Του Γεώργιου Ι. Θεοδωρόπουλου,
Πάμπολλες φορές οι άνθρωποι παρασυρόμαστε από τριτογενείς παράγοντες, εξάγοντας βεβιασμένα και μονομερή συμπεράσματα. Αρκεί να αναλογιστούμε την ευκολία των παρεξηγήσεων στην καθημερινή ζωή και την επαφή με άλλους ανθρώπους, ως αποτέλεσμα μιας προκατειλημμένης στάσης από μεριάς μας. Μια αντίστοιχη παρερμηνεία (συνειδητή ή ασυνείδητη) καταδίκασε ανέλεγκτα στην άβυσσο της Iστορίας ένα ολόκληρο φάσμα της πορείας του ανθρώπου στον κόσμο τούτο.
Ολοκληρώνοντας τη φοίτησή μου στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αι., τολμώ μετά λύπης να βεβαιώσω πως οι διδαχθείσες γνώσεις σχετικά με τη φάση της Ιστορίας που συμβατικά αποκαλούμε «Μεσαίωνα» ήταν φτωχές έως ανύπαρκτες. Αν και η γραμμικότητα ως προς την ολοκλήρωση της διδακτέας ύλης ευνοούσε την εμβάθυνση στα τεκταινόμενα της Μεσαιωνικής Δύσης, ωστόσο για λόγους μάλλον ακατανόητους, ποτέ αυτή δεν πραγματοποιούταν. Η επίσημη ελληνική κρατική εκπαίδευση φαίνεται πως δεν αξιολογούσε ως αξιομνημόνευτο κάποιο γεγονός που έλαβε χώρα κατά τη χιλιετία των μέσων χρόνων σε δυτικό έδαφος, παρά μόνον όσα εφάπτονταν της Ιστορίας του «ελληνικού» Μεσαίωνα, και ομιλώ, φυσικά, για την υπερχιλιετή πορεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ας εξετάσουμε, όμως, τα δεδομένα από την αρχή. Στην επιστήμη της Ιστορίας –αλλά και γενικότερα– με τον όρο «Μεσαίωνας» (“Middle Ages”) εννοούμε την ευρωπαϊκή Ιστορία όπως αυτή εκτείνεται από τον 5ο έως και τον 15ο μ.Χ. αι. Οι διχογνωμίες σχετικά με την αυγή και τη δύση των μεσαιωνικών χρόνων ποικίλουν· ωστόσο είναι άδικος κόπος να γίνει ενδελεχής αναφορά και ως εκ τούτου θα αρκεστούμε στις επικρατέστερες των απόψεων.
Έτσι, ως απαρχή της ιστορικής αυτής περιόδου νοείται η κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους από τα νεοαφιχθέντα βαρβαρικά φύλα το 476 ή κατ’ άλλους, λίγο νωρίτερα, δηλαδή ο διαμοιρασμός της Αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο Α’ στους γιους του Αρκάδιο και Ονώριο το 395. Ενώ η λήξη σημαίνεται με την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου το 1492 από τον Χριστόφορο Κολόμβο ή γενικότερα με την εισδοχή των καινοτομιών στις πολεμικές πρακτικές (όπως λ.χ. την ευρεία χρήση της πυρίτιδας). Η υπό εξέταση χρονική περίοδος αποτελεί μέρος της τριμερούς διαίρεσης της Ιστορίας του δυτικού κόσμου σε: Κλασική Αρχαιότητα, Μεσαίωνα, Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή. Ο Μεσαίωνας, με τη σειρά του, διαιρείται σε τρεις υποπεριόδους: τον Πρώιμο (5ος – 8ος αι.), τον Ώριμο ή Μέσο (9ος – 11ος αι.) και τον Ύστερο (12ος – 15ος αι.).
Ωστόσο, η ιστορική διαίρεση λίγο ενδιαφέρει τον φιλίστορα αναγνώστη, ο οποίος δεν επιζητά την επιστημονική εξέταση των γεγονότων, αλλά την εις βάθος κατανόηση της σκέψης του ανθρώπου κάθε εποχής. Άλλωστε, λογικό είναι πως –επί παραδείγματι– για έναν στρατιώτη του Καρόλου Μαρτέλου στη μάχη του Πουατιέ (732/ πρώιμος Μεσαίωνας) και αποβιώσαντα μετά και την επικείμενη στέψη του Βασιλέα του (800/ μέσος Μεσαίωνας), κανείς από τους επιζήσαντες συστρατιώτες του δεν θα θεωρούσε πως έζησε στο μεταίχμιο δυο υποπεριόδων. Επομένως, είναι συνετότερο ένας ιστορικός να θεάται την Ιστορία εκ του πρίσματος των πρωταγωνιστών της, συνυπολογίζοντας την ανθρώπινη, εξελικτική της ιδιότητα και λαμβάνοντας υπόψη την αδιάκοπη ώσμωση μεταξύ προγενεστέρων και μεταγενεστέρων καταστάσεων. Σκοπός είναι η απαλλαγή από την αέναη συλλογιστική της οριοθέτησης και της περιοδολόγησης, η οποία στον υπερβολικό της βαθμό μόνον κοπιαστική μπορεί να αποβεί. Εκτός των άλλων, η χρονολογική τομή του Μεσαίωνα αφορά ως επί το πλείστον την ερμηνεία της Ιστορίας της ευρωπαϊκής ηπείρου και είναι ακατανόητη ως προς την εξέταση της Ιστορίας του υπολοίπου κόσμου.
Ο όρος “media tempestas” (μέση εποχή), αποδίδεται στον επίσκοπο της Αλέρια, Τζιοβάνι Ανδρέα Μπούσι (ιταλ.Giovanni Andrea Bussi) και χρησιμοποιήθηκε περί τα τέλη του 15ου αιώνα. Παρόλα αυτά, ο ζωγράφος Τζόρτζιο Βαζάρι (ιταλ. Giorgio Vasari), ήταν εκείνος που συνέδεσε τον 16ο αιώνα τον όρο αυτό, με την εποχή του Μεσαίωνα. Ο ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου του Clemson, David Nicholas, υποστήριξε πως: «ο όρος “Μεσαίωνας” επινοήθηκε για να στιγματίσει μια χιλιετία πνευματικής καθυστέρησης και κοινωνικής αδικίας, όπως τη θεωρούσαν κάποτε οι ιστορικοί. Η χιλιετία αυτή χωρίζει την κλασική Αρχαιότητα από τη σύγχρονη “φωτισμένη” εποχή, που αρχίζει είτε με την ιταλική Αναγέννηση είτε με την προτεσταντική εξέγερση». Για να εντοπίσουμε την αρχή του μίτου της δαιμονοποίησης μιας ολόκληρης εποχής και των ανθρώπων της, δεν πρέπει να λησμονήσουμε πως ο Μεσαίωνας αποτελεί το μέσον δύο σπουδαίων ιστορικών φάσεων: της αρχαιότητας και ακολούθως των νεότερων χρόνων, ήτοι της Αναγέννησης και των μετασχηματισμών που αυτή επέφερε.
Επομένως, η ανάγκη για πνευματική αποστασιοποίηση του αναγεννησιακού ανθρώπου ήταν αυτή που κατακεραύνωσε συλλήβδην τα πεπραγμένα μιας ολόκληρης εποχής, εν ονόματι της νεωτερικότητας. Ο Διαφωτισμός, πνευματικό απότοκο της Αναγέννησης, εστράφη εκ νέου κατά του μεσαιωνικού ανθρώπου, τον οποίο εξοβέλισε ως βάρβαρο, άξεστο, σκοταδιστή και θρησκόληπτο. Η εισαγωγή της αυτοματοποίησης στον τομέα της παραγωγής στην Αγγλία του 18ου αιώνα σήμανε τη γέννηση της βιομηχανίας υπό όρους καινοτομίας και εκσυγχρονισμού της προϋπάρχουσας βιοτεχνίας. Λόγω της ταχύτητας παραγωγής αγαθών με σχετικά μικρό κόστος, η προσφορά και η ζήτηση αυξήθηκαν κατακόρυφα.
Η γενικότερη αύξηση του πληθυσμού και η λεγόμενη αγροτική επανάσταση με τη συνεπακόλουθη εισροή των πρώην αγροτών στις πόλεις –υπό την ιδιότητα του εργάτη– δημιούργησε μια νέα σχέση οικονομικής εξάρτησης μεταξύ των κεφαλαιούχων επιχειρηματιών και των εργατών στις βιομηχανίες. Ως είναι φυσικό, τα νέα αυτά πολιτισμικά δεδομένα μετέβαλαν άρδην το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής. Η ανερχόμενη και συνεχώς ενισχυόμενη αστική τάξη συγκρότησε μια νέα κοινωνία, τη βιομηχανική, η οποία θέλησε να διαρρήξει τη σχέση υποτέλειας με το παλαιό φεουδαρχικό κατεστημένο, εκπροσωπούμενο από τους αριστοκράτες. Όπως ορθώς επισημαίνει ο ακαδημαϊκός Πασχάλης. Μ. Κιτρομηλίδης: «Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού […], εξέφρασε τη χειραφέτηση του ευρωπαϊκού πνεύματος από τα δεσμά της μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας».
Οι Διαφωτιστές διαλάλησαν την άρνηση στις παραδοσιακές-μεσαιωνικές αξίες και την επίκριση στους αναχρονιστικούς θεσμούς που ενσαρκώνουν και κατοχυρώνουν μονομερή προνόμια. Ο Άγγλος λόγιος και ιστορικός Edward Gibbon συντάσσει και εκδίδει το κλασικό έργο Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (αγγλ. The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, εκδοθέν το 1776), το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «ιστορία του θριάμβου της βαρβαρότητας και της θρησκείας», αφήνοντας σαφή υπαινιγμό για την καταστρεπτική έλευση των βαρβάρων. Το εκκλησιαστικό κατεστημένο που μεσουράνησε για πάνω από μια χιλιετία και συμμάχησε ιδεολογικά με τη φεουδαλική τάξη για τη νομή της εξουσίας και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του απερρίφθη. Δεδομένης της έκτασης του ρυθμιστικού ρόλου της Εκκλησίας, αναφορικά με τη διαπίδυση των ανθρωπίνων σχέσεων των μεσαιωνικών κοινωνιών, η εποχή αυτή καταδικάστηκε αβασάνιστα από την πολιτική και κοινωνική ελίτ των αιώνων που ακολούθησαν, ως Σκοτεινοί Χρόνοι (αγγλ. Dark ages).
Η «μεσαιωνοκτονία» που συντελέστηκε, οδήγησε –μεταξύ άλλων– και σε συνυποδηλωτικά γλωσσικά προϊόντα, συνώνυμα της παρακμής και της δυστοκίας, όπως: «εργασιακός μεσαίωνας», «μεσαιωνικές μέθοδοι διδασκαλίας» ή «ο τάδε ζει στον μεσαίωνα». Μια απλή αναζήτηση του επιθέτου «μεσαιωνικός -ή -ό» στο λεξικό αρκεί για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος της εννοιολογικής παραμόρφωσης που έχει επιβληθεί στην καθομιλουμένη. Όταν, λοιπόν, κάποιος χαρακτηρίζεται ως «μεσαιωνικός», στην ουσία έχει νοοτροπία και αντιλήψεις που είναι αναχρονιστικές, οπισθοδρομικές, αιρετικές, βάρβαρες και πλήρως αντιπαραβαλλόμενες με τον σύγχρονο πολιτισμένο δυτικό τρόπο ζωής.
Εν κατακλείδι, θα σημειώναμε πως, παρ’ όλη τη συντελούμενη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, η αποκατάσταση της συμβολικής και ουσιαστικής αξίας του Μεσαίωνα έχει σημειώσει αισθητή πρόοδο. Ο σπουδαίος ιστορικός και ερευνητής Ζαχαρίας Τσιρπανλής, αναγνωρίζοντας τη νοηματοδοτική αξία της μέσης αυτής εποχής, γράφει σε ένα από τα εγχειρίδιά του: «Η Αναγέννηση δηλ. των Γραμμάτων και των Τεχνών, κατά τους 15ο και 16ο αι., δεν αποτελεί φαινόμενο μετέωρο ή νεκρανάσταση του αρχαίου πνεύματος […] Αντίθετα, υπήρξε το αποτέλεσμα και το επιστέγασμα μιας μακρόχρονης, εντατικής και συγκινητικής ακόμη προσπάθειας των ταπεινών ανθρώπων του Μεσαίωνα». Για αυτή την «προσπάθεια» θα λεχθούν περισσότερα σε επόμενο άρθρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αρβελέρ, Ελένη, Aymard, Maurice, (2003), Οι Ευρωπαίοι. Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Αθήνα: Σαββάλας.
- Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, (2000), Η Μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη. Εισαγωγή στη μελέτη της ιστορίας της, του κοινωνικού και οικονομικού της βίου, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
- Καραπιδάκης, Νίκος, (1996), Ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης (5ος-11ος αι.), Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
- Μπενβενίστε, Ρίκα, (2008), Από τους βαρβάρους στους μοντέρνους. Κοινωνική ιστορία και ιστοριογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Δύσης, Αθήνα: Πόλις.
- Τσιρπανλής, Ζαχαρίας Ν., (2004), ), Η Μεσαιωνική Δύση: 5ος – 15ος αι., Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
- Berstein, Serge – Milza, Pierre, (1997), Ιστορία της Ευρώπης: από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά κράτη: 5ος – 18ος αιώνας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
- Le Goff, Jacques, (2006), Η διαδικασία του πολιτισμού. Μία ιστορία της κοινωνικής συμπεριφοράς στη Δύση, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
- Le Goff, Jacques, (1993), Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
- Nicholas, David, (2013), Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312 – 1500, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
- Norbert, Elias, (1997), Η διαδικασία του πολιτισμού. Μία ιστορία της κοινωνικής συμπεριφοράς στη Δύση, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
- Rowling, Marjorie, (1992), Η καθημερινή ζωή στο Μεσαίωνα, Αθήνα: Παπαδήμα.