17.1 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΒιβλιοΔιαβάσαμε και προτείνουμε: «Το διαλυμένο σπίτι» του Horst Krüger

Διαβάσαμε και προτείνουμε: «Το διαλυμένο σπίτι» του Horst Krüger


Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή, 

Όταν σκεφτόμαστε τη Γερμανία του Χίτλερ, το μυαλό μας ταξιδεύει σε μεγάλους στρατούς, παροξυσμικούς λόγους και θηριωδίες ενός αδίστακτου καθεστώτος. Παρόλα αυτά, στα πλαίσια της Ιστορίας πάντα υπάρχουν και οι μικροϊστορίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα χωρίς να αποτελούν μεγάλες προσωπικότητες. Ένας από αυτούς είναι και ο συγγραφέας του βιβλίου, που έζησε τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των προηγούμενων χρόνων ως ένας νέος που μεγάλωνε στη Γερμανία.

Ο Horst Krüger (1919–1999) έγραψε αρχικά το έργο αυτό το 1966 στα γερμανικά. Μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα τη δεκαετία του 1990, ενώ είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κοινό θα έρθει σε επαφή με το έργο του, μέσα από τις Εκδόσεις Gutenberg και τη μετάφραση της Σίσσυς Παπαδάκη. Πρόκειται για το αυτοβιογραφικό έργο Το διαλυμένο σπίτι, στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει πώς μεγάλωσε μέσα σε μια απλή καθημερινή οικογένεια –που, όμως, δεν ξέφυγε από την καταστροφική «γοητεία» του Χίτλερ σε ένα προάστιο της Γερμανίας.

Πηγή Εικόνας: Alamy Stock Photo

Ο συγγραφέας μεγάλωσε στο λιτό προάστιο Eichkamp του Βερολίνου, το οποίο επισκέφθηκε ξανά είκοσι περίπου χρόνια αργότερα ως δημοσιογράφος. Στόχος του ήταν να καταλάβει και να αναστοχαστεί σχετικά με το πώς βίωσε αυτήν την περίοδο με την καθολική μητέρα του και τον προτεστάντη πατέρα του, ο οποίος ήταν και τραυματίας από το Verdun το 1916. Οι γονείς του συγγραφέα δεν ενδιαφέρονταν αρχικά καθόλου για την πολιτική, όπως και οι περισσότεροι γείτονές τους. Ήταν άνθρωποι κατά βάση αξιοσέβαστοι στην κοινωνία, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ζητήματα πέρα από την καθημερινή τους εργασία και επιβίωση. Όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, οι άνθρωποι αυτοί βίωσαν έκπληξη, αλλά σύντομα παρασύρθηκαν από το κύμα της εθνικής βελτίωσης και χάρηκαν που η πατρίδα τους μπορούσε πλέον να ξαναγεννηθεί. Ήταν επόμενο, ίσως, ότι για σκληρά εργαζομένους ανθρώπους το γεγονός ότι υπήρξαν νέες θέσεις εργασίας, νέοι αυτοκινητόδρομοι και νέες ελπίδες ήταν μάλλον πηγή χαράς και αισιοδοξίας – αρκετής αισιοδοξίας ακόμη και για να τους κάνει να αγνοήσουν τις σπασμένες εβραϊκές βιτρίνες και τα λεηλατημένα εβραϊκά σπίτια που συναντούσε κανείς στη Γερμανία του Χίτλερ.

Πώς, όμως, αποφάσισε ο συγγραφέας να μας πει αυτήν την ιστορία; Το 1964, μετά από μια τυχαία συνάντηση με τον εισαγγελέα που προετοίμαζε τη δίκη της Φρανκφούρτης εναντίον 22 πρώην φρουρών στο Άουσβιτς, ο Horst Krüger πέρασε τέσσερις εβδομάδες ακούγοντας τις αγορεύσεις και τις καταθέσεις στην αίθουσα του δικαστηρίου. Το σχέδιό του ήταν να γράψει ένα άρθρο για ένα περιοδικό, αλλά κοιτάζοντας αυτούς τους λογιστές, δημοσίους υπαλλήλους και επιχειρηματίες στο εδώλιο –ανθρώπους που δεν έμοιαζαν να ήταν ικανοί για τέτοιες θηριωδίες, αλλά τις είχαν τελέσει– άρχισε να σκέφτεται την ίδια την οικογένειά του και τη συνενοχή της στο καθεστώς.

Ο πατέρας του Krüger ήταν ένας μάλλον χαμηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος, η δε μητέρα του πρώην επίδοξη τραγουδίστρια κλασικού ρεπερτορίου. Ο συγγραφέας με κάποιο χιούμορ γράφει ότι δεν επρόκειτο απλώς για απολιτίκ άτομα, αλλά και για ανθρώπους που ήταν «αντισεξουαλικοί» και δεν είχαν κάποιο πάθος στη ζωή τους. Παρόλα αυτά, έμοιαζαν να διαβάζουν το Mein Kampf με τα μάτια τους έκπληκτα, σαν να ήταν εντυπωσιασμένα παιδιά. Η οικιακή ζωή της οικογένειας ήταν μάλλον κενή από ουσιαστική επικοινωνία, καθώς οι Κυριακές ήταν κάτι παραπάνω από καταθλιπτικές, με τους ανθρώπους να περνούν απλά μαζί χρόνο χωρίς να επικοινωνούν αληθινά.

