Του Θανάση Μπούτσικα,
Όταν ένας άνθρωπος του σήμερα, ακούει για την Αργεντινή, συνήθως σκέφτεται τη δυσμενή οικονομική κατάσταση της χώρας ή τον αριθμό αστέρων του ποδοσφαίρου που θριαμβεύουν στα παγκόσμια πρωταθλήματα. Αν και τα παραπάνω ισχύουν σε έναν βαθμό, θα πρέπει να κοιτάξουμε βαθύτερα και να θέσουμε τα εξής ερωτήματα: Είναι όντως μόνο αυτά; Είναι η Αργεντινή απλά ένα σύνολο από φτωχογειτονιές που «παράγουν» ποδοσφαιριστές; Η απάντηση είναι, φυσικά, όχι. Όσο πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο, βλέπουμε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, γεμάτο από αγωνία, συγκρούσεις και θέληση για ανεξαρτησία, και σπουδαίους στρατιωτικούς να αναλαμβάνουν τα ηνία. Ένας από αυτούς είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας της αφήγησης μας, ο José de San Martin, που, μέσα στον επαναστατικό αναβρασμό της Λατινικής Αμερικής του 19ου αιώνα, κατάφερε να πάει ενάντια της αυτοκρατορίας των Ισπανών. Το κείμενο που ακολουθεί θα λειτουργήσει ως μια μικρή αναφορά πάνω στη ζωή και το έργο αυτού του χαρισματικού ηγέτη. Όμως, ας προηγηθεί μια σύντομη ανάλυση των γεγονότων που έχουν προηγηθεί.
Για πολύ καιρό, είχε διαμορφωθεί μια ιεραρχία στην ισπανική Αμερική, με κύριους εκπροσώπους τους απογόνους των πρώτων αποίκων από την Ισπανία, που είχαν γεννηθεί στις νέες κτήσεις. Οι Creoles, όπως είναι γνωστοί, επεδίωκαν όλο και πιο πολύ την εξουσία στα εδάφη τους, η οποία ήταν πάντοτε στα χέρια απεσταλμένων του Στέμματος από την Ιβηρική Χερσόνησο. Το χάσμα οξύνθηκε περισσότερο, όταν τον 18ο αιώνα οι Βουρβόνοι βασιλείς με τις πολιτικές τους υποδείκνυαν φανερότατα την ανέλιξη Ευρωπαίων στα ανώτερα αξιώματα.
Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε πολλούς δυσαρεστημένους Creoles να βρουν λύση στα κείμενα του Διαφωτισμού, ειδικά στα αστικά κέντρα, χωρίς, όμως, να επιθυμούν τόσο την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, όσο την απόκτηση νέων προνομίων και ελευθεριών. Μια τέτοια ευκαιρία παρουσιάστηκε το 1795, όταν η Ισπανία ήρθε σε συμμαχία με τη Γαλλία, φέρνοντάς την σε αντιπαράθεση με τη ναυτική δύναμη της Βρετανίας και έχοντας ως αποτέλεσμα οι Ισπανοί να απομονωθούν εμπορικώς από τις αποικίες τους. Έδωσαν, ταυτόχρονα, στους Creoles την ελευθερία που έψαχναν για να επεκτείνουν το εμπόριό τους στην αμερικανική ήπειρο και να πάρουν παραπάνω εξουσίες στα χέρια τους.
