Της Γλυκερίας Πίγκα,
Πολλές χώρες του κόσμου –σχεδόν όλες– πάσχουν από το κοινωνικό-οικονομικό πρόβλημα της ανεργίας. Βέβαια, αυτή παρατηρείται πιο έντονα κυρίως στα άτομα χαμηλότερων κοινωνικών ομάδων. Γενικότερα, είναι μια μη επιθυμητή κατάσταση που συνεπάγει οικονομική ανασφάλεια και διάφορες άλλες αρνητικές επιπτώσεις, που εξαπλώνονται σε ένα ευρύ φάσμα των συνθηκών διαβίωσης. Αποτελεί στερεότυπο, αλλά δυστυχώς στις περισσότερες των περιπτώσεων ισχύει το γεγονός ότι το επαγγέλματα ενός ατόμου είναι ακόλουθο και του κοινωνικού του status, κάτι που συνάδει ύστερα και με την μετέπειτα οικονομική του πορεία, τη θέση στην αγορά εργασίας, αλλά και την πιθανότητα να καταλήξει άνεργος. Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όπως υπάρχουν και σε κάθε κανόνα και περιπτώσεις.
Μια άλλη έννοια που χρήζει διευκρίνησης, καθώς πολλοί άνθρωποι την συγχέουν με εκείνη της ανεργίας, είναι η αεργία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το άτομο εκούσια δεν αναζητεί εργασία και παραμένει άεργος –όχι άνεργος– για άλλους τελείως διαφορετικούς λόγους (απροθυμία εργασίας κ.ά.). Σύμφωνα με έρευνες, παρατηρείται πως μεγάλο ποσοστό ανδρών επιλέγουν την αεργία, εγκαταλείποντας τις δουλείες τους γιατί νιώθουν πως η εργασία απειλεί το κοινωνικό τους status. Το πόρισμα αυτό προέκυψε από μελέτη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Βοστώνης, σύμφωνα με στοιχεία της οποίας παρατηρήθηκε μείωση στο εργατικό δυναμικό των ανδρών και συγκεκριμένα σε εκείνους χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου.
Από την άλλη, οι μισθοί των αντρών που δεν έχουν πτυχίο πανεπιστημίου –σε σχέση με το 1980– μειώθηκαν κατά 30% στην κατηγορία των εργαζομένων 25-54 ετών. Για τους ανθρώπους αυτούς η εργασία, πέρα από πηγή εισοδήματος, αποτελεί μέσο κοινωνικής ανύψωσης. Θεωρούν πως μια θέση εργασίας με περιορισμένη δυνατότητα αύξησης αποδοχών είναι πολύ πιθανόν να επηρεάσει ακόμα και τις προοπτικές γάμου. Στη συνέχεια, στρέφονται στη βελτίωση της ψυχολογικής τους κατάστασης. Αν και το φαινόμενο αυτό παρατηρείται από αρκετά χρόνια πριν, έγινε εντονότερο και συχνότερο κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα στα χρόνια της πανδημίας, καθώς δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εγκατέλειψαν τις εργασίες τους και δεν επέστρεψαν μετά το τέλος της καραντίνας. Σύμφωνα με τους New York Times, σχεδόν το 89,7% των ανδρών 35-44 ετών αναζητούσε εργασία (το ποσοστό μειώνεται ελαφρώς από τη διάρκεια της πανδημίας και έπειτα).
Ο εργασιακός στίβος χαρακτηρίζεται από άγχος και μεγάλο ανταγωνισμό. Οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας με τις πολλές ευθύνες και τις υποχρεώσεις αυξάνουν τα επίπεδα της απογοήτευσης, της ψυχοσυναισθηματικής τελμάτωσης, αλλά και της αποδοτικότητας των εργαζομένων σε συνδυασμό και με το αρνητικό οικονομικό περιβάλλον, που έχει κατακλείσει τις περισσότερες οικονομίες και φυσικά τις επιχειρήσεις.
Αξιοσημείωτος είναι ο αρνητικός αντίκτυπος που δημιουργήθηκε στην εργασία λόγω της πανδημίας και του εγκλεισμού, με τον οποίο προκλήθηκαν αλλαγές σε πολλούς κλάδους της οικονομίας (όπως αναστολή εργασίας, αλλαγές ωραρίων, τηλεργασία κ.λπ.). Υπό τις συνθήκες αυτές επηρεάζονται και οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των ατόμων και συνεπώς η λειτουργία των επιχειρήσεων, αλλά και η επαγγελματική και μη ανέλιξη του καθενός.
Προφανώς, υπάρχει και ένας ευρύτερος αντίκτυπος του εντεινόμενου αυτού φαινομένου στο μακροοικονομικό περιβάλλον. Αρχικά, μειώνονται ραγδαία οι παραγωγικές δυνατότητες των οικονομιών, καθώς ένα μέρος του εργατικού δυναμικού δεν αξιοποιείται καταλλήλως και προτιμά να μην «κυνηγήσει» το εισόδημά του. Μάλιστα, μέρος των άεργων ατόμων δικαιούται τη λήψη επιδόματος ανεργίας, γεγονός που αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες, άρα και το δημοσιονομικό κόστος. Επίσης, η μέση παραγωγικότητα βυθίζεται, ενώ, παράλληλα, η έλλειψη ατόμων σε ανειδίκευτες θέσεις εργασίας μπορεί να συρρικνώσει την οικονομική δραστηριότητα, αυξάνοντας ταυτόχρονα και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, λόγω των ανοδικών πιέσεων που προκαλεί στους μισθούς η ελλειμματικότητα στην προσφορά εργασίας. Όλα αυτά μπορούν να συντελέσουν σε ένα domino επιπτώσεων γενικότερα στην οικονομία, διαστρεβλώνοντας την εύρυθμη λειτουργίας της.
Εν κατακλείδι, αυτό δεν αποτελεί ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί απλά με μια αύξηση στους μισθούς ή μέσω οικονομικών κινήτρων από τις Κυβερνήσεις. Η λύση βρίσκεται στα χέρια της κοινωνίας, η οποία πέρα του ότι πρέπει να γίνει γενικότερα πιο ανεκτική, χρειάζεται να μη διακρίνει την ποιότητα των ατόμων με βάση το είδος της εργασίας τους ή του εκπαιδευτικού τους επιπέδου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- According to a new study, men are dropping out of the workforce because they are upset about their social status, localtoday.news, διαθέσιμο εδώ
- Εργασιακό στρες και η αντιμετώπισή του, capital.gr, διαθέσιμο εδώ
- Men without college degrees are dropping out of the workforce because they viewed their dead-end jobs as a threat to social status, businessinsider.com, διαθέσιμο εδώ
- Social class and the risk of unemployment: Trends, gender differences and the contribution of education, journals.sagepub.com, διαθέσιμο εδώ