Το 1933, ο πατέρας του συγγραφέα έδειξε να εκπλήσσεται με τον διορισμό του Χίτλερ ως Καγκελάριου: όπως όλοι οι φίλοι και οι συνάδελφοί του, τον θεωρούσε έναν πιεστικό, χυδαίο εξτρεμιστή. Όμως, καθώς τα χρόνια περνούσαν και τα οικονομικά της Γερμανίας ανέβαιναν στα ύψη, οι απλοί άνθρωποι άρχισαν να απολαμβάνουν τη νέα δόξα της χώρας τους και να προσαρμόζονται στον νέο τους Φύρερ. Η εισροή πλούτου και η ελπίδα γέμισε ακόμη και τους πιο σκεπτικιστές με μια αίσθηση ηρεμίας, ενώ οι μικροεπιχειρηματίες είχαν ξαφνικά την αισιοδοξία για κάτι καλύτερο και όσοι ήδη πίστευαν στα μηνύματα του ναζισμού ήταν πλέον σίγουροι για την επιλογή τους. Δεν πήρε πολύ καιρό για να αισθανθούν άνετα με τον νέο ηγέτη τους, καθώς θεωρούσαν ότι πραγματικά δρούσε για τα συμφέροντά τους.
Συντετριμμένος από την αιφνίδια αυτοκτονία της αδελφής του και υπό την επιρροή ενός Ρωσο–Εβραίου φίλου του, του Wanja, ο νεαρός Horst δρούσε κατά του καθεστώτος, πράγμα για το οποίο σύντομα συνελήφθη από τη μυστική αστυνομία. Τελικά, και λόγω των παρακλήσεων των γονέων του, αφέθηκε ελεύθερος και εγγράφηκε σχεδόν αναγκαστικά στον γερμανικό στρατό. Ο συγγραφέας πολέμησε στη Γαλλία, την Ιταλία και, στις τελευταίες μέρες του πολέμου, στη Γερμανία, αλλά δεν γράφει σχεδόν τίποτα για τις εμπειρίες του εν καιρώ πολέμου ως Γερμανός δεκανέας μεταξύ 1941 και 1945, πράγμα που και ο ίδιος παραδέχεται. Στις τελευταίες ημέρες του πολέμου, υπερασπίζεται το εσωτερικό μέτωπο και πλέον είναι βέβαιη η ήττα. Καταβεβλημένος και συντετριμμένος, χωρίς πυρομαχικά, αποφασίζει, εν τέλει, να παραδοθεί και πείθει έναν άλλο στρατιώτη να έρθει μαζί του, πέρα από το ποτάμι στον συμμαχικό στρατό –στους οποίους δηλώνει σαφώς και απεριφράστως ότι μισεί τον Χίτλερ και δεν συμφωνεί με αυτόν τον πόλεμο.
Πηγή Εικόνας: readinggroups.org
Ο νεανικός φίλος του συγγραφέα, Wanja, τον οποίο τόσο θαύμαζε ο νεαρός Horst για την επαναστατική του διάθεση και το θάρρος του, επέζησε από τον πόλεμο. Οι δύο συναντήθηκαν κάποια στιγμή, 22 χρόνια αργότερα στην Ανατολική Γερμανία, όπου ο συγγραφέας ανακάλυψε ότι ο παλιός του φίλος είχε γίνει ένας σκληροπυρηνικός και ακραίος κομμουνιστής, χωρίς πια την κριτική διάθεση που τον έκανε τόσο ελκυστικό παλαιότερα. Αυτή η εμπειρία παράγει μια τραγική διαπίστωση: οι δύο αυτοί άνθρωποι και συνεκδοχικά μια ολόκληρη γενιά, δεν μπόρεσαν να ζήσουν πραγματικά και να αναπτύξουν τη δική τους άποψη για τη ζωή, καθώς δεν τους το επέτρεψαν οι καιροί και οι εμπειρίες τους. Το βιβλίο αποτυπώνει μια ολόκληρη εποχή και δείχνει με γλαφυρά χρώματα και εξαιρετική γλώσσα (σε αυτό ασφαλώς τα εύσημα ανήκουν και στη μεταφράστρια) πώς ακόμη και απλοί, εργατικοί, αξιοπρεπείς άνθρωποι μπόρεσαν να γίνουν συνένοχοι σε μια από τις πιο φρικαλέες κτηνωδίες του πολέμου – γι’ αυτό, το διαβάσαμε και σας το προτείνουμε. 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αριάδνη-Παναγιώτα Φατσή
Αριάδνη-Παναγιώτα Φατσή
Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής στο ΕΚΠΑ. Αναπτύσσει ιδιαίτερη δράση σε φοιτητικούς οργανισμούς και εκδηλώσεις, βρίσκεται στο διοικητικό συμβούλιο της Unique Minds και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια και ημερίδες. Την ενδιαφέρει η συγγραφή νομικών και λογοτεχνικών άρθρων, τάσεις τις οποίες ικανοποιεί η συμμετοχή της στο OffLine Post. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά.