Της Νίκης Καραχάλιου,
Το Σύνταγμα αποτελεί τον θεμέλιο λίθο (ορισμένων) σύγχρονων κρατών και διατρέχει τα κύτταρα όλων των λειτουργιών ενός δημοκρατικού οικοδομήματος. Το Σύνταγμα αναγνωρίζεται, βεβαίως, και από την ελληνική πολιτεία ως ήπατος νόμος, κι αυτό εισάγεται –ξεκάθαρα– στην ελληνική συνταγματική πραγματικότητα με το άρθ. 1 παρ. 3 του Συντάγματος, στο οποίο χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Πολύ περισσότερο, όμως, από θεμελιακός νόμος, που διαμορφώνει τη νομοθεσία μιας χώρας, το Σύνταγμα αποτελεί τον φύλακα του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, και ως εκ τούτου είναι ένα κείμενο νομικά δεσμευτικό για όλους τους πολίτες, και –πρωτίστως– για τον νομοθέτη. Ένας (εγχώριος) νόμος είναι αδύνατο να αντίκειται στο νόμο των νόμων.
Βέβαια, το γεγονός ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζεται ως ο θεμελιώδης νόμος μιας ευνομούμενης πολιτείας σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει την τήρησή του από τα νομοθετικά όργανα. Ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, οι νομικοί επιστήμονες της εποχής διαπίστωσαν ότι πολύ συχνά τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας καταπατούσαν τις διατάξεις του Συντάγματος προς ικανοποίηση δικών τους συμφερόντων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, και δοθείσης της αναγκαιότητας της εφαρμογής του Συντάγματος ως πυλώνας της Δημοκρατίας, και αναγνωρίζοντας την τυπική υπεροχή του, η ύπαρξη δικλείδων ασφαλείας, όπως ένας θεσμός σαν αυτόν του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ήταν –τουλάχιστον– μείζονος σημασίας.
Καταρχάς, όταν μιλάμε για έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αναφερόμαστε στο αν ή κατά πόσο εναρμονίζεται το περιεχόμενο του νόμου με το κείμενο του Συντάγματος είτε ως προς το τυπικό σκέλος (η διαδικασία, που ακολουθήθηκε μέχρι να εκδοθεί ο νόμος) είτε ως προς το ουσιαστικό (περιεχόμενο του νόμου). Μάλιστα, εξαιτίας της σπουδαιότητας του θεσμού, η αρμοδιότητα του ελέγχου ανατέθηκε –κυρίως– στη δικαστική εξουσία, έτσι ώστε αυτή να εκτελεί το έργο της αμερόληπτα και ανεξάρτητα, μακριά από τις πολιτικές σκοπιμότητες της εκτελεστικής εξουσίας.
Γενικότερα, έχει παρατηρηθεί ότι έχουν εξελιχθεί δύο συστήματα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Το πρώτο σύστημα συναντάται στην Αμερική και εισήχθη το 1803 με την περίφημη απόφαση Marbury vs Madison, η οποία στο πλαίσιο της γενικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων αναγνωρίζει στον δικαστή το δικαίωμα να υποβάλει ενστάσεις στην περίπτωση που η εφαρμοστέα διάταξη νόμου αντίκειται στο Σύνταγμα, όταν, δηλαδή, η εφαρμογή του νόμου σε κάποια υπόθεση είναι αντισυνταγματική. Η μη εφαρμογή του νόμου δε συνεπάγεται κατάργησή του, δεδομένου ότι –βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών– ο δικαστής δεν δύναται να μετέχει στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία.
Ουσιαστικά, στο συγκεκριμένο σύστημα δεν ελέγχεται αυτός καθαυτός ο νόμος, αλλά η εφαρμογή του στην εκάστοτε περίπτωση. Κάθε δικαστήριο αποτελεί, μάλιστα, και υποχρέωση του δικαστή, να ελέγχει παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της εκδίκασης ορισμένης υπόθεσης τη συνταγματικότητα του νόμου που καλείται να εφαρμόσει στη συγκεκριμένη αυτή υπόθεση. Πρόκειται για το διάχυτο και παρεμπίπτον σύστημα. Το δεύτερο σύστημα εισήχθη το 1920 από τον Κέλσεν, ο οποίος πρότεινε τη δημιουργία Συνταγματικών Δικαστηρίων, τα οποία –κατ’ αποκλειστικότητα– θα διεκπεραιώνουν τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο παρόν σύστημα, οι νόμοι που κρίνονται ως αντισυνταγματικοί παύουν να ισχύουν για το μέλλον. Το σύστημα αυτό ονομάζεται συγκεντρωτικό.
Περαιτέρω διακρίσεις του ελέγχου γίνονται με βάση το όργανο που τον διενεργεί, και έτσι έχουμε δικαστικό έλεγχο (έλεγχος που διενεργείται από δικαστήρια), πολιτικό (έλεγχος που διενεργείται από πολιτικά όργανα) και διοικητικό (έλεγχος που διενεργείται από διοικητικά όργανα). Επιπλέον, γίνεται και με βάση τον χρόνο διενέργειάς του και διακρίνεται σε προληπτικό (πριν την έκδοση του νόμου) και σε κατασταλτικό (μετά την έκδοση του νόμου).
