Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Όταν σκεφτόμαστε τη Γερμανία του Χίτλερ, το μυαλό μας ταξιδεύει σε μεγάλους στρατούς, παροξυσμικούς λόγους και θηριωδίες ενός αδίστακτου καθεστώτος. Παρόλα αυτά, στα πλαίσια της Ιστορίας πάντα υπάρχουν και οι μικροϊστορίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα χωρίς να αποτελούν μεγάλες προσωπικότητες. Ένας από αυτούς είναι και ο συγγραφέας του βιβλίου, που έζησε τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των προηγούμενων χρόνων ως ένας νέος που μεγάλωνε στη Γερμανία.
Ο Horst Krüger (1919–1999) έγραψε αρχικά το έργο αυτό το 1966 στα γερμανικά. Μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα τη δεκαετία του 1990, ενώ είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κοινό θα έρθει σε επαφή με το έργο του, μέσα από τις Εκδόσεις Gutenberg και τη μετάφραση της Σίσσυς Παπαδάκη. Πρόκειται για το αυτοβιογραφικό έργο Το διαλυμένο σπίτι, στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει πώς μεγάλωσε μέσα σε μια απλή καθημερινή οικογένεια –που, όμως, δεν ξέφυγε από την καταστροφική «γοητεία» του Χίτλερ σε ένα προάστιο της Γερμανίας.
Ο συγγραφέας μεγάλωσε στο λιτό προάστιο Eichkamp του Βερολίνου, το οποίο επισκέφθηκε ξανά είκοσι περίπου χρόνια αργότερα ως δημοσιογράφος. Στόχος του ήταν να καταλάβει και να αναστοχαστεί σχετικά με το πώς βίωσε αυτήν την περίοδο με την καθολική μητέρα του και τον προτεστάντη πατέρα του, ο οποίος ήταν και τραυματίας από το Verdun το 1916. Οι γονείς του συγγραφέα δεν ενδιαφέρονταν αρχικά καθόλου για την πολιτική, όπως και οι περισσότεροι γείτονές τους. Ήταν άνθρωποι κατά βάση αξιοσέβαστοι στην κοινωνία, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ζητήματα πέρα από την καθημερινή τους εργασία και επιβίωση. Όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, οι άνθρωποι αυτοί βίωσαν έκπληξη, αλλά σύντομα παρασύρθηκαν από το κύμα της εθνικής βελτίωσης και χάρηκαν που η πατρίδα τους μπορούσε πλέον να ξαναγεννηθεί. Ήταν επόμενο, ίσως, ότι για σκληρά εργαζομένους ανθρώπους το γεγονός ότι υπήρξαν νέες θέσεις εργασίας, νέοι αυτοκινητόδρομοι και νέες ελπίδες ήταν μάλλον πηγή χαράς και αισιοδοξίας – αρκετής αισιοδοξίας ακόμη και για να τους κάνει να αγνοήσουν τις σπασμένες εβραϊκές βιτρίνες και τα λεηλατημένα εβραϊκά σπίτια που συναντούσε κανείς στη Γερμανία του Χίτλερ.
Πώς, όμως, αποφάσισε ο συγγραφέας να μας πει αυτήν την ιστορία; Το 1964, μετά από μια τυχαία συνάντηση με τον εισαγγελέα που προετοίμαζε τη δίκη της Φρανκφούρτης εναντίον 22 πρώην φρουρών στο Άουσβιτς, ο Horst Krüger πέρασε τέσσερις εβδομάδες ακούγοντας τις αγορεύσεις και τις καταθέσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου. Το σχέδιό του ήταν να γράψει ένα άρθρο για ένα περιοδικό, αλλά κοιτάζοντας αυτούς τους λογιστές, δημοσίους υπαλλήλους και επιχειρηματίες στο εδώλιο –ανθρώπους που δεν έμοιαζαν να ήταν ικανοί για τέτοιες θηριωδίες, αλλά τις είχαν τελέσει– άρχισε να σκέφτεται την ίδια την οικογένειά του και τη συνενοχή της στο καθεστώς.
Ο πατέρας του Krüger ήταν ένας μάλλον χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος, η δε μητέρα του πρώην επίδοξη τραγουδίστρια κλασικού ρεπερτορίου. Ο συγγραφέας με κάποιο χιούμορ γράφει ότι δεν επρόκειτο απλώς για απολιτίκ άτομα, αλλά και για ανθρώπους που ήταν «αντισεξουαλικοί» και δεν είχαν κάποιο πάθος στη ζωή τους. Παρόλα αυτά, έμοιαζαν να διαβάζουν το Mein Kampf με τα μάτια τους έκπληκτα, σαν να ήταν εντυπωσιασμένα παιδιά. Η οικιακή ζωή της οικογένειας ήταν μάλλον κενή από ουσιαστική επικοινωνία, καθώς οι Κυριακές ήταν κάτι παραπάνω από καταθλιπτικές, με τους ανθρώπους να περνούν απλά μαζί χρόνο χωρίς να επικοινωνούν αληθινά.