Του Νίκου Διονυσάτου,
Η Ιορδανία, 12 χρόνια μετά τις ανατροπές που επέφερε στη Μέση Ανατολή η Αραβική Άνοιξη, στέκει ακόμα με το πολιτικό της κατεστημένο εν πολλοίς αναλλοίωτο, παρά τη γενικότερη αποσταθεροποίηση της περιοχής. Κεντρικός πυρήνας, λοιπόν, αυτού του κατεστημένου, το οποίο γνωρίζει καλά πώς να επιβιώνει, είναι σήμερα η μοναρχία της Ιορδανίας υπό την τοπική δυναστεία των Χασεμιτών. Η πρωτοφανής ανθεκτικότητα του μοναρχικού πολιτεύματος, ωστόσο, δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη υπόθεση για την πολύπαθη αυτή αραβική χώρα.
Κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Αραβική Χερσόνησος και η Μέση Ανατολή διοικούνταν από διάφορους τοπικούς ηγέτες, τους Sharifs. Οι συγκεκριμένοι ευγενείς, οι οποίοι λειτουργούσαν είτε στα πλαίσια του οθωμανικού συστήματος είτε εκτός, αναγνώριζαν τον Σουλτάνο της Υψηλής Πύλης ως τον χαλίφη, τον ανώτατο, δηλαδή, θρησκευτικό ηγέτη του Ισλάμ και, ως εκ τούτου, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα –παρά τις ορισμένες εξεγέρσεις– η πολιτική κατάσταση παρέμενε ως είχε. Οι Sharifs έλκυαν την καταγωγή τους και τη θρησκευτικοπολιτική τους δύναμη από τον ίδιο τον προφήτη Μωάμεθ ή άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του και οι ισχυρότεροι εξ αυτών θεωρούνταν εκείνοι που διοικούσαν το Σαριφάτο της Μέκκας.
Έτσι, μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, τη θέση του Μεγάλου Sharif, ή Εμίρη της Μέκκας, ανέλαβε –έπειτα από εντολή του Σουλτάνου– ο Hussein bin Ali της δυναστείας των Χασεμιτών, οι οποίοι ήταν απόγονοι του προπάππου του Μωάμεθ, Hashim ibn Ali Manaf. Μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι Άγγλοι, θέλοντας να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να θέσουν τα κομμάτια της στη δική τους σφαίρα επιρροής, ήρθαν σε επαφή με τον Hussein, προκειμένου να οδηγήσει τους Άραβες σε επανάσταση εναντίον των μουσουλμάνων δυναστών τους. Ο Hussein, αν και αντιλαμβανόταν τη σκοπιμότητα των Βρετανών, ήθελε να δημιουργήσει ένα μεγάλο ανεξάρτητο αραβικό κράτος μεταπολεμικά και, ως εκ τούτου, πείστηκε τελικώς να προχωρήσει εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1916 κηρύσσει την ανεξαρτησία του Βασίλειου του Hejaz, με πρωτεύουσα τη Μέκκα και υπό τον Lawrence της Αραβίας, αγγλικά στρατεύματα και επαναστατημένοι Άραβες καταφέρνουν σημαντικές νίκες εναντίον των Τούρκων κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων.
Ήδη από τις πρώτες φάσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία είχαν χωρίσει τη Μέση Ανατολή σε διαφορετικές ζώνες επιρροής μέσω της Συμφωνίας Sykes–Picot. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και τη συνθηκολόγηση του Brest–Litovsk, η Ρωσία, βεβαίως, βρέθηκε εκτός όλων των μεταπολεμικών πλάνων για την περιοχή, όμως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία ήταν αποφασισμένες να βάλουν μπρος τις επιδιώξεις τους. Η Συρία, ο Λίβανος και η περιοχή του Hatay πέρασαν στους Γάλλους, ενώ, αντίστοιχα, η Παλαιστίνη, η Υπεριορδανία και το Ιράκ έγιναν βρετανικά προτεκτοράτα. Ο βασιλιάς Hussein ανταμείφθηκε με το δικό του βασίλειο στο Hejaz, αν και ήταν σαφώς μικρότερο από το αναμενόμενο, ενώ οι γιοι του, Abdullah Α’ και Faisal Α’ έγιναν Βασιλιάδες στα βρετανικά προτεκτοράτα της Υπεριορδανίας και του Ιράκ, αντίστοιχα.
