15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ επιδίωξη εδαφικής επέκτασης του ελληνικού κράτους σε συνάρτηση με τη Μεγάλη...

Η επιδίωξη εδαφικής επέκτασης του ελληνικού κράτους σε συνάρτηση με τη Μεγάλη Ιδέα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (Γ΄ Μέρος)


Του Στέλιου Καραγεώργη,

Στο διεθνές συνέδριο που έλαβε χώρα στο Βερολίνο τον Ιούνιο του 1878, για να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις σχετικά με τα Βαλκάνια, η Ελλάδα συμμετείχε μόνο σε μια συνεδρίαση, όπου οι εκπρόσωποι της χώρας παρέθεσαν τις διεκδικήσεις της σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Κρήτη, χωρίς να προσδιορίζουν με ακρίβεια τα βόρεια σύνορα. Αυτή η τακτική αποσκοπούσε σε μη περιορισμό των ενδεχόμενων εδαφικών κερδών. Η Συνθήκη του Βερολίνου που υπογράφηκε την 1 Ιουλίου του 1878, περιόριζε σε μεγάλο βαθμό τα σύνορα της Βουλγαρίας, προσέφερε αυτονομία στην Ανατολική Ρωμυλία με χριστιανό διοικητή, ενώ η Μακεδονία και η Θράκη παρέμεναν υπό οθωμανική κατοχή. Στα ζητήματα που αφορούσαν άμεσα την Ελλάδα, η συνθήκη προέβλεπε την ανακήρυξη της Κρήτης σε ημιαυτόνομη περιοχή με χριστιανό σύμβουλο του διοικητή, κατοχύρωνε επίσημα την χρήση της ελληνικής γλώσσας, και η συμμετοχή των χριστιανών στην διοίκηση διευρυνόταν. Ακόμα με το Άρθρο 24 της συνθήκης, προβλεπόταν η μελλοντική μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων με σκοπό την ρύθμιση των συνόρων Ελλάδος – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Θεσσαλία και στην Ήπειρο.

Με καθυστέρηση σχεδόν τριών χρόνων, εξαιτίας της αναβλητικότητας της Υψηλής Πύλης, και μετά από παραίτηση των περισσότερων διεκδικήσεων της Ελλάδος στην Ήπειρο, λόγω πιέσεως από τις Μεγάλες Δυνάμεις υπογράφθηκε συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1881, που ρύθμιζε τα σύνορα. Η Ελλάδα κέρδιζε ολόκληρη την Θεσσαλία, αλλά μόνο ένα μικρό κομμάτι της Ηπείρου γύρω από την πόλη της Άρτας. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου που συνυπέγραψε τη συνθήκη, κατηγορήθηκε για ενδοτικότητα, ακόμα και από τον μετριοπαθή Τρικούπη.

Απεικόνιση του Συνεδρίου στο Βερολίνο του 1878. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάς διεύρυνε τα σύνορά της κατά 13.385 τ. χλμ. εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για πρώτη φορά μετά την Επανάσταση. Ένα κομμάτι του παζλ της Μεγάλης Ιδέας συμπληρωνόταν, χωρίς την προσφυγή σε πόλεμο, αλλά μέσω της διπλωματίας και της παρεμβάσεως των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ελλάδα αύξανε τον πληθυσμό της κατά 293.993 κατοίκους, και παράλληλα αποκτούσε τον θεσσαλικό κάμπο, ο οποίος θα αποτελούσε τον σιτοβολώνα του βασιλείου.

Κατά την δεκαπενταετία 1880-1895, ο Τρικούπης διετέλεσε πέντε φορές Πρωθυπουργός της χώρας. Στην διάρκεια της πρωθυπουργίας του, η Ελλάδα επικεντρώθηκε στην εσωτερική της ανασυγκρότηση, και άφησε σε δεύτερη μοίρα τα αλυτρωτικά της σχέδια. Αναπτύχθηκε ο σιδηρόδρομος, δημιουργήθηκαν λιμενικές εγκαταστάσεις και τροχήλατοι δρόμοι, έργα που θα χρησίμευαν στην μεταφορά στρατευμάτων, σε μελλοντικές πολεμικές επιχειρήσεις. Παράλληλα μειώθηκε η στρατιωτική θητεία σε ένα έτος, και τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν χρησιμοποιήθηκαν για την βελτίωση της εκπαιδεύσεως των αξιωματικών, και για τον εξοπλισμό του στρατεύματος. Ωστόσο, η εποχή Τρικούπη έληξε άδοξα με την πτώχευση του 1893.

Τον Σεπτέμβριο του 1885, η Βουλγαρία προσάρτησε την Ανατολική Ρωμυλία παρανόμως. Η Ελλάδα με Πρωθυπουργό τον Δηλιγιάννη αντέδρασε με επιστράτευση, και απείλησε με εισβολή στην Ήπειρο. Η Μ. Βρετανία που επιθυμούσε να προσεταιριστεί την Βουλγαρία, ώστε να την απομακρύνει από την επιρροή της Ρωσίας, προχώρησε σε ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών ακτών. Μόνο η Σερβία επενέβη, αλλά ηττήθηκε στρατιωτικά από τους Βουλγάρους. Ως αποτέλεσμα η Βουλγαρία προσάρτησε επισήμως την Ανατολική Ρωμυλία το 1886, με την Συνθήκη του Τοπ-Κανέ.

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Πηγή εικόνας: sansimera.gr

Το 1893 ιδρύεται η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, και το 1895 η ανώτατη επιτροπή του νέου κομιτάτου με έδρα στην Σόφια. Σκοπός τους, η διεύρυνση της σλαβικής επιρροής στην Μακεδονία, η οποία είχε αρχίσει από την δεκαετία του 1860 και εντατικοποιήθηκε μετά την αναγνώριση της βουλγαρικής Εξαρχίας. Η Ελλάδα λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης, εξαιτίας της πτωχεύσεως του 1893, δεν αντέδρασε δυναμικά, αλλά βασίστηκε κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία για να αυξήσει τα πολιτισμικά της ερείσματα στην περιοχή.

Ο Κρητικός λαός εξεγείρεται για ακόμα μια φορά το 1896, με τους Τούρκους να αντιδρούν βίαια. Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα πίεζε για επέμβαση της χώρας, και οι εθνικιστικές οργανώσεις απειλούσαν με ανατροπή της κυβερνήσεως Δηλιγιάννη, ακόμα και της δυναστείας, εάν δεν αντιδρούσε στρατιωτικά η Αθήνα. Στις 2 Φεβρουάριου του 1897, μετά από εκκλήσεις και του προξένου της Ελλάδος στην Κρήτη, καταφθάνει ο στόλος και αποβιβάζει 1.500 άνδρες στο νησί. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αποβιβάζουν με την σειρά τους αγήματα και απαιτούν την απόσυρση του στρατού της Ελλάδος και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη υπακούει στις υποδείξεις, αλλά η Αθήνα αποσύρει μόνο τον στόλο της, διατηρώντας τις εκεί στρατιωτικές της δυνάμεις ως μοχλό πίεσης.

Ο ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδος. Πηγή εικόνας: kaliterilamia.gr

Η ελληνική στάση οδηγεί σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον Απρίλιο του 1897. Οι Οθωμανοί κατανίκησαν τον απροετοίμαστο ελληνικό στρατό, κατέλαβαν σχεδόν ολόκληρη την Θεσσαλία, φτάνοντας μέχρι την Λαμία. Με επέμβαση της Ρωσίας υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο, που επέβαλλε χρηματικό πρόστιμο, διεθνή οικονομική επιτήρηση στην Ελλάδα και μικρές συνοριακές παραχωρήσεις, υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Παρ’ όλα αυτά οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν την απόσυρση των τουρκικών δυνάμεων από την Κρήτη, προχωρώντας στην αυτονόμηση του νησιού με χριστιανό διοικητή, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Τον Νοέμβριο του 1898, φθάνει στο νησί ο πρίγκιπας Γεώργιος ως πρώτος ύπατος Αρμοστής, γεγονός που αποτέλεσε προάγγελο της πολυπόθητης ένωσης.

Η Ελλάδα απροετοίμαστη στρατιωτικά, ηττήθηκε από τις οθωμανικές δυνάμεις, στον ατυχή Πόλεμο του 1897. Ωστόσο, η έγκυρη επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων αποσόβησε τα χειρότερα. Το ελληνικό βασίλειο απώλεσε πρώτη φορά έδαφος υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά κατάφερε να φέρει πιο κοντά την ένωση της Κρήτης, μέσω της αυτονόμησής της. Αυτονόμηση η οποία οδήγησε στην αποχώρηση 40.000 μουσουλμάνων από το νησί, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο το χριστιανικό στοιχείο.

Στις σειρές που προηγήθηκαν, καθώς και στα δυο προηγούμενα άρθρα, έλαβε χώρα μια προσπάθεια ανάλυσης της επιδίωξης εδαφικής επέκτασης της Ελλάδος, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σε συνάρτηση με την Μεγάλη Ιδέα. Το ιδεολογικό μονοπώλιο του μεγαλοϊδεατισμού καθόρισε την εξωτερική πολιτική του ελληνικού βασιλείου, κατά το διάστημα που εξετάστηκε.

Στις περιπτώσεις του Κριμαϊκού Πολέμου το 1854-1855, της κρητικής εξέγερσης του 1866-1869, της πραξικοπηματικής προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία το 1885, και του Ατυχούς Πολέμου το 1897, η Ελλάδα προσπάθησε με την δύναμη των όπλων, να επιβάλει τις θέσεις της. Σε όλες τις παραπάνω πολεμικές κινητοποιήσεις, όντας απροετοίμαστη στρατιωτικά και απομονωμένη διπλωματικά, απέτυχε να επεκτείνει τα σύνορά της. Αντίθετα στις περιπτώσεις των Επτανήσων το 1864, και της προσάρτησης της Θεσσαλίας και της Άρτας το 1881, το ελληνικό βασίλειο εκμεταλλευόμενο τις διεθνείς συγκυρίες, κατάφερε να επιτύχει τους σκοπούς εδαφικής του επέκτασης.

Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα παραπάνω είναι, πως όταν η Ελλάς είχε διπλωματικά ερείσματα, και τα συμφέροντά της, συνέπιπταν με αυτά των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της Μ. Βρετανίας, κατάφερνε να διευρύνει τα σύνορά της. Εν αντιθέσει, όταν η Ελλάδα βασιζόταν στις στρατιωτικές της δυνάμεις, και οι επιδιώξεις της, προσέκρουαν στις αποφάσεις των Ευρωπαίων, τα αποτελέσματα ήταν πάντα ανεπιτυχή.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Διβάνη, Λένα (2000), Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, 1830-1947, Αθήνα: Καστανιώτης.
  • Κλάψης, Αντώνης (2019), Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Αθήνα: Πεδίο.

 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Έχει λάβει επιμόρφωση στην διοίκηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, και στις σχέσεις του ελληνισμού με την Δύση. Είναι γνώστης της αγγλικής και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία, του 19ου και 20ου αιώνα.