Του Ιωάννη Περγαντή,
Το τέλος των Μηδικών Πολέμων το 479 π.Χ. και η οριστική απώθηση των Περσών από την κυρίως Ελλάδα χάραξε μια νέα πορεία για τις ελληνικές πόλεις-κράτη, μια πορεία ευημερίας και άνθισης. Οι λίγες πολεμικές συρράξεις που έλαβαν χώρα τις μετέπειτα δεκαετίες, δεν κατέστησαν δυνατές να διαταράξουν τις ισορροπίες και την αρμονία που είχε εγκαθιδρυθεί. Παρ΄ όλα αυτά, περίπου μισό αιώνα αργότερα από τον κοινό θρίαμβο των Ελλήνων, ο ελληνικός κόσμος θα βιώσει μια έμφυλη πολεμική συγκυρία, αποτέλεσμα των φιλοδοξιών της εκάστοτε πόλης, οι επιπτώσεις της οποίας έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στις καρδιές και μνήμες των ανθρώπων για αιώνες, τον γνωστό Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.).
Η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη και επιρροή των δύο κυρίαρχων πόλεων του ελλαδικού χώρου, Αθήνας και Σπάρτης, δημιούργησαν μια κατάσταση και μια δυναμική στην οποία δεν χωρούσαν δύο «υπερδυνάμεις», με τη μια από αυτές να πρέπει να υποταχθεί στην άλλη. Σε αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων, αλλά και στη διαδικασία ανάδειξης της απόλυτης ηγετικής δύναμης, όλες σχεδόν οι πόλεις-κράτη ενεπλάκησαν σε ένα τριακονταετή περίπου πόλεμο, με τη θέλησή τους ή μέσω εξαναγκασμού. Από τη μια, η Αθήνα με τη Συμμαχία της Δήλου και, από την άλλη, η Σπάρτη με την Πελοποννησιακή Συμμαχία και τους εχθρούς της Αθήνας (Κόρινθος, Μέγαρα, Θήβα), διεξήγαγαν επιθέσεις και εκστρατείες, με απώτερο σκοπό την αποδυνάμωση και καθήλωση του αντιπάλου. Ένα επεισόδιο αυτού του αρκετά κοστοβόρου και αιματηρού πολέμου διεξήχθη στην περιοχή της Βοιωτίας, με τη μάχη του Δηλίου το 424 π.Χ.
Η επαρχία της Βοιωτίας αποτελούσε μια μείζονος σημασίας παράμετρο της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής, λόγω της άμεσης γειτνίασης και του κινδύνου που διέτρεχε η εδαφική ακεραιότητα της πόλης. Στην προσπάθεια, λοιπόν, να διασφαλίσει τα βόρεια σύνορά της, η Αθήνα επέλεξε να επέμβει στα εσωτερικά ζητήματα του Βοιωτικού Κοινού. Μια μερίδα δημοκρατικών Βοιωτών, οι οποίοι έρχονταν σε αντίθεση με την εξωτερική πολιτική του Κοινού, έδωσε το πάτημα για τους Αθηναίους να εμπλακούν. Σε ένα στρατηγικό σχέδιο το οποίο καταστρώθηκε, οι Αθηναίοι στόχευαν στην κατάληψη τριών καίριων σημείων: της Χαιρώνειας, του λιμανιού των Σιφών (Κορινθιακός Κόλπος) και του Δηλίου. Αυτή η επίθεση, της οποίας θα ηγούνταν οι Αθηναίοι στρατηγοί Δημοσθένης και Ιπποκράτης, με τη στήριξη των δημοκρατικών Βοιωτών και Φωκαίων, είχε ως στόχο την αποσταθεροποίηση του Κοινού και την πρόκληση εξέγερσης εκ μέρους των υπολοίπων δημοκρατικών της Βοιωτίας, ανατρέποντας έτσι την πολιτική κατάσταση και προσβλέποντας στην ενσωμάτωση του Κοινού στην Αθηναϊκή Συμμαχία.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες, το φιλόδοξο και σχετικά απτό σχέδιο ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Την επίθεση στη Χαιρώνεια θα αναλάμβανε το μεικτό σώμα Βοιωτών-Φωκαίων, την κατάληψη του λιμανιού των Σιφών θα διεκπεραίωνε ο στόλος του Δημοσθένη, ενώ ο Ιπποκράτης θα εκστράτευε κατά του Δηλίου. Κάποιος, πιθανόν ένας Φωκεύς, ενημέρωσε τους Σπαρτιάτες για τα σχέδια των Αθηναίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, ενημέρωσαν τους Βοιωτούς. Αυτοί ευθύς προέβησαν στην ενίσχυση των φρουρών στη Χαιρώνεια και τις Σιφές. Το Βοιωτο-Φωκικό σώμα, αφού ενημερώθηκε για την αποκάλυψη του σχεδίου, δεν κινήθηκε κατά της Χαιρώνειας θεωρώντας το άσκοπο, ενώ ο Δημοσθένης, ο οποίος περίμενε να φτάσει σε ένα ανυπεράσπιστο λιμάνι, αντιμετώπισε τη σθεναρή άμυνα των Βοιωτών, αναγκάζοντάς τον σε υποχώρηση. Όλα αυτά συνέβαιναν καθώς ο Ιπποκράτης όδευε προς το Δήλιο, χωρίς να έχει λάβει καμία ενημέρωση για τη φανέρωση του σχεδίου και τις εξελίξεις που διαδραματίστηκαν.
Μετά από μια πορεία περίπου 3 ημερών, ο Ιπποκράτης και η εκστρατευτική δύναμη των περίπου 15 χιλιάδων Αθηναίων (ένα μέρος του σώματος αποτελούνταν και από περίοικους) έφτασε στο Δήλιο, όπου κατέλαβε τον ναό του Απόλλωνα της περιοχής και ξεκίνησε την οχύρωση του σημείου στρατοπέδευσής του, αναμένοντας την έλευση του Δημοσθένη. Την ίδια στιγμή, οι Βοιωτοί υπό τον στρατηγό Παγώνδα με μια δύναμη περίπου 18 χιλιάδων ανδρών στρατοπέδευσαν στην Τανάγρα, κοντά στο Δήλιο, επιβλέποντας τις κινήσεις των Αθηναίων. Μετά από ένα διάστημα 3 ημερών και ενώ οι οχυρώσεις είχαν ολοκληρωθεί, ο Ιπποκράτης διαισθάνθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, καθώς δεν είχε λάβει καμία ενημέρωση από τον Δημοσθένη. Έτσι, αφότου άφησε ένα σώμα 300 ανδρών στο οχυρό, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα, επειδή ήξερε ότι δεν θα μπορούσε μόνος του να αντιμετωπίσει τους Βοιωτούς. Ο Παγώνδας, βλέποντας την υποχώρηση των Αθηναίων, κατάφερε και έπεισε τους υπόλοιπους Βοιωτούς στρατηγούς να αντιμετωπίσουν τον Ιπποκράτη. Λίγο πιο έξω από το Δήλιο δόθηκε η αποφασιστική αυτή μάχη.
Η σύγκρουση αυτή, εκτός από τη γεωστρατηγική της σημασία, αποτέλεσε μέσο εισαγωγής μιας νέας στρατιωτικής καινοτομίας. Πέρα από την κλασική παράταξη μιας οπλιτικής φάλαγγας (μπροστά η γραμμή των οπλιτών σε βάθος περίπου 8 ανδρών, τοξότες πίσω τους και ιππικό στις φάλαγγες), ο Παγώνδας παρέταξε το στράτευμά του με μια σημαντική ιδιαιτερότητα: ακολούθησε την κλασική οπλιτική παράταξη, όμως στη δεξιά του φάλαγγα τοποθέτησε τη Θηβαϊκή μονάδα του σε βάθος 25 ανδρών. Οι επιπτώσεις στη διεξαγωγή της μάχης ήταν εμφανείς, καθώς η αριστερή φάλαγγα των Αθηναίων άρχισε να υποχωρεί λόγω της υπέρμετρης πίεσης, ενώ η δεξιά τους υπερφαλαγγιζόνταν από το κατά πολύ ανώτερο Βοιωτικό ιππικό. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο πεδίο της μάχης ένα πρωτότυπο είδος φλογοβόλου, το οποίο απέβη εξαιρετικά χρήσιμο και επιτυχές. Παρά την αξιόλογη προσπάθειά του, ο ελάχιστα εκπαιδευμένος και σε μερικές περιπτώσεις υποεξοπλισμένος Αθηναϊκός στρατός προέβη σε άτακτη φυγή, σφραγίζοντας την ήττα του Ιπποκράτη (η οποία οδήγησε στον θάνατό του) και την αποτυχία του Αθηναϊκού σχεδίου.
Μετά τη μεγάλη νίκη τους, οι Βοιωτοί κατευθύνθηκαν προς το οχυρωμένο Δήλιο, το οποίο μετά από μερικές μέρες κατέλαβαν, με τη στήριξη των Κορινθίων και των Μεγαρέων. Οι 1200 αθηναϊκές απώλειες αποτελούν ένα μεγάλο και υπολογίσιμο πλήγμα, καθώς το Δήλιο αποτέλεσε μια από τις πιο κοστοβόρες μάχες (από άποψη οπλιτών) του αθηναϊκού στρατού. Αυτή η σύγκρουση δεν ήταν κάτι παρά μια γεύση από τι θα ακολουθούσε τις επόμενες δεκαετίες, μια περίοδος όπου ο θάνατος, οι καταστροφές και ο πόνος θα κυριαρχήσουν σε κάθε μήκος και πλάτος του ελληνικού χώρου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- The Cambridge Ancient History (1992), Volume V: The Fifth Century B.C., Cambridge University Press.
- History of War, Battle of Delium, 424 B.C., Διαθέσιμο εδώ
- Ancient Warfare Magazine, Euripides and the battle of Delium, Διαθέσιμο εδώ