Η προστασία των Άγγλων και η απόδοση της ηγεσίας σε Ιράκ και Υπεριορδανία στους Χασεμίτες θα αποδεικνυόταν καίρια για τον Hussein, καθώς θα χάσει το 1925 το Βασίλειο του Hejaz, έπειτα από εισβολή των Saud και μαζί με τον πρωτότοκο γιό του και άλλα μέλη της οικογένειάς τους θα αναγκαστούν να καταφύγουν στο Ιράκ. Αυτή η εξέλιξη θα επηρεάσει βαθύτατα τη μετέπειτα πορεία του Βασιλείου του Ιράκ, του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και του Βασιλείου της Ιορδανίας φυσικά.
Στο Ιράκ, η μοναρχία των Χασεμιτών θα κρατήσει μόλις μέχρι το 1958, όταν εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα, κατά το οποίο ο 23χρονος βασιλιάς Faisal Β’, εγγονός του πρώτου μονάρχη του Ιράκ, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της βασιλικής οικογένειας, εκτελέστηκαν σε λουτρό αίματος. Το κίνημα εκδηλώθηκε για να αποτραπεί η επικείμενη χασεμιτική ένωση Ιορδανίας και Ιράκ, ως απάντηση στην πρόσφατη νασερική ένωση Συρίας και Αιγύπτου, ενώ στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει ο παναραβισμός και το αντιμοναρχικό αίσθημα –εξαιτίας και της δημιουργίας του Ισραήλ– είχαν φουντώσει για τα καλά. Τα βασιλικά ανάκτορα του Amman φάνηκε να πανικοβάλλονται προς στιγμήν, καθώς υποδέχονταν εμιγκρέδες αριστοκράτες, που έφευγαν από το γειτονικό Ιράκ, ωστόσο –γρήγορα– η μοναρχία ανέκτησε τα αντανακλαστικά της.
Η Ιορδανία έγινε ανεξάρτητη το 1946 και έπειτα από μια κρίση στη βασιλική οικογένεια, μετά τη δολοφονία του Abdullah Α’, βασιλιάς είχε γίνει το 1952 ο 17χρονος εγγονός του και ξάδερφος του Faisal του Ιράκ, Hussein Α’. Ο Hussein θα ήταν ο Βασιλιάς εκείνος, ο οποίος θα πιστωνόταν εν τέλει την –σχεδόν ως εκ θαύματος για τα δεδομένα της περιοχής– επιβίωση των Χασεμιτών στην Ιορδανία. Ο πολιτικά οξυδερκής και κοσμοπολίτης Hussein, ο οποίος είχε λάβει βρετανική παιδεία και στρατιωτική εκπαίδευση, θα αποδεικνυόταν ένας από τους σκληρότερους παίκτες της Μέσης Ανατολής κατά τον 20ο αιώνα. Αποφεύγοντας τις εθνικιστικές επιρροές του Nasser από την Αίγυπτο και, αργότερα, εκείνες από τη Συρία και το Ιράκ, στεκούμενος στη μέση των Αραβοϊσραηλινών συγκρούσεων και με μια μόνιμη εισροή Παλαιστινίων προσφύγων –ειδικά μετά το 1967 και την απώλεια της Δυτικής Όχθης– ο Ιορδανός μονάρχης όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει, αλλά και να αναδειχθεί σε πυλώνα σταθερότητας.