Ωστόσο, αυτή η κατάσταση δεν θα κρατήσει για πολύ. Το 1808, τα ναπολεόντεια στρατεύματα κινήθηκαν ενάντια των Ισπανών συμμάχων τους, καταλαμβάνοντας την χώρα. Ο Βασιλιάς Κάρολος και ο γιος του, Φερδινάνδος, ο οποίος κληρονόμησε τον θρόνο μετά την παραίτηση του πατέρα του το ίδιο έτος, αιχμαλωτίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από τον αδερφό του Γάλλου Αυτοκράτορα, Ιωσήφ Βοναπάρτη. Συνεπώς, δημιουργήθηκε ένα κενό στο μοναρχοκεντρικό σύστημα, το οποίο επηρέασε και τις κτήσεις στη Λατινική Αμερική και έπρεπε να επιλυθεί. Για αυτόν τον λόγο, δύο χρόνια αργότερα, δημιουργήθηκε το πρώτο κοινοβούλιο στο Cádiz, με σκοπό την επανασύνδεση της Ισπανίας και των αμερικανικών κτήσεών της, οι οποίες άρχισαν να εγκαθιδρύουν «χούντες» στο όνομα του Βασιλιά. Προς αυτήν την κατεύθυνση, το 1812, πέρασαν ένα αρκετά «φιλελεύθερο» μέτρο, που αναγνώριζε τους κατοίκους των αποικιών ως μέλη του βασιλείου, και όχι απλά ως υπηκόους κτήσεων.
Βέβαια, όσο καλό και αν ακούγεται, πάλι δεν ικανοποιούσε τους Creoles, καθώς η παρουσία Λατινοαμερικανών δεν είχε την ίδια βαρύτητα με τους Ισπανούς και δεν τους επετράπη να κρατήσουν την αυτονομία που απολάμβαναν για περίπου είκοσι χρόνια. Και σαν να μην ήταν αρκετό, το 1814, ο Φερδινάνδος Ζ’ επανήλθε στον θρόνο της Ισπανίας και ήθελε να φέρει τις αποικίες στην αμερικανική ήπειρο υπό πλήρη βασιλικό έλεγχο ξανά. Έτσι, ξεκίνησε η έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Ισπανών και Ισπανο-Αμερικανών, η οποία θα οριστικοποιήσει τον διαχωρισμό των δύο κόσμων. Σε αυτό το σημείο είναι που θα δούμε τον πρωταγωνιστή αυτού του άρθρου να αποκτά ενεργό ρόλο, προσπαθώντας να σώσει την πατρίδα του, που επρόκειτο να απελευθερωθεί από το χάος.
Ο José de San Martin γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου του 1778 στο Yapeyú, μια περιοχή που βρίσκεται στη σημερινή βόρεια Αργεντινή, από Ισπανούς γονείς. Ο πατέρας του, Juan, ήταν επαγγελματίας στρατιώτης και διοικητής του Yapeyú, το οποίο παλαιότερα υπήρξε σταθμός Ιησουιτών ιεραποστολών για να τον εκχριστιανισμό των Guarani ( ιθαγενών ). Η διαμονή δεν ήταν μόνιμη, αφού η οικογένεια μετακινήθηκε στο Μπουένος Άιρες, όταν ο José ήταν μόλις τεσσάρων, και δύο έτη αργότερα επέστρεψαν στην Ισπανία. Την επόμενη τετραετία φοίτησε στη Σχολή Ευγενών της Μαδρίτης, ξεκινώντας ως δόκιμος στο σύνταγμα Murcia.
Για πάνω από μια δεκαετία, συμμετείχε σε σημαντικές μάχες ενάντια των Αράβων της Βόρειας Αφρικής, των Βρετανών (όπου και αιχμαλωτίστηκε το 1798-1799) και των Πορτογάλων. Εκπληκτική είναι και η άνοδός του ιεραρχικά, κερδίζοντας το αξίωμα του καπετάνιου το 1804, και το 1811, όταν του προτάθηκε η θέση του διοικητή του ιππικού του Σαγούντο, υπερασπιζόμενος την χούντα της Σεβίλλης από τους Γάλλους προς τιμήν του βασιλιά. Ωστόσο, αρνήθηκε την πρόταση, γιατί ήθελε να πάει στη Λίμα, που αποτελούσε προπύργιο της αντίστασης κατά των βασιλικών. Ο λόγος πίσω από αυτήν την κίνηση δεν είναι γνωστός, αλλά υποθέτουμε ότι οφείλεται ή σε πατριωτικά αισθήματα ή έχθρα προς τους Ισπανούς, εξαιτίας της υπεροψίας που έδειχναν κατά των Ισπανο-Αμερικανών. Όποια και αν ήταν η κινητήρια δύναμη, το αποτέλεσμα ήταν ένα: ο πιστός στρατιώτης του Βασιλιά έγινε ο ορκισμένος πολέμιός του.
Η συνδρομή του José στην επανάσταση ξεκίνησε το 1812, όταν ανέλαβε την εκπαίδευση των στρατευμάτων για τη διάλυση των βασιλικών δυνάμεων στο Περού. Ήταν εκείνος, μεταξύ άλλων, ο οποίος αναγνώριζε την υψίστης σημασίας αποστολή της κατάληψης της Λίμα, όπου λειτουργούσε ως το ορμητήριο φιλοβασιλικών δυνάμεων, που αποτελούσαν άμεσο κίνδυνο για τις Ηνωμένες Επαρχίες του Rio de la Plata (σημερινή Αργεντινή). Οπότε, μετά από πρώτες νίκες το 1813, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του: εκπαίδευσε άτακτους νομάδες και ανέλαβε τη διοίκηση της επαρχίας Cuyo, εξασφαλίζοντας πρόσβαση στο μονοπάτι των Άνδεων, ώστε να φθάσει στο Περού αφού ενωθεί με τους επαναστάτες της Χιλής. Όμως, η Χιλή ανακαταλήφθηκε από τους βασιλικούς, αναγκάζοντας τον José να τολμήσει το ακατόρθωτο: να διασχίσει τις Άνδεις.
Προς έκπληξη πολλών, κατάφερε σε λιγότερο από έναν μήνα να μεταφέρει τον στρατό του και να ξαναφέρει το Σαντιάγκο στο πλευρό των επαναστατημένων, στις 12 Φεβρουαρίου του 1818. Τα επόμενα δύο χρόνια περίμενε στη Χιλή, οργανώνοντας στόλο από εμπορικά πλοία για να κατευθυνθεί στο Περού, υπό την αρχηγία του Thomas Cochrane. Τελικά, επιτυγχάνει να πάρει την Λίμα, μετά από απόσυρση των αμυνόμενων λόγω έλλειψης ενισχύσεων, κηρύσσοντας την ανεξαρτησία του Περού τον Ιούλιο του 1821. Αν και η συμβολή του ήταν καταλυτική, η θέση του José de San Martin δεν ήταν ακόμη εξασφαλισμένη.
Οι σύμμαχοί του στο Μπουένος Άιρες του ασκούσαν αυστηρή κριτική πάνω στην επιμονή για την κατάκτηση της Λίμα, ενώ ακόμη υπήρχαν κοιτίδες βασιλικών εντός του Περού, λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τους ντόπιους. Το σημαντικότερο, ωστόσο, πρέπει να είναι η περίφημη συνάντηση με τον Simón Bolívar, που σημείωσε επιτυχίες στα βόρεια, ελευθερώνοντας το Εκουαδόρ τον Ιούλιο του 1822. Δεν είναι γνωστά τα όσα συζητήθηκαν, αλλά φαίνεται ότι ήταν η τελευταία πράξη στην πολιτική, μιας και αποσύρθηκε από προστάτης του Περού τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Μετά από αυτό, κατέφυγε στη Γαλλία, όπου και απεβίωσε το 1850 στη Βουλώνη. Η αποτελεσματικότητά του ως στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης ξεπερνά τα όρια της Αργεντινής, κερδίζοντας μια θέση ανάμεσα στους σπουδαιότερους της παγκόσμιας ιστορίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lynch, John (2009), San Martín: Argentine Soldier, American Hero, London: Yale University Press.
- Britannica, Campaign across the Andes of José de San Martín, Διαθέσιμο εδώ
- Britannica, The independence of Latin America, Διαθέσιμο εδώ
- History Today, The Death of José San Martín, Διαθέσιμο εδώ