λογική και αναμενόμενη, βάσει της διαχρονικής της λειτουργίας, η ζέση με την οποία έσπευσαν διάφοροι παράγοντες της δημόσιας ζωής να συνηγορήσουν στα παράλογα αιτήματα, μπορεί να χαρακτηριστεί ιλαροτραγική. Είδαμε διαφόρους βουλευτές και Υπουργούς, των οποίων το εκλογικό σώμα και το πολιτικό ακροατήριο συναποτελείται από φιλοβασιλικά στοιχεία όχι μόνο να σπεύδουν στην τελετή, όπως είχαν κάθε δικαίωμα, αλλά και να διατυπώνουν την άποψη ότι έπρεπε να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των «διαδόχων, άνευ τίτλου και θρόνου», προσπαθώντας με κουτοπονηριά να δικαιολογήσουν αυτή τους τη συμπεριφορά. Επιστράτευσαν «μπακαλίστικες» ιστορικές αναφορές, αλλά έκαναν, επίσης, επίκληση στη μεγαλοψυχία που οφείλει να χαρακτηρίζει τη Δημοκρατία. Λες και η τελευταία οφείλει, πέρα από τον πανανθρώπινο σεβασμό στο θάνατο, να τιμά τους εχθρούς της. Λες και το Κράτος οφείλει ν’ αποδίδει τιμές σε άτομα που δεν πληρούν καν τις τυπικές προϋποθέσεις.
Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί ήθελαν απλώς να ικανοποιήσουν τα προσωπικά τους ακροατήρια, ενώ ορισμένοι εξ αυτών ήθελαν επίσης να κάνουν εκ δεξιών κριτική στον Μητσοτάκη. Προς άγραν ψήφων κι ενόψει ξεκαθαρίσματος εσωκομματικών λογαριασμών, η Ιστορία, τα Σύμβολα, η Πολιτειακή συνοχή, οι Θεσμοί τοποθετούνται στην προκρούστεια κλίνη, προκειμένου να έρθουν στα μέτρα του κάθε πολιτικού νάνου. Το γκροτέσκο σκηνικό περιελάμβανε και παρεμβάσεις διαφόρων παραγόντων της περιθωριακής Δεξιάς, οι οποίοι ανακάλυψαν οργή του Βασιλιά Καρόλου του Ηνωμένου Βασιλείου, επειδή δεν τιμήθηκε ο Κωνσταντίνος σαν αρχηγός κράτους, οργή που μπορεί να έχει επιπτώσεις ακόμη και στις διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα!
Θυμηδία, επίσης, προκάλεσαν οι παρεμβάσεις διαφόρων φιλομοναρχικών προσωπικοτήτων της ελληνικής showbiz, προς υπεράσπιση της υστεροφημίας του εκλιπόντος και προς υποστήριξη του αιτήματος της οικογενείας του να τιμηθεί από την ελληνική Πολιτεία. Έχει ειπωθεί ότι ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της χώρας μας είναι η απουσία αστικής τάξης. Μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, είναι ύπαρξη μιας τάξης η οποία υποδύεται την αστική. Πιθηκίζει «αστικές» συμπεριφορές, ενώ στην ουσία είναι αναπόσπαστο τμήμα ενός παρακμιακού συστήματος «αρπακτής», που οδήγησε την Ελλάδα στην πολυεπίπεδη χρεοκοπία. Γι’ αυτό άλλωστε και πολλοί της εκπρόσωποι αναδείχθηκαν επί ημερών μεταπολίτευσης (αυτής της «κακιάς» που έδιωξε τον βασιλιά) και κατέρρευσαν μαζί με τη λήξη των μεταπολιτευτικών «βεβαιοτήτων» το 2010.
Φυσικά, δεν μπορεί παρά παραβλεφθεί η επιπόλαιη, ανώριμη, μικρόψυχη και αγενέστατη στάση πολλών Αριστερών. Το ότι κάποιος τρέφει αισθήματα αποστροφής προς τη μοναρχία δεν του επιτρέπει να υβρίζει σκαιά ένα νεκρό της εκπρόσωπο. Ο σεβασμός στο θάνατο αποτελεί βασικό συστατικό του ελληνικού πολιτισμού. Το «σκατά στον τάφο του» δεν είναι πολιτική κριτική, ούτε ιστορική αποτίμηση. Είναι δείγμα αμορφωσιάς κι έλλειψης αγωγής. Η κοινή καφρίλα απάδει προς τον πολιτικό πολιτισμό. Η περιφρόνηση βασικών κανόνων κοινωνικής συνύπαρξης δεν αποτελεί επαναστατική ενέργεια, αλλά ένδειξη ύπαρξης συμπλεγμάτων.
Τέλος, ξεχωριστή αναφορά αξίζει στους απλούς πολίτες που έσπευσαν να δουν από κοντά μέλη βασιλικών οικογενειών άλλων χωρών και να χαιρετίσουν την οικογένεια Γλυξμπουργκ. Η διατήρηση βασιλοφρόνων τμημάτων στην ελληνική κοινωνία έχει ιστορικές ρίζες, αλλά η συμπεριφορά τους συνδέεται και με το γενικότερο κλίμα απαξίωσης που έχει επικρατήσει αναφορικά με το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα. Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι τα μέγιστα στην ηθική απονομιμοποίηση της Προεδρευομένης Δημοκρατίας έχουν συμβάλλει οι πλέον σκληροπυρηνικοί αντιμοναρχικοί, που συναντιούνται με τους «προαιώνιους» εχθρούς τους στις γραμμές του μετώπου υπονόμευσης του Πολιτεύματος, έστω κι αν εκκινούν από διαφορετική αφετηρία. Το είδαμε, άλλωστε, και πριν από μία δεκαετία στις πλατείες των λεγομένων αγανακτισμένων, αλλά και στο δημοψήφισμα – παρωδία του Τσίπρα.
Το ίδιο επιχείρημα περί μεγαλοψυχίας της ισχυρής και με αυτοπεποίθηση Ελληνικής Δημοκρατίας δεν χρησιμοποιούσαν και οι οπαδοί της Συμφωνίας των Πρεσπών; Όπου «μεγαλοψυχία», η πλήρης δικαίωση του σκοπιανού αλυτρωτισμού. Το ίδιο επιχείρημα δεν χρησιμοποιούσαν και όσοι υποστήριζαν ότι ο κράτος μας έπρεπε να υποχωρήσει στον εκβιασμού του κατά συρροήν δολοφόνου και τρομοκράτη Κουφοντίνα; ΄Οπου «μεγαλοψυχία», η ικανοποίηση του αιτήματός του να συνεχίσει να εκτίει την ποινή του σε φυλακή της αρεσκείας του. Ξένισε πολλούς η παρουσία νέων ανθρώπων στην κηδεία του Κωνσταντίνου. Πώς, όμως, μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν η νέα γενιά χαρακτηρίζεται από έλλειψη ουσιαστικής μόρφωσης, ιστορικών γνώσεων, πολιτειακής παιδείας; Και ποιοι να θεσπίσουν άλλωστε μια εκπαιδευτική πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση; Εκείνοι που έσπευσαν να ζητήσουν να τιμηθεί ο έκπτωτος βασιλιάς, μήπως και χάσουν κάποιο φιλοβασιλικό ψηφαλάκι; Αυτοί που φώναζαν «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»;
Ο Κωνσταντίνος Γλυξμπουργκ πέρασε κι επισήμως στην Ιστορία. Κρίθηκε πολιτικά όσο βρισκόταν εν ζωή, θα συνεχίσει να κρίνεται ιστορικά στα χρόνια που ακολουθούν. Πολλοί λένε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κινδυνεύει. Πράγματι, φαντάζει απίθανη σήμερα μια ανατροπή του Πολιτεύματος. Ταυτόχρονα, όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Δημοκρατία είναι, επίσης, θέμα μόνιμου αγώνα και πως ό,τι δεν ανανεώνεται τελικά βαλτώνει και αργοπεθαίνει. Οφείλει η Δημοκρατία να δημιουργεί αντισώματα, που θα την προστατεύουν ακόμη κι από τον κακό της εαυτό…