Η Ιορδανία, παρά τη μόνιμη κρίση προσφυγικής υποδοχής και με ελάχιστους οικονομικούς πόρους, κατάφερε μέχρι το 1999, όταν ο Hussein Α’ απεβίωσε από καρκίνο, να συμφιλιωθεί διπλωματικά με το Ισραήλ, να σημειώσει σημαντική πρόοδο σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά και να πετύχει υψηλά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης με κεντρικό άξονα την τουριστική βιομηχανία. Η χώρα, στη συνέχεια, πέρασε στον Abdullah Β’, τον πρωτότοκο γιο του θανόντος Βασιλιά και κατά τη δεκαετία του ’00 εξακολούθησε να αποτελεί ένα κράτος–πρότυπο για τον μουσουλμανικό κόσμο. Από το 2010 και την Αραβική Άνοιξη, ωστόσο, αρκετά σύννεφα φάνηκε να μαζεύονται πάνω από το Χασεμιτικό Βασίλειο ξαφνικά.
Οι αναταραχές στις γειτονικές χώρες έδιωξαν μεγάλο μέρος των τουριστών, που συνέρρεαν κατά το παρελθόν, ενώ επεισόδια σημειώθηκαν σε πιο περιορισμένη κλίμακα και στο εσωτερικό της Ιορδανίας. Η πρόσφατη οικονομική στασιμότητα, μαζί με το οξύ προσφυγικό πρόβλημα, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι –κυρίως από τη Συρία, το Ιράκ, την Παλαιστίνη και τον Λίβανο– είχαν καταφύγει στη μικρή Ιορδανία, προκάλεσαν μια αίσθηση αβεβαιότητας για το μέλλον της μοναρχίας. Όμως, για άλλη μια φορά, ο στρατός και ο πιστός στις συντηρητικές παραδόσεις λαός της Ιορδανίας αποδείχθηκαν σύμμαχοι του στέμματος. Ο βασιλιάς Abdullah εξακολουθεί να κυβερνά και, παρά τις προκλήσεις, διαθέτει ένα από τα πιο ασφαλή, σταθερά και φιλοδυτικά κράτη της Μέσης Ανατολής.
Το συγκεκριμένο γεγονός, βέβαια, δεν καθιστά τους Χασεμίτες –σε καμία περίπτωση– αγαθούς και πεφωτισμένους μονάρχες, καθώς το επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ιορδανία παραμένει χαμηλότατο, οι ιστορικές προδοσίες σε άλλους Αραβικούς λαούς, όπως οι Παλαιστίνιοι, δεν έχουν ξεχαστεί, ενώ ένα μεγάλο μέρος του λαού της Ιορδανίας και οι εκατομμύρια πρόσφυγες που διαμένουν στη χώρα βρίσκονται –μέχρι σήμερα– σε καθεστώς ανέχειας. Όπως αποδείχθηκε, επομένως, και από το πρόσφατο debate σχετικά με τις ευθύνες και τον βίο του τέως Βασιλιά της Ελλάδος, είναι περισσότερο ζήτημα προσωπικής οπτικής το κατά πόσο θα δει κανείς τη μακρόβια δυναστεία των Χασεμιτών ως έναν φάρο σταθερότητας και φιλοδυτικότητας σε μια έρημο δεσποτισμού ή ένα μιλιταριστικό μοναρχοφασιστικό μόρφωμα, το οποίο, παρόλο που συμβαδίζει με την αυταρχική πολιτική παράδοση των Αράβων, στην τελική ελάχιστα εξυπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες των Ιορδανών του 21ου αιώνα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Hashemite, Islamic history, Britannica, Διαθέσιμο εδώ
- The Hashemites: Jordan’s Royal Family, King Hussein, Διαθέσιμο εδώ
- The three kings of Iraq: How a short-lived monarchy changed the country forever, MENA News, Διαθέσιμο εδώ
- From Burden to Economic Asset: Palestine Refugee Camps, Urbanet, Διαθέσιμο εδώ
- Refugees in Jordan, ANERA, Διαθέσιμο εδώ
- Arab-Israeli Wars, Britannica, Διαθέσιμο εδώ