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην ελληνική συνταγματική πραγματικότητα
Το άρθ. 93 παρ. 4, το οποίο αναφέρει ότι «τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», επιβεβαιώνει ότι στην Ελλάδα, αντίθετα με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, που έχουν Συνταγματικά Δικαστήρια (π.χ. Γαλλία, Γερμανία), εφαρμόζεται το αμερικανικό σύστημα, αυτό του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου, με όποια προβλήματα κι αν συνεπάγεται αυτό. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε ιστορικούς λόγους. Οι Έλληνες δικαστές εφάρμοζαν άτυπα τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ήδη από το 1874, ενώ μόλις το 1897 προβλέφθηκε η διαδικασία του ελέγχου σε νομολογιακό κείμενο. Επομένως, στην Ελλάδα κάθε δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει στη δικαστική ιεραρχία και τον κλάδο δικαιοσύνης στον οποίο ανήκει, μπορεί να διερευνήσει αν ο νόμος, που καλείται να εφαρμόσει στην εκάστοτε υπόθεση, εναρμονίζεται ή όχι με το Σύνταγμα κι αυτό γίνεται είτε αυτεπαγγέλτως ως υποχρέωση του δικαστή είτε μετά από πρόταση του διαδίκου.
Πολλοί, βέβαια, υποστηρίζουν πως στην Ελλάδα εξαιτίας της υιοθέτησης του αμερικανικού προτύπου, εντοπίζεται σημαντικό κενό και απουσία ασφάλειας δικαίου στο θέμα του ελέγχου, και αυτό έγκειται στο γεγονός ότι ο παρεμπίπτων και διάχυτος έλεγχος ως σύστημα της πολυφωνίας έχει ως αποτέλεσμα να κάνει οξύτερες τις διαφωνίες και τις διαστάσεις των απόψεων των δικαστών, οι οποίοι ουκ ολίγες φορές παρακινούνται από τα προσωπικά τους –πολιτικά– φρονήματα. Εξάλλου, έχει παρατηρηθεί ότι για μια διάταξη νόμου έχουν εκδοθεί διαφορετικές αποφάσεις.
Λύση σ’ αυτό το πρόβλημα –σε μεγάλο βαθμό– έδωσε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθ. 100 Σ), το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρομοιάζεται με συνταγματικό δικαστήριο. Συγκεκριμένα, το ΑΕΔ κατέστη στο Σύνταγμα του 1975 αρμόδιο για την «άρση της αμφισβήτησης» για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα νόμου, σε περίπτωση που υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων. Μάλιστα, το ΑΕΔ είναι το μοναδικό δικαστήριο, που δύναται να καταστήσει ανίσχυρη μια διάταξη νόμου ως αντισυνταγματική. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί ότι ο αριθμός των υποθέσεων που φτάνουν στο ΑΕΔ είναι μάλλον περιορισμένος. Επί της ουσίας, η ελληνική πραγματικότητα παρουσιάζει χαρακτηριστικά των δύο παραπάνω συστημάτων.
Ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα
Ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων λαμβάνει χώρα, όπως καταλαβαίνουμε, πριν την έκδοση του νόμου και πριν την δημοσιοποίησή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Το συγκεκριμένο σύστημα είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στη Γαλλία, στη χώρα μας, ωστόσο, τα δικαστήρια δεν εξουσιοδοτούνται να ελέγξουν την τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος κατά την ψήφιση του νόμου. Αν και το σύστημα της Ελλάδας διαφοροποιείται σημαντικά από το γαλλικό ως προς τον προληπτικό έλεγχο, αυτό δε σημαίνει ότι στη χώρα μας δεν παρατηρούνται στοιχεία προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Καταρχάς, το άρθ. 42 παρ. 1 δίνει τη δυνατότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να ελέγξει αν τηρούνται τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα κατά τη διαδικασία ψήφισης των νόμων και να αναπέμψει το νομοσχέδιο, αν το κρίνει ως αντισυνταγματικό. Βέβαια, δεδομένου ότι ο ρόλος του Προέδρου είναι πια σε μεγάλο βαθμό απλώς θεσμικός, κι αν σκεφτούμε ότι μια τέτοια απόφαση ενός Προέδρου θα προκαλούσε –μάλλον– εντάσεις στον πολιτικό κόσμο, η συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος ουδέποτε εφαρμόστηκε. Τέλος, η ίδια η Βουλή μπορεί να ελέγξει την συνταγματικότητα των νόμων (άρθ. 100 Κανονισμού Βουλής). Ούτε η συγκεκριμένη διαδικασία, ωστόσο, έχει λάβει χώρα στην Ελλάδα, και γι’ αυτό οφείλεται η αυξημένη πλειοψηφία, που χρειάζεται να έχει το κυβερνών κόμμα για να ασκήσει την εξουσία.
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, λοιπόν, αποτελεί μετά βεβαιότητος εκείνο το πεδίο του δικαίου με τη μεγαλύτερη πρακτική εφαρμογή και σημασία. Όχι άδικα αν σκεφτούμε ότι παρομοιάζεται με τον θεματοφύλακα της Δημοκρατίας, ενώ προσφέρεται ως ασπίδα προστασίας στα χέρια των πολιτών απέναντι στην αυθαιρεσία, σκόπιμη ή μη, της εκτελεστικής εξουσίας. Στην Ελλάδα εντοπίζεται, πράγματι, ένα κενό στο κομμάτι της προστασίας και πλείστες συζητήσεις είχαν εγερθεί μεταξύ των νομικών επιστημών επ’ αφορμή του θέματος των τηλεοπτικών αδειών το 2015. Μένει να δούμε αν η Ελλάδα θα αποφασίσει να εισάγει στο δικαιικό της σύστημα τα Συνταγματικά Δικαστήρια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Ποιος ελέγχει την συνταγματικότητα των νόμων και με ποιο τρόπο, Syntagma Watch, Μπουκουβάλα Βαρβάρα,26/02/2020, διαθέσιμο εδώ
- Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ενόψει της διάκρισης σε συστήματα ισχυρού και ασθενούς τύπου, Ακρίτας Καϊδατζής, διαθέσιμο